Σελίδες

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Αναχωρησάντων των Μάγων...π. Κων. Στρατηγόπουλος


 
π. Κων. Στρατηγόπουλος
Αναχωρησάντων των μάγων... Η σιωπηλή πραγματική εν παρρησία ζωή που μπορεί να απογυμνώσει οποιοδήποτε σύστημα άθεο που μιλάει ή δεν μιλάει για Θεό αλλά δεν μπορεί να Τον προσκυνήσει. Και προσκυνώ σημαίνει να υπακούσει σε Αυτόν, να ταχθεί σε Αυτόν και να κάνει αυτό που θέλει Αυτός!
ΑΝΑΧΩΡΗΣΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ...
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, επάνω στο χωρίο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, κεφάλαιο 2ο, στίχοι 13 έως 23, στα πλαίσια της ερμηνείας του κηρύγματος της Κυριακής, που έγινε την Κυριακή στις 26-12-2010.
Θαρρείς και το κείμενο, από το Ευαγγέλιο που ακούσαμε, θέλει να μας θυμίσει πως η γιορτή τελείωσε · αναχωρησάντων των μάγων.
Και γιατί συνδυάζει αυτή τη φαινομένη περαίωση της εορτής με τους μάγους; Ποιος σκέφτηκε τι είναι αυτές οι προσωπικότητες και τι ρόλο ουσιαστικό παίζουν μες τη γιορτή; Ποιος έκανε μια υπόθεση εργασίας λέγοντας αν δεν υπήρχαν οι μάγοι στη γιορτή, είναι υπόθεση εργασίας, τι θα άλλαζε; Η ερμηνευτική της Εκκλησίας μας το προσεγγίζει μέσα από τους Πατέρες.
Τι κάνουν οι μάγοι; Οι μάγοι πρώτα - πρώτα κάνουν μια απογύμνωση του συστήματος · τι σημαίνει αυτό; Αν δεν υπήρχαν οι μάγοι θα ήταν όλα ήσυχα και καλά, θα γεννιόταν ο Χριστός, δεν θα μάθαινε τίποτε ο Ηρώδης, δεν θα γινόταν διωγμός, δεν θα πέθαιναν τα νήπια, τα 14000 κι ο Χριστός θα γεννιόταν μέσα σε μια ησυχία.
Κι έρχονται αυτοί οι μάγοι, σταλμένοι από τον Θεό είναι, και το πρώτο που κάνουν, δύο πράγματα κάνουν, το πρώτο που κάνουν είναι ν᾽ απογυμνώσουν το σύστημα · πώς το απογυμνώνουν; Το σύστημα, το πολιτικό μεν αλλά και το τότε ενυπάρχον θρησκευτικό σύστημα, το απογυμνώνουν με μια απλή αληθινή λιτότητα · τολμούν να πουν πού είναι ο βασιλιάς που γεννήθηκε. Για να το πεις αυτό σε ένα βασιλιά είναι πάρα πολύ τολμηρό κι όμως είναι αλήθεια, άρα για να απογυμνώσει το σύστημα κάποιος πρέπει πρώτα να έχει μια συγκλονιστική, λιτή αλλά όχι εγωιστική αλήθεια πάνω του.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΝΗΠΤΙΚΗ ΛΥΣΙΣ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 8ο, στίχοι 5 ἕως 15, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας τοῦ κηρύγματος τῆς Κυριακῆς, πού ἔγινε τήν Κυριακή 17-10-2010

Ἡ παραβολή τοῦ σπορέως πού ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἡ τόσο γνωστή, εἶναι σέ ἕνα πρῶτο κοίταγμα πολύ εὔληπτη καί πολύ κατανοητή. Τόσο κατανοητή καί γνωστή στό πλήρωμα τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, πού θά ἐρωτοῦσε κανείς: «τί ἄλλες ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις θά μποροῦσε νά κάνει κάποιος, παρά νά μιλήσει γιά τά γνωστά;».
Κι ὅμως μέ τό ἴδιο αὐτό κείμενο, μέ αὐτά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, ἀνοίγεται ἕνα πολύ μεγάλο θέμα τό ὁποῖο ἀφορᾶ τόν κάθε Χριστιανό καί εἶναι τό πῶς κατανοοῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία τά λειτουργικά κείμενα. Πῶς μποροῦμε νά ζήσουμε τά κείμενα; Πολλοί λένε «δέν καταλαβαίνουμε τί γίνεται στά τελούμενα μέσα στήν Ἐκκλησία».
Τό κείμενο αὐτό τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μέ ἁπλό καί θεολογικό τρόπο δίνει ἀπάντηση στό πῶς θά μποροῦμε νά κατανοοῦμε τά κείμενα αὐτά. Ἡ ἀπάντηση πού δίνει ἐδῶ ὁ Χριστός ὅταν Τοῦ λένε οἱ μαθητές Του «τί σημαίνει αὐτή ἡ παραβολή;» εἶναι στό πρῶτο ἄκουσμά της προβληματική. Τούς λέει: «Ἐσεῖς εἶστε ἐδῶ γιά νά ἀκοῦτε τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι θά τά ἀκοῦνε σέ παραβολές». Δηλαδή, τό μυστήριο εἶναι τόσο εὔκολο νά κατανοηθεῖ; Ἐνῶ ἡ παραβολή, πού εἶναι μιά ἁπλή διήγηση, εἶναι δύσκολη; Μάλιστα, ὅπως φαίνεται μέσα στό κείμενο, ὁ Χριστός προβάλλει καί μιά πρόσθετη δυσκολία ὅταν λέγει ὅτι: «σέ αὐτούς μιλῶ μέ παραβολές γιά νά φαίνεται ὅτι βλέπουν, ἐνῶ δέν βλέπουν καί γιά νά φαίνεται ὅτι ἀκοῦν, ἐνῶ δέν ἀκοῦν». Ἀλλά γιατί νά ὑπάρχει αὐτή ἡ δυσκολία;
Πέρα ἀπ᾽ ὅλη αὐτή τή δυσκολία ὅμως αὐτή ἡ παραβολή τοῦ σπορέως μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀνοίγει ἕνα πολύ μεγάλο θέμα. Τό θέμα τῆς κατανοήσεως τῶν λόγων τῆς Ἐκκλησίας. Δίνει ὅμως καί τό κλειδί τοῦ ξεκλειδώματος αὐτοῦ τοῦ «γρίφου», θά ἔλεγα, πού ἀφορᾶ πολλές φορές τόν λαό μας καί πού ἔχει ταλαιπωρήσει τήν Ἐκκλησία μέ τίς προσπάθειες μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, τῶν ἀκολουθιῶν κ.λπ., οἱ ὁποῖες ἔχουν δημιουργήσει πολυποίκιλες μορφές διαταράξεως τῆς ἰσορροπίας τῆς Ἐκκλησίας.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Η αποκάλυψη τών ακτίστων ενεργειών του Χριστού Το "εκ τών έσω" φως τού Κυρίου Ιησού π. Ι. Ρωμανίδης



Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

Ο Χριστός μετά την Βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό άρχισε επισήμως το έργο Του. Στην πραγματικότητα, ο Χριστός φανέρωσε την θεότητά Του, τις άκτιστες ενέργειες Του, δια της ανθρώπινης φύσεώς Του. Δηλαδή, μετά την ενανθρώπιση του Χριστού, η αποκάλυψη συνδέεται με τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Οι Απόστολοι έβλεπαν την ενέργεια τής ακτίστου φύσεως στον Χριστό με τα θαύματά Του, την διδασκαλία Του. Αργότερα δε τρεις από αυτούς είδαν το Φως της θεότητός Του στο Θαβώρ. Το Σώμα του Χριστού είναι πηγή τών ακτίστων ενεργειών του Θεού.
«Πρέπει να τονισθεί ότι και στην επίγεια ζωή του Χριστού, ο Χριστός δεν απεκάλυψε την ανθρώπινη φύση Του, διότι την βλέπαμε την ανθρώπινη φύση. Εκείνο που χρειαζόταν αποκάλυψη ήταν η άκτιστη φύση του Χριστού, οπότε βλέποντας τον Χριστό, ξέρανε όλοι ότι ήταν άνθρωπος. Εκείνο που χρειαζότανε αποκάλυψη είναι η άκτιστη φύση του Χριστού, ότι είναι της ιδίας ουσίας με τον Πατέρα και με το Πνεύμα το Άγιον και ότι είναι των ιδίων ενεργειών και ότι είναι ο ίδιος κατά την υπόσταση άκτιστος και κατά την ουσία άκτιστος και κατά την ενέργεια άκτιστος.
Αυτή η αποκάλυψη των ενεργειών του Χριστού γίνεται κατά δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι με τα θαύματα. Δηλαδή, κάνει θαύματα και από τα θαύματα φαίνεται σαφώς ότι ο ίδιος είναι πηγή όχι μόνο κτιστών ενεργειών, αλλά και ακτίστων τοιούτων, εφ' όσον ο ίδιος ποιεί θαύματα τα οποία μόνον η άκτιστη ενέργεια μπορεί να επιτελέσει. Δηλαδή, το αποτέλεσμα είναι ακτίστων ενεργειών, δεν είναι κτιστών ενεργειών. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο Χριστός είναι το μέσο ή το όργανο, δια  του οποίου αποκαλύπτεται το άκτιστο, χωρίς ο ίδιος να είναι πηγή τών ακτίστων ενεργειών. Μπορεί, δηλαδή, να θεωρηθεί, ότι ο Θεός ενεργεί δια του Χριστού ως ανθρώπου και ο Χριστός φαίνεται ότι κάνει θαύματα, άλλα είναι ο ίδιος ο Θεός, που κάνει τα θαύματα μέσω του Χριστού. Οπότε, θα μπορούσαμε με μια αρειανική Χριστολογία να έχουμε πάλι θαύματα, όπως έχουμε θαύματα και δια μέσου των Προφητών, δηλαδή κ.ο.κ.
Αλλά, η ουσία της Ορθοδόξου διδασκαλίας περί Χριστού είναι ότι ο ίδιος ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, και ο Χριστός, ως Λόγος του Θεού, δεν είναι απλώς ένα μέσον θαυμάτων, αλλά είναι η πηγή θαυματουργικών ενεργειών. Διότι ο ίδιος είναι ο Λόγος, ο οποίος ενσαρκώθηκε και υπάρχει η αντίδοση των ιδιωμάτων, οπότε και ως άνθρωπος ενεργεί ο Λόγος, αλλά ενεργεί και ως Θεός. Οπότε, ο Χριστός δεν είναι ένα μέσον τών ακτίστων ενεργειών, αλλά και πηγή ακτίστων ενεργειών κ.ο.κ. Αυτή η αποκάλυψη τής ακτίστου φύσεως του Χριστού γίνεται, κατά πρώτον λόγον, με θαύματα. Ποιεί θαύματα, τα οποία μόνον ο Θεός μπορεί να κάνει.
Ο άλλος τρόπος είναι η διδασκαλία Του. Διδάσκει πράγματα με αυθεντία και εξουσία του ίδιου του Θεού. Ο Ίδιος, δηλαδή, διδάσκει ως Θεός. Έχουμε τα θαύματα, έχουμε την διδασκαλία. Τα θαύματα είναι ορατά αποτελέσματα ακτίστων ενεργειών. Οπότε, ο άνθρωπος, βλέποντας τα έργα, μπορεί να πεισθεί σε αυτό που λέει ο Χριστός: "καν εμοί μη πιστεύητε, τοις έργοις πιστεύσατε" Ιω. ι, 38), δηλαδή στο ότι τα αποτελέσματα που επιφέρουν, είναι αποτελέσματα ακτίστων ενεργειών. Αυτό να πιστεύσετε, εφ' όσον δεν πιστεύετε σ' έμένα, επειδή με βλέπετε άνθρωπο, δηλαδή».
Εκτός από τα θαύματα και την διδασκαλία Του, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Χριστός φανέρωσε την δόξα της θεότητός Του ως Φως.
«Εάν δούμε προσεκτικά την Αγία Γραφή, θα δούμε ότι υπάρχουν τρία στάδια διδασκαλίας. Ο ίδιος ο Χριστός λέγει ότι "εκείνοις δε τοις έξω εν παραβολαίς τα πάντα γίνεται". "Τοις έξω". Αυτοί, που είναι απ' έξω, τους διδάσκει με παραβολές. "Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού" (Μάρκος δ', 11). Οπότε, οι εσωτερικοί, που είναι οι Απόστολοι, μαθαίνουν αυτοί κατ’ ευθείαν τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, χωρίς παραβολές.
Οπότε, έχουμε διδασκαλία εν παραβολαίς, έχουμε διδασκαλία των μυστηρίων, ότι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας, και μετά, εκτός από αυτό, έχουμε και ένα άλλο επίπεδο εκμαθήσεως της αληθείας, που είναι αυτό που λένε οι Πατέρες: η θέωση, ο δοξασμός ή αποκάλυψη της βασιλείας ή της δόξης του Θεού».
Μια πρώιμη μεταμόρφωση του Χριστού, δηλαδή φανέρωση της δόξης της θεότητος του Χριστού, έγινε στην περίπτωση των δύο μαθητών του Ιωάννου του Βαπτιστού. Διηγείται ο ευαγγελιστής Ιωάννης:
«Τη επαύριον πάλιν ειστήκει ο Ιωάννης και εκ των μαθητών αυτού δύο, και εμβλέψας τω Ιησού περιπατούντι λέγει: Ίδε ο αμνός του Θεού. Και ήκουσαν αυτού οι δυο μαθηταί λαλούντος, και ηκολούθησαν τω Ιησού. Στραφείς δε ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς: Τι ζητείτε; Οι δε είπον αυτώ: Ραββί, (ό λέγεται ερμηνευόμενον διδάσκαλε) πού μένεις; Λέγει αυτοίς: Έρχεσθε και ίδετε. Ήλθον ουν και είδον πού μένει, και παρ' αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην. Ώρα ην ως δεκάτη» (Ιωάννης Α', 35-40).
«Οι δύο μαθητές του Προδρόμου, όταν έγιναν Μαθητές του Χριστού, Τον ρώτησαν: "πού μένεις"; (Ιωάννης Α', 39); Αυτό σημαίνει ότι παρεκάλεσαν τον Χριστό να δείξει το διαμέρισμά Του; Όχι. Αλλά να δείξει πού μένει. Σημαίνει ότι παρεκάλεσαν οι Απόστολοι τον Χριστό να αποκαλύψει την μονή Του, που είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. Και επί μία ολόκληρη ημέρα συμμετείχαν αυτοί οι Απόστολοι στην εμπειρία της Θεώσεως. Οπότε, έχουμε δηλαδή την πρώτη εμπειρία της Θεώσεως, μετά τον Πρόδρομο. Όπως ο Πρόδρομος είχε την εμπειρία αυτή από τον Χριστό, έτσι και οι Μαθητές Του έχουν την εμπειρία». 
Η μεγαλύτερη αποκάλυψη της δόξης τού Χριστού έγινε στο όρος Θαβώρ ενώπιον των τριών Μαθητών Του, Πέτρου, Ιωάννου και Ιακώβου. Εδώ φαίνεται ότι το Σώμα του Χριστού είναι η κτιστή σκηνή που κάλυπτε την θεότητα και έτσι ερμηνεύεται το χωρίο «και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάννης Α', 14).
«Παίρνει ο Χριστός τους τρεις προκρίτους Αποστόλους και μεταμορφώνεται έμπροσθεν αυτών. Και αποκαλύπτει την βασιλεία Του και την δόξα Του στους τρεις Αποστόλους, παρουσία του Ηλία και του Μωυσή. Και μετά κάνει το λάθος εκείνο ο Πέτρος και λέει: "καλόν εστίν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις" (Μάρκος Θ', 5). Δεν κατάλαβε, δηλαδή, τι σκηνή είχαν. Είχαν την ίδια την σκηνή πλέον, την κτιστή (την ανθρώπινη φύση), που αντικαθιστά την άλλη σκηνή, που έκανε ο Μωυσής. Λοιπόν, έχουμε εδώ πάλιν εμπειρία της Θεώσεως, διότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πηγή τής ακτίστου δόξης» .
Η εμφάνιση του Μωυσή και του Ηλία, κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού στο Θαβώρ, δείχνει ότι Αυτός ο ίδιος ήταν που εμφανιζόταν ασάρκως στην Παλαιά Διαθήκη και αυτόν είδαν ο εκπρόσωπος του Νόμου (Μωυσής) και ο εκπρόσωπος των Προφητών (Ηλίας).
«Έχουμε την Μεταμόρφωση. Εκεί είναι η ουσία της Ορθοδόξου διδασκαλίας. Οι Απόστολοι είδαν τον Χριστό να αποκαλύπτει την άκτιστη θεότητα στους Αποστόλους, και να αποκαλύπτει ότι είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος είχε εμφανισθεί στον Μωυσέα και τον Ηλία, γι' αυτό και είναι παρόντες. Αυτή είναι η αποκάλυψη. Αυτό είναι το δόγμα της Αγίας Τριάδος, ότι ο Χριστός είναι ο Γιαχβέ, ο Κύριος της δόξης, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύπτει, μέσα στον εαυτό Του τον Πατέρα. Αυτή είναι η Αγία Τριάδα»,
«Την ίδια αποκάλυψη έχουμε και στην Καινή Διαθήκη, αλλά τώρα προστίθεται η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Στην Μεταμόρφωση έχουμε αποκάλυψη της δόξης του Χριστού, μέσω της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, αλλά και εν νεφέλη που επεσκίασε τους Αποστόλους».
Στο όρος Θαβώρ φανερώνεται το μυστήριο της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, αφού η ανθρώπινη φύση είναι πηγή τής ακτίστου δόξης του Θεού. Και αυτού του μυστηρίου της ενσαρκώσεως ήταν μέτοχοι οι τρεις Απόστολοι,
«Στην Μεταμόρφωση είναι ενσαρκωμένος Χριστός, που οράται εν δόξη. Οπότε, ενώ στην Παλαιά Διαθήκη η δόξα εξεπήγαζε από τον Άγγελο του Κυρίου, από τον Κύριο της δόξης, από τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, εν Αγίω Πνεύματι, και ο θεούμενος είχε αυτή την άμεση επαφή με τον Κύριο της δόξης, με τον Γιαχβέ, ακριβώς το ίδιο τώρα έχει στην Καινή Διαθήκη στην Μεταμόρφωση, αλλά παρεμβάλλεται η ανθρώπινη φύση, τώρα, του Γιαχβέ ή του Αγγέλου του Κυρίου, του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου.
Το άκτιστο Φως, όμως, εκπηγάζει από την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και φαίνεται από την αποκάλυψη αυτήν ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι απλώς φορέας της δόξης του Θεού, αλλά και πηγή της δόξης του Θεού, αυτή η ανθρώπινη φύση του Χριστού, διότι η υποστατική ένωση είναι φυσική και όχι κατά χάρη, όπως σε έναν Απόστολο. Διότι μπορούμε να δούμε τον Μωυσέα εν δόξη, αλλά ο Μωυσής δεν είναι πηγή τής ακτίστου δόξης του Θεού, είναι φορέας τής ακτίστου δόξης του Θεού, ενώ στην Μεταμόρφωση, η ανθρώπινη φύση είναι η πηγή δόξης, γί αυτό και αποκαλύπτεται ο Χριστός, σαφώς, ως το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Όσο είναι πηγή ο Πατήρ της δόξης, ο Χριστός είναι πηγή εκ της πηγής. Οπότε, πηγή ο Πατήρ, πηγή ο Λόγος, πηγή και το Άγιον Πνεύμα.

ΦΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ













Καθώς επιζητούμε να αυξήσουμε την αγάπη μας για τον Θεό και πασχίζουμε να αγαπούμε τον πλησίον μας, το φως του Ευαγγελίου θα μας περιβάλλει και θα μας ανυψώσει.

Ο σκοπός της ζωής μας και οι προϋποθέσεις για την επίτευξή του ~ Γέροντας Γεώργιος Καψάνης


Ο σκοπός της ζωής μας και οι προϋποθέσεις για την επίτευξή του ~  Γέροντας Γεώργιος Καψάνης
Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ. Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.
Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι:
Λέγουν βέβαια οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν θέωση. Ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιτυγχάνουμε ἐμεῖς μόνοι μας. Φυσικὰ πρέπει νὰ θέλουμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ἱκανοὶ καὶ δεκτικοὶ νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ φυλάσσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς δὲν θέλει τίποτε νὰ κάνη σ᾿ ἐμᾶς χωρὶς τὴν ἐλευθερία μας. Πλὴν ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ἐμεῖς μὲν πάσχουμε τὴν θέωση, ὁ Θεὸς δὲ ἐνεργεῖ τὴν θέωση.
Διακρίνουμε δὲ ὁρισμένες ἀπαραίτητες προϋποθέσεις στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωση.
α) Ἡ ταπείνωσις
Πρώτη κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας προϋπόθεση γιὰ τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις. Χωρὶς τὴν εὐλογημένη ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τεθῆ στὴν τροχιὰ τῆς θεώσεως, νὰ δεχθεῖ τὴν θεία Χάρι, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατὶ πῶς χωρὶς ταπείνωση θὰ ἀναγνωρίσεις ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς σου εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, εἶναι στὸ Θεό;
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐγωκεντρικά, ἀνθρωποκεντρικά, αὐτόνομα, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς κέντρο καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ αὐτοτελειωθῆ, νὰ αὐτοορισθῆ, νὰ αὐτοθεωθῆ. Αὐτὸ εἶναι ἄλλωστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ, τῆς σύγχρονης πολιτικῆς. Νὰ κάνουμε ἕνα κόσμο ἔστω καλύτερο, δικαιότερο, ἀλλὰ αὐτόνομα. Ἕνα κόσμο ποὺ θὰ ἔχει κέντρο τὸν ἄνθρωπο χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε καλοῦ. Αὐτὸ τὸ λάθος ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ, ποὺ πίστεψε πὼς μόνο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις μποροῦσε νὰ γίνει Θεός, νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Τὸ λάθος τοῦ Ἀδὰμ κάνουν ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ ὅλων τῶν αἰώνων. Δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅλα τὰ ὀρθόδοξα εἶναι θεανθρωποκεντρικά, ἔχουν κέντρο τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὅλα τὰ μὴ ὀρθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, ἀθεϊσμός, ὅ,τι ἄλλο ἐκτὸς Ὀρθοδοξίας, αὐτὸν τὸν κοινὸ παρονομαστῆ ἔχουν: Κέντρο εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Σὲ μᾶς κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι εὔκολο νὰ γίνει κανεὶς αἱρετικός, χιλιαστής, μασόνος, ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ γίνει Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος. Γιὰ νὰ γίνεις Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, πρέπει νὰ δεχθεῖς ὅτι κέντρο τοῦ κόσμου δὲν εἶσαι ἐσὺ ἀλλὰ ὁ Χριστός.
Ἄρα ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν θέωση εἶναι ἡ ταπείνωσις, νὰ ἀναγνωρίσουμε δηλαδὴ ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, εἶναι στὸν Πατέρα μας, τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας.
Χρειάζεται ἀκόμη ταπείνωσις, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι, ὅτι εἴμαστε ἐμπαθεῖς, γεμάτοι ἀδυναμίες καὶ πάθη.
Κι αὐτὸς πάλι ποὺ ἀρχίζει τὴν πορεία τῆς θεώσεως, πρέπει νὰ ἔχη διαρκῆ τὴν ταπείνωση, γιὰ νὰ διατηρεῖται συνεχῶς στὴν πορεία αὐτή. Διότι ἂν δεχθεῖ τὸν λογισμὸ ὅτι μὲ τὶς δικές του δυνάμεις τὰ καταφέρνει καλὰ καὶ προχωρεῖ, τότε εἰσέρχεται μέσα του ἡ ὑπερηφάνεια. Χάνει ὅ,τι κέρδισε καὶ χρειάζεται νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ δεῖ τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένειά του καὶ νὰ μὴ βασίζεται στὸν ἑαυτό του. Χρειάζεται νὰ βασίζεται στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βρίσκεται συνεχῶς στὴν πορεία τῆς θεώσεως.
Γι᾿ αὐτὸ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ μεγάλη ταπείνωσή τους. Ἐνῶ ἦταν κοντὰ στὸν Θεό, ἔλαμπαν μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, ἦταν θαυματουργοί, μυροβλύτες, τὴν ἴδια στιγμὴ ἐπίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅτι ἦταν πολὺ χαμηλά, πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅτι ἦταν οἱ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή τους ἦταν ποὺ τοὺς ἔκανε θεοὺς κατὰ Χάριν.
β) Ἡ ἄσκησις
Μᾶς λέγουν ἐπίσης οἱ Πατέρες ὅτι ἡ θέωσις ἔχει στάδια. Ἀρχίζει ἀπὸ τὰ χαμηλότερα καὶ προχωρεῖ πρὸς τὰ ὑψηλότερα. Ἔχοντας τὴν ταπείνωση, ἀρχίζουμε μὲ μετάνοια καὶ πολλὴ ὑπομονὴ τὸν καθημερινό μας ἐν Χριστῷ ἀγώνα, τὴν ἄσκηση τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη. Λέγουν δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι μέσα στὶς ἐντολές Του κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, κι ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀπὸ ἀγάπη καὶ πίστη στὸν Χριστὸ τὶς τηρεῖ, τότε ἑνώνεται μαζί Του.
Αὐτὸ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ “πράξις”. Εἶναι ἡ πρακτικὴ ἀγωγή, ἡ ἀρχὴ τοῦ δρόμου πρὸς τὴν θέωση.
Φυσικὰ αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο, διότι ὁ ἀγώνας γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν τὰ πάθη ἀπὸ μέσα μας εἶναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ὥστε σιγὰ-σιγὰ ὁ χέρσος ἐσωτερικός μας ἀγρὸς νὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τὶς πέτρες τῶν παθῶν καὶ νὰ καλλιεργεῖται πνευματικά, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ πέφτει ὁ σπόρος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ καρποφορεῖ. Ἀπαιτεῖται μεγάλη καὶ συνεχὴς βία στὸν ἑαυτό μας γιὰ ὅλα αὐτά. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». (Ματθ. ια´ 12). Καὶ πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν: «Δῶσε αἷμα καὶ λάβε Πνεῦμα», δηλαδὴ δὲν μπορεῖς νὰ λάβεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἂν δὲν δώσεις τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς σου στὸν ἀγώνα γιὰ νὰ καθαριστεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, νὰ μετανοήσεις πραγματικὰ καὶ σὲ βάθος, καὶ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές.
Ὅλες δὲ οἱ ἀρετὲς εἶναι ὄψεις τῆς μίας καὶ μεγάλης ἀρετῆς, τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη, ἔχει ὅλες τὶς ἀρετές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐκδιώκει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν αἰτία ὅλων τῶν κακιῶν καὶ ὅλων τῶν παθῶν, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ φιλαυτία. Ὅλα τὰ κακὰ μέσα μας πηγάζουν ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ποὺ εἶναι ἡ ἀρρωστημένη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὴν ἄσκηση. Χωρὶς ἄσκηση δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή, οὔτε ἀγώνας, οὔτε προκοπή. Ὑπακοῦμε, νηστεύουμε, ἀγρυπνοῦμε, κοπιάζουμε μὲ μετάνοιες, ὀρθοστασίες, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καθαριζόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη μας. Ἂν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παύση νὰ εἶναι ἀσκητική, παύει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος. Παύει νὰ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ γίνεται θεὸς κατὰ Χάριν.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτύσσουν μεγάλη καὶ βαθειὰ ἀνθρωπολογικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Κατ᾿ αὐτοὺς ἡ ψυχὴ διακρίνεται στὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος. Τὸ παθητικὸ πάλι περιέχει τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό. Στὸ λογιστικὸ περιέχονται οἱ λογικὲς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις. Τὸ θυμοειδὲς εἶναι τὰ θετικὰ ἢ ἀρνητικὰ συναισθήματα, ἡ ἀγάπη, τὸ μίσος. Τὸ ἐπιθυμητικὸ εἶναι οἱ καλὲς ἐπιθυμίες τῶν ἀρετῶν καὶ οἱ κακὲς ἐπιθυμίες τῶν ἡδονῶν, τῶν ἀπολαύσεων, ἡ φιλοχρηματία, ἡ κοιλιοδουλία, ἡ σαρκολατρεία, τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἂν αὐτὰ τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς, τὸ λογιστικό, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, δὲν καθαρισθοῦν, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ μέσα του τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωθεῖ. Τὸ λογιστικὸ καθαρίζεται μὲ τὴν νήψι, ποὺ εἶναι ἡ συνεχὴς τήρησις τοῦ νοὸς ἀπὸ τοὺς λογισμούς, μὲ τὸ νὰ κρατεῖ δηλαδὴ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀποδιώχνη τοὺς κακούς. Τὸ θυμοειδὲς πάλι καθαρίζεται μὲ τὴν ἀγάπη. Καὶ τὸ ἐπιθυμητικό, τέλος, καθαρίζεται μὲ τὴν ἐγκράτεια. Ὅλα αὐτὰ πάντως ἀπὸ κοινοῦ καθαρίζονται καὶ ἁγιάζονται μὲ τὴν προσευχή.
γ) Τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ ἡ προσευχὴ
Ὁ Χριστὸς ἐγκαθίσταται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια. Μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Στοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι ἐν κοινωνίᾳ Χριστοῦ, ὁ Θεός, ἡ Χάρις Του, εἶναι μέσα τους, στὴν καρδιά τους, διότι εἶναι βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογημένοι, κοινωνημένοι.
Τὰ πάθη ὅμως καλύπτουν τὴν θεία Χάρι, ὅπως ἡ στάχτη τὴν σπίθα. Μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ ἡ καρδιὰ καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ σπίθα τῆς θείας Χάριτος ἀναζωπυροῦται καὶ ὁ πιστὸς αἰσθάνεται τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά του, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του.
Κάθε προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας βοηθεῖ στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ἰδιαιτέρως ὅμως βοηθεῖ ἡ λεγόμενη μονολόγιστος εὐχὴ ἢ νοερὰ προσευχὴ ἢ καρδιακὴ προσευχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Αὐτὴ ἡ προσευχή, ποὺ ἀνέκαθεν παραδίδεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔχει τὸ ἑξῆς πλεονέκτημα: ἐπειδὴ εἶναι μονολόγιστος, δηλαδὴ μόνο μία πρότασις, μᾶς βοηθεῖ νὰ συγκεντρώνουμε εὔκολα τὸν νοῦ μας. Συγκεντρώνοντας τὸν νοῦ μας τὸν βυθίζουμε στὴν καρδιὰ καὶ προσέχουμε ἐκεῖ νὰ μὴ ἀπασχολεῖται μὲ ἄλλα πράγματα καὶ νοήματα, οὔτε καλά, οὔτε κακά, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ἄσκησις στὴν καρδιακὴ αὐτὴ προσευχή, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ σὺν τῷ χρόνῳ συνεχής, εἶναι ὁλόκληρη ἐπιστήμη, τέχνη ἱερά, ποὺ Ἅγιοι τῆς Πίστεώς μας λεπτομερῶς περιγράφουν στὰ ἱερά τους συγγράμματα, ὅπως καὶ σὲ μία μεγάλη συλλογὴ πατερικῶν κειμένων, τὴν “Φιλοκαλία”.
Βοηθεῖ καὶ χαροποιεῖ λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο ἡ προσευχὴ αὐτή. Κι ὅταν προχωρήσει ὁ Χριστιανὸς στὴν προσευχὴ αὐτή, καὶ ταυτοχρόνως ἡ ζωή του εἶναι σύμφωνη μὲ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀξιώνεται νὰ λάβει ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος. Ἀρχίζει νὰ γεύεται τὴν γλυκύτητα τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, νὰ γνωρίζει ἐκ πείρας τὸ «γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι Χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ´ 9). Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἰδέα, κάτι ποὺ τὸ σκεπτόμαστε μόνο ἢ γιὰ τὸ ὁποῖο συζητοῦμε ἢ διαβάζουμε, ἀλλὰ εἶναι Πρόσωπο, μὲ τὸ Ὁποῖο ἐρχόμαστε σὲ ζωντανὴ καὶ προσωπικὴ κοινωνία, κάτι ποὺ τὸ ζοῦμε, τοῦ Ὁποίου λαμβάνουμε ἐμπειρία.
Τότε βλέπουμε τί μεγάλη καὶ ἄρρητη καὶ ἀνέκφραστη εὐτυχία εἶναι νὰ ἔχουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ νὰ εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.
Πολὺ βοηθεῖ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι στὸν κόσμο, μέσα στὶς διάφορες μέριμνες καὶ ἀπασχολήσεις τῆς κάθε ἡμέρας, νὰ βρίσκουν τουλάχιστον λίγα λεπτὰ ἡσυχίας γιὰ νὰ ἀσκοῦνται σ᾿ αὐτὴν τὴν προσευχή.
Τοὺς ἁγιάζουν βέβαια κι ὅλες οἱ κατὰ Θεὸν ἐργασίες καὶ καθήκοντα, ὅταν γίνονται ταπεινὰ καὶ μὲ ἀγάπη. Ὅμως χρειάζεται καὶ ἡ προσευχή. Σ᾿ ἕνα ἥσυχο δωμάτιο (εἶναι καλὸ ἴσως μετὰ ἀπὸ κάποια μελέτη πνευματικὴ ἢ ἀφοῦ ἀνάψουν τὸ καντήλι ἐμπρὸς στὶς εἰκόνες καὶ θυμιάσουν), ὅσο γίνεται μακρυὰ ἀπὸ θορύβους καὶ ἀπασχολήσεις, καὶ ἀφοῦ ἡσυχάσουν ἀπὸ ἄλλες σκέψεις καὶ λογισμούς, νὰ βυθίζουν τὸν νοῦ τους στὴν καρδιὰ λέγοντας τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν (ἢ τὴν ἁμαρτωλήν)». Πόση εἰρήνη καὶ δύναμη ἀντλοῦν οἱ ψυχὲς μ᾿ αὐτὴν τὴν κατὰ Θεὸν ἡσυχία! Πόσο τὶς ἐνισχύει καὶ στὶς ὑπόλοιπες ὧρες τῆς ἡμέρας νὰ διατηροῦνται εἰρηνικές, χωρὶς νεῦρα καὶ ἔνταση καὶ ἄγχος, ἀλλὰ νὰ ἔχουν ὅλες τὶς δυνάμεις τους σὲ ἁρμονία καὶ ἑνότητα!
Μερικοὶ ἀναζητοῦν λίγη ψυχικὴ ἡσυχία μὲ τεχνητὰ μέσα σὲ ἄλλους χώρους, πλανεμένους καὶ δαιμονικούς, ὅπως στὶς ἀνατολικὲς λεγόμενες θρησκεῖες. Προσπαθοῦν νὰ εὕρουν κάποια ἡσυχία μὲ ἐξωτερικὲς ἀσκήσεις, διαλογισμό, κ.λπ., γιὰ νὰ ἐπιτύχουν κάποια ἰσορροπία ψυχῆς καὶ σώματος. Τὸ λάθος εἶναι ὅτι σ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ λησμονήσει τὶς διάφορες σκέψεις καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο, οὔτε οὐσιαστικὰ δὲν κάνει διάλογο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ μονόλογο μὲ τὸν ἑαυτό του. Καταλήγει δηλαδὴ πάλι στὸν ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ ἀποτυγχάνει.
“Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου” τοῦ μακαριστού Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.

γιὰ τὴν θέωση




Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ. Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.
Γιὰ νὰ γίνει σαφὲς ὅτι ἡ μόνη ὀρθόδοξος ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ποιμαντική της θεώσεως καὶ ὄχι τῆς κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα ἠθικῆς τελειοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ ποθήσουμε ὅλοι τὰ κρείττονα καὶ ἔτσι νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὰ ὑψηλὰ καὶ μόνα δυνάμενα νὰ ἀναπαύσουν κατὰ βάθος τὴν δίψα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ Ἀπόλυτο, τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Γιὰ νὰ πλημμυρίσουμε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργό μας γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Του, τὴν κατὰ Χάριν θέωσή μας.
Γιὰ νὰ νοιώσουμε τὸ ἀναντικατάστατο τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης ἐπὶ γῆς κοινωνίας θεώσεως.
Γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ποὺ μόνη αὐτὴ διδάσκει καὶ παρέχει τὴν θέωση στὰ μέλη της.
Γιὰ νὰ παρηγορηθοῦν οἱ ψυχές μας ποὺ ὅσο καὶ ἂν ἔχουν δηλητηριαστεῖ καὶ σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, λαχταροῦν τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Ἐλεήμων Κύριε, εὐδόκησε, ἐν τῇ ἀπείρῳ ἀγάπῃ Σου, νὰ μᾶς ἀξιώσεις νὰ εἰσέλθουμε στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως, πρὶν νὰ ἀπέλθουμε ἀπὸ τὸν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε στὴν ἀναζήτηση τῆς θεώσεως τοὺς Ὀρθόδοξους ἀδελφούς μας, ποὺ δὲν χαίρονται γιατὶ ἀγνοοῦν τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς των ὡς «κεκελευσμένων θεῶν».
Ἐλεήμων Κύριε, ὁδήγησε καὶ τὰ βήματα τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν στὴν ἐπίγνωση τῆς Ἀλήθειάς Σου, γιὰ νὰ μὴν μείνουν ἔξω τοῦ Νυμφῶνος Σου, στερημένοι τῆς Χάριτος τῆς θεώσεως.
Ἐλεήμων Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς καὶ τὸν κόσμον Σου! Ἀμήν.

Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου


Τὸ θέμα τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σοβαρό, διότι ἀφορᾶ τὸ σπουδαιότερο ζήτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ εὑρισκόμαστε πάνω στὴν γῆ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος τοποθετηθεῖ σωστὰ στὸ θέμα αὐτό, ἂν εὕρῃ τὸν πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ σωστὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους καὶ καθημερινὰ ζητήματα τῆς ζωῆς του, ὅπως εἶναι οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ σπουδές του, τὸ ἐπάγγελμα, ὁ γάμος, ἡ ἀπόκτησις καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Ἂν ὅμως δὲν τοποθετηθεῖ σωστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ βασικὸ θέμα, τότε θὰ ἀποτύχει καὶ στοὺς ἐπὶ μέρους σκοποὺς τῆς ζωῆς. Διότι τί νόημα μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ ἐπὶ μέρους σκοποί, ὅταν στὸ σύνολό της ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ἔχει νόημα;

Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς δηλώνεται ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅταν ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς μᾶς λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν» Του. Διαπιστώνουμε ἔτσι τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ ἐν Τριάδι Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν θέλει ἁπλῶς ἕνα ὃν μὲ κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ἀνωτερότητα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, ἀλλὰ τὸν θέλει Θεὸ κατὰ Χάριν.

Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται ἐξωτερικὰ ὅτι εἶναι μία βιολογικὴ ἁπλῶς ὕπαρξη ὅπως τὰ ἄλλα ἔμβια ὄντα, τὰ ζῶα. Εἶναι βέβαια ζῶον, ἀλλὰ «ζῶον... τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Εἶναι τὸ μόνο ὃν ποὺ ξεχωρίζει ἀπ᾿ ὅλη τὴν δημιουργία, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει θεός.

Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» σημαίνει τὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἄνθρωπο, ξεχωριστὰ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά Του, ὥστε νὰ ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ χαρίσματα εἶναι : Ὁ λογικὸς νοῦς, ἡ συνείδηση, τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία, ἡ δημιουργικότητα, ὁ ἔρως καὶ ὁ πόθος τοῦ ἀπολύτου καὶ τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ὅ,τι ἄλλο κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ὑπεράνω ὅλης τῆς λοιπῆς δημιουργίας τῶν ἐμβίων ὄντων καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ προσωπικότης. Ὅ,τι δηλαδὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρόσωπο αὐτὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα».

Ἔχοντας τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τὴν θέωση. Ὁ Δημιουργός, Θεὸς κατὰ φύσιν, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει θεὸς κατὰ Χάριν.

Ἐδόθησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του.

Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟ

 
Η προσευχή ως Θεραπεία του ανθρώπου ήταν το θέμα της 6ης Ορθόδοξης Συνάντησης Νέων και Γονέων που πραγματοποιήθηκε στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου της Ενορίας των Αγίων Αναργύρων Κρανιάς Μουζακίου.  Στον βιβλίο «Αόρατος πόλεμος» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, αναφέρει ο άγιος ότι όταν αρχίσει ο άνθρωπος την ημέρα του, πρέπει ν’ αρχίζει να προσεύχεται στο Θεό ώστε να οχυρωθεί ο νους με την μνήμη του Θεού και μάλιστα παρομοιάζει τον άνθρωπο εκείνο που αμέσως προσεύχεται με στρατιώτη διότι φροντίζει με αυτόν τον τρόπο να νικήσει το 1ο οχυρό του πολέμου, τον νου.
Είναι πολύ σημαντικό ο άνθρωπος να μάθει να προσεύχεται διότι όταν πλάσθηκε από το Θεό είχε ως κύριο έργο την προσευχή του στο Θεό και ο νους του ανθρώπου είχε μνήμη Θεού.  Όταν όμως ο νους αιχμαλωτίζεται σε εμπαθείς πράξεις, έχασε την δύναμή του και έγινε αιχμάλωτος της αμαρτίας.
Αναφέρεται στα Αποστολικά έργα ότι οι Απόστολοι και οι χριστιανοί «προσκαρτερούντες» την προσευχή και την κλάση του άρτου δηλ. περίμεναν με λαχτάρα την Θεία Λειτουργία όπου θα κοινωνούσαν τον Χριστό και την ώρα της προσευχής. Κατ’ αυτόν τον Αποστολικό τρόπο η Εκκλησία μας έχει ως ύψιστο έργο την λατρεία του Θεού συνεχίζοντας την Αποστολική Παράδοση και διαδοχή, ενώ αντίθετα στην δύση, που έχασε την αποστολικότητα και την χάρη του Θεού και έγινε κράτος, αντικατέστησε το έργο της Εκκλησίας που είναι η προσευχή με καλά έργα, οι φιλανθρωπίες κ.α.. Γι’ αυτό κάθε ενέργεια μέσα στην Αγία μας Εκκλησία (Ακολουθίες, Αγιασμός, Εξομολόγηση, Μυστήρια, Ευχές κ.α.) έχει ως σκοπό την θεραπεία του ανθρώπου, ο οποίος τραυμάτισε τον νου και την καρδία του από την αμαρτία και πάσχει από μια πνευματική σχιζοφρένεια, με αποτέλεσμα άλλα να θέλει και άλλα να πράττει στην ζωή του.  Σε αυτή την σκέψη ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει πολύ χαρακτηριστηκά ότι «Ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Για να μπορέσει ο άνθρωπος να φτάσει στην απόκτηση του Αγίου Πνεύματος και στην Θέωση, ο Καλός μας Θεός δίδει στον άνθρωπο τα εργαλεία για την επίτευξη του σκοπού του, που δεν είναι άλλο από τις εντολές και το άγιο Ευαγγέλιο.  Όλη αυτή η θεραπευτική αγωγή είναι που μας οδηγεί στην αγάπη του Θεού, όπως ακριβώς οδήγησε και τους αγίους μας στα Μαρτύρια, με απώτερο σκοπό την ένωσή τους με τον Θεό.
Είναι σημαντικό να ξέρουμε πως λειτουργούσε ο άνθρωπος πριν την πτώση ώστε να μπορέσουμε να επαναφέρουμε τον άνθρωπο στην προ-πτωτική κατάσταση.  Το πρότυπο για να φθάσουμε στην Θέωση είναι ο Χριστός, ο νέος Αδάμ, καθώς και η ζωή των αγίων μας, οι οποίοι μας δείχνουν τον δρόμο προς την τελείωση και αποκαλούνται από την Κυρία Θεοτόκο «Φίλοι του Χριστού».
Τα αποτελέσματα της προσευχής
Η προσευχή μας ελευθερώνει από τα καταθλιπτικά δεδομένα του κόσμου τούτου και μας θωρακίζει από τις στενάχωρες καταστάσεις που συναντούμε μέσα στην ημέρα. Έχει την δύναμη να διασπά την μοναξιά και μάλιστα μερικές φορές την επιδιώκεις προκειμένου να συνομιλήσεις με τον Θεό «εν πλήρη κενότητι» κάτι το οποίο κάνουν οι Μοναχοί και οι Ασκητές, οι οποίοι φεύγουν από τον κόσμο για να συναντήσουν την ησυχία και να ενωθούν με τον Θεό. Γι’ αυτό και αυτός που προσεύχεται αποκτά ειρήνη στην καρδιά του, δεν εχθρεύεται, δεν καταρράσει, παρά ευλογεί και προσεύχεται. Γεννά με λίγα λόγια η προσευχή την ειρήνη στην καρδιά μας, και ότι να συμβαίνει γύρω μας δεν μας στεναχωρεί διότι αποκτούμε εμπιστοσύνη στην Αγάπη του Θεού, όπως μια ομπρέλα (η προσευχή) ενώ γύρω-γύρω βρέχει, εσύ προστατεύεσαι από την βροχή μέσω της αδιάλειπτης προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Όσο λοιπόν προσεύχεσαι αγαπάς τον Θεό και όσο αγαπάς τον Θεό τόσο ποιο πολύ προσεύχεσαι.
Οι καρποί της προσευχής
Οι καρποί της προσευχής είναι πάρα πολλοί. Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει είναι ότι ο άνθρωπος γίνεται κοινωνικός, διότι έχει ως ιδίωμα να εξάγει τον άνθρωπο από τον ατομισμό του και επειδή κοινωνεί με τον άλλο άνθρωπο δεν αισθάνεται μόνος του, παύει να έχει παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους και απομακρύνετε από τους άρρωστους συναισθηματισμούς.
Η Προσευχή είναι η χάρις του Θεού που μας δίνει δύναμη να απελευθερωθούμε από τα δεσμά της αμαρτίας και να σωθούμε. Η προσευχή από μόνη της δεν έχει δύναμη διότι δεν είναι διαλογισμός ή γιόγκα.  Δύναμη λαμβάνει η προσευχή από τον Χριστό στον οποίο προσευχόμαστε και γι’ αυτό είναι το ποιο αντιδραστικό φάρμακο.
Αδελφοί μου, το έργο της προσευχής είναι στην αρχή επίπονο διότι καταθέτει στον Θεό την ελευθερία του ανθρώπου, τον χρόνο του. Γι’ αυτό χρειάζονται προϋποθέσεις για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε στον Θεό όπως η ησυχία, το θυμίαμα. Λένε τι να κάνω στην Εκκλησία δεν καταλαβαίνω τίποτα.  Δεν πειράζει αγιαζόμαστε ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. O άνθρωπος που αγωνίζεται δεν πρέπει να απελπίζεται και να πιστεύει ακράδαντα ότι ο Θεός είναι μαζί του.  Η επιτυχία του αγώνα έγκειται στην παρουσία της χάριτος στην ψυχή του. Γι’ αυτό τον λόγο αξίζει να βάλουμε την προσευχή στην ζωή μας, έστω και για λίγη ώρα όσο μπορεί ο καθένας (3 λεπτά, 10 λ. 1 ώρα). Λέγουν οι Πατέρες «θέλω μικράν εργασίαν και μένουσαν παρά μεγάλην εργασίαν και διακόπτουσα». Καλόν Αγώνα!
Του Πρεσβυτέρου Νικολάου Δαλαγιώργου

ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟΣΠ ΓΡΗΓ ΠΑΛΑΜΑ






Γιά νά μπορέσει νά σταθεῖ ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται μία ἐμπειρία πιό δυνατή ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες, ἕνα φῶς ἰσχυρότερο ἀπό τά ἄλλα φῶτα. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία σήμερα εἶναι στήν πλεονεκτική θέση νά παρουσιάζει σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους μία φοβερή ἐμπειρία, τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν λέμε θέωση δέν ἐννοοῦμε νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στό σημεῖο νά ἐπιτελεῖ θαύματα ἤ νά φτάσει ὅπως ἐμεῖς φανταζόμαστε, στήν κατάσταση τῶν Ἁγίων.
Στόν ἄνθρωπο ἀρχίζει νά ἐνεργεῖ μέσα του τό μυστήριο τῆς θεώσεώς του ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀρχίζει νά στρέφεται ἐν μετανοίᾳ στόν Θεό. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί θά πεῖ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό», ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα ἀρχίζει νά ἐνεργεῖται μέσα του τό μυστήριο τῆς σωτηρίας του. Δέν εἶναι δυνατό ὁ ἄνθρωπος νά ἐπικαλεστεῖ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά μήν ἐπιτελεστεῖ μέσα του μία ἀλλοίωση, μία ἐνέργεια. Μπορεῖ πολλές φορές ἡ καρδιά μας νά μήν αἰσθάνεται τίποτα, νά’ ναι σκληρή. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ἐνεργεῖ τό μυστήριο τῆς προσευχῆς.
Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βίωσε αὐτό τό σκότος τῆς ὕπαρξής του, μπῆκε σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα καί ἔζησε γιά ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του τό τί σημαίνει νά εἶσαι μακράν τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδία σου νά κινεῖται σ’ ἕνα σκότος καί νά εἶναι σκληρή σάν πέτρα. Γι’ αὐτό τόν λόγο γράφει στόν βίο του ὅτι γιά μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητα καί ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισον μου τό σκότος». Αὐτή ἦταν ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή του μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, γιατί ἦταν τό βίωμα καί ἡ ἐμπειρία του.
Οἱ Ἅγιοι πρῶτα βίωσαν τό σκότος σ’ ὅλη τήν ἔντασή του καί ζώντας αὐτό τό σκότος ἐβίωσαν τή νοσταλγία τοῦ φωτός. Καί αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κάτι τό ἠθικό πού βγαίνει μέσα ἀπό τίς διδασκαλίες, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰμί τό Φῶς τοῦ κόσμου». Ἔτσι ὅταν αὐτός ἔλεγε «φώτισόν μου τό σκότος»ζητοῦσε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Δαβίδ χιλιάδες χρόνια πρίν ἔλεγε: «Πότε Θεέ μου, θά ρθεῖς νά δῶ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου; Δέν μέ ἐνδιαφέρουν οἱ ἰδέες σου καί ὅ,τι εἶπες, ἐμένα μέ ἐνδιαφέρεις πρωτίστως Ἐσύ ὁ ἴδιος». Πρέπει νά καταλάβουμε τό πόσο σημαντικό εἶναι ὄχι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτός πού εἶπε τή διδασκαλία, αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Αὐτό ἔζησαν οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι πῆραν τή διδασκαλία γιά νά τούς βοηθήσει νά φτάσουν στόν Χριστό. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ ὑπερβήθηκαν οἱ ἐντολές καί οἱ διδασκαλίες καί ἔμεινε μόνο ἕνα πράγμα μές στόν ἄνθρωπο. Μένει ἡ ἀγάπη, αὐτή ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο σέ μία ἀπόλυτη ἀγαπητική σχέση.
Ὁ Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἔδειξε αὐτό τό τέρμα καί αὐτή τή μέθοδο καί μᾶς εἶπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπαίνει καί ἀρχίζει ἀπό τήν πρώτη στιγμή νά ἐφαρμόζει στή ζωή του τήν ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνίζεται νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχει καί μία ἄλλη κίνηση, τήν κίνηση τῆς προσευχῆς τήν ὁποία οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα ἀπό τήν πείρα τους μᾶς δίδαξαν. Μία τέτοια προσευχή εἶναι ἡ μονολόγιστος εὐχή, ἡ ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ. Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Μέ αὐτή τήν ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό Αὐτόν καί αἰσθάνεται ὅτι δέν μπορεῖ χωρίς Αὐτόν νά ζήσει καί τοῦ εἶναι ἀνάγκη νά τόν συναντήσει. Καταλαβαίνει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Βάση τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ βαθιά ταπείνωση, ἀφοῦ αἰσθάνεται πώς χωρίς τόν Χριστό δέν μπορεῖ νά ζήσει.
Ἔτσι μέ ἐπιμονή ἀρχίζει νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὅπου κι’ ἄν βρίσκεται. Γιά νά ἔχει καρπό αὐτή ἡ κίνηση, πρέπει νά ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρις. Καί ὁ χῶρος τῆς Χάριτος εἶναι ἡ Ἁγία Ἐκκλησία. Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ἐνεργήσει αὐτό τό μυστήριο τῆς Θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅταν λέμε ἐντός Ἐκκλησίας ἐννοοῦμε ὅλη αὐτή τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟΣΠ ΓΡΗΓ ΠΑΛΑΜΑ





Τό ἄλλο βασικό εἶναι ὅτι ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος θέλει καί κάνει ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν εἶναι ἀπαραίτητο νά συνυπάρχει ἡ Θεία Χάρις. Ἀνθρώπινη προαίρεση καί ἐργασία μαζί μέ τή Θεία Χάρη ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στή θέωση. Τό πρόβλημα ἦταν, ὅπως ἴσως εἶναι καί σήμερα, τό νά ἐμφανίζεται ἡ Ἐκκλησία σάν ἕνας χῶρος ἰδεολογικός καί φιλοσοφικός καί νά παρουσιάζεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή σάν μία ἠθική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή, νά γίνει ὁ ἄνθρωπος καλός ἄνθρωπος, νά μήν κάνει ἁμαρτίες, νά μήν εἶναι κακός καί νά εἶναι ἁπλά πάρα πολύ καλός. Αὐτό πολλές φορές ἀκουγόταν καί τό ἀκοῦμε καί μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Διδάσκονταν τά παιδιά στό κατηχητικό καί στήν Ἐκκλησία ὅτι μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας βρίσκονταν γιά νά γίνουν καλοί ἄνθρωποι, ὅπως τούς θέλει ἡ κοινωνία. Δέν γινόταν ποτέ λόγος γιά τόν ἁγιασμό καί τή θέωσή του. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔβγαλαν ἀπό τό Εὐαγγέλιο τή Θεία Χάρη καί τό ἔκαναν ἕνα ἀνθρώπινο σύστημα καθαρά ἰδεολογικό, σάν νά εἶναι ἡ Θεία Χάρις κάτι τό ἀόριστο πού δέν ὑπάρχει καί ὑπάρχει μόνο ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί ὅποιος τηρεῖ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί τίς ἀρχές του αὐτός μπορεῖ νά γίνει ἕνας καλός χριστιανός, ἕνας «καθώς πρέπει» ἄνθρωπος. Δέν κατανοοῦν τήν ὀρθόδοξο ἀσκητική μεθοδολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν κατανοοῦν γιά ποιό λόγο νηστεύουμε. Θεωροῦν ὅτι ἔτσι ἀποκτοῦμε χαλύβδινο χαρακτήρα ἤ κόβουμε μερικά κακά ἐλαττώματα. Δέν κατανοοῦν γιατί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει μεγάλες ἀκολουθίες, ἀγρυπνίες. Ἀρκοῦνται στό νά γίνει μία συνάντηση, νά πεῖ ὁ καθένας τίς ἰδέες του καί τίς ἀπόψεις του γύρω ἀπό ἕνα θέμα ἀλλά πουθενά λόγος περί ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὑπάρχει ὅλη αὐτή ἡ νοοτροπία πού ἐμφανίζει τήν Ἐκκλησία σάν ἕνα σύστημα ἰδεῶν πού πρέπει νά εἶναι τό καλύτερο γιατί πρέπει νά ἀντιμετωπίσει τίς ἰδεολογίες τοῦ ἀθεϊσμοῦ, τοῦ ὑλισμοῦ κ.ἄ καί νά κάνει πολεμική καί ἀπολογητική ἐναντίον τῶν ἄλλων συστημάτων καί ἰδεολογιῶν. Ἔτσι πέσαμε σέ μία περιπέτεια πνευματική, γιατί δέν γνωρίζαμε τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησίας μας. Εὐτυχῶς ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέμεινε στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων παρά τίς δοκιμασίες καί τά ἐρωτηματικά.
Λέγονταν πολλά τότε περί ἐκσυγχρονισμοῦ καί ἀνανέωσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ δέν ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ὁ κόσμος πρέπει νά γίνει ἐκκλησία καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Ἡ Ἐκκλησία προσλαμβάνει τόν κόσμο καί τόν μεταμορφώνει, τόν κάνει Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἕνα σύστημα κοσμικό πού καλεῖται νά ἐκσυγχρονιστεῖ, γιά νά ἀπαντήσει στό ὅ,τι ἀπασχολεῖ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾶ μέσα στούς αἰῶνες στό καίριο πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, πρόβλημα τό ὁποῖο ἔζησε καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί στήν Ἐκκλησία μέ τή διδασκαλία του μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε στόν σύγχρονο ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ζητᾶ ἀπό τήν Ἐκκλησία κάτι τό οὐσιαστικό.
Ὁ Ἅγιος εἶπε πώς ἄν δέν ὑπάρχει ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται ἀφ’ ἑαυτοῦ του, δέν σώζεται μέ τίς ἰδέες, τά ἰδανικά καί τίς ἀξίες καί τά ἠθικά πρότυπα. Σώζεται ὅταν ἀγωνιστεῖ πνευματικά καί ἔχει γνώση ὅτι αὐτός ὁ ἀγώνας πού κάνει εἶναι ἕνα μέσο, μία μέθοδος ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στό νά ἔρθει σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ Χάρις δέν εἶναι κάτι τό ἄπιαστο καί ἀόριστο ἀλλά εἶναι συγκεκριμένη ἐνέργεια. Ὅπως π.χ ἕνα φωτιστικό ἄν καί ἔχει ὅλα ὅσα χρειάζεται γιά νά λειτουργήσει, λάμπες, σύρματα, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος δέν παράγει φῶς. Τά μέν ὑλικά στοιχεῖα εἶναι ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος: οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, οἱ γονυκλισίες καί γενικά ὅλα ὅσα περιλαμβάνει ἡ ἀσκητική πολιτεία, ἀλλά ἡ ἐνέργεια πού παράγει φῶς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶναι συγκεκριμένη μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἴμαστε πολύ εὐτυχεῖς γιατί παρέμεινε ἡ ἐμπειρία τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν εἴχαμε αὐτή τή γνώση καί ἐμπειρία, τί θά λέγαμε σήμερα στούς νέους, νά γίνονται ἠθικοί ἄνθρωποι καί καλά παιδιά; Σήμερα ὑπάρχει πλῆθος δυνατῶν ἐμπειριῶν πού ἀλλοιώνουν ὅλο τό εἶναι τους.

Π. ΚΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟΣΠ ΟΜΙΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ





Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μαζί μέ ὅλους τούς σύγχρονούς του ὀρθοδόξους Πατέρες ἀγωνίστηκε ἐναντίον αὐτῆς τῆς αἵρεσης. Εἶπε ὅτι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μετοχή στίς ἄκτιστφες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κατ’ ἀλήθεια θεώνεται καί ἁγιάζεται. Αὐτό δέν εἶναι ἕνα ἠθικό γεγονός πού ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ἰδέες καί τή φιλοσοφία, ἀλλά ἕνα ὀντολογικό γεγονός πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο.

Τί είναι η θέωση; Π. ΚΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ





ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΙΔΗ ΤΟΝ ΚΗΡΥΤΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Όσον για την θέωση στην Ορθόδοξη Γραμματεία έχουν γραφή πολλά και από κάποιους δίνεται η εντύπωση ότι η θέωση είναι μία ένεση Θεότητος(!), που γίνεται στον άνθρωπο μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας.

Νομίζουν μερικοί ότι υπάρχουν τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ώστε να πηγαίνουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να δέχονται ενέσεις Θεότητος, όταν παίρνουν μέρος σ’ αυτά.

Επειδή δηλαδή λέγει π.χ. ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στις Ευχές προ της Θείας Μεταλήψεως για το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ότι «θεοί με και τρέφει», νομίζουν μερικοί ευσεβείς ότι μεταλαμβάνοντας των Αχράντων Μυστηρίων δέχονται ένεση Θεότητος και ότι έτσι, παίρνουν τρόπον τινά το εισιτήριο για τον Παράδεισο, έχουν δηλαδή τον Παράδεισο στην τσέπη(!)

Αυτά όμως τα λέγει ο άγιος Συμεών για τον εαυτό του· εννοεί δηλαδή ότι, εκείνος, μετά την Θεία Μετάληψη συχνά έφθανε να έχει μέθεξη στην άκτιστη Χάρη του Θεού, δηλαδή είχε εμπειρίες θεώσεως, τις οποίες του χάριζε ο Θεός. Εμείς όμως έχομε μέθεξη Θεού μετά από κάθε Θεία Μετάληψη;

Μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι είχαμε μετοχή στην Θεότητα, δηλαδή στην άκτιστη θεωτική Χάρη του Θεού, απλώς επειδή κοινωνήσαμε των Αχράντων Μυστηρίων, χωρίς γνωστώς να έχωμε αίσθηση της θεωτικής Χάριτος του Θεού;

Δυστυχώς σ’ αυτά τα χάλια καταντήσαμε με αυτά, που γράφουν οι ευσεβείς στην Ελλάδα σήμερα περί θεώσεως.

Αλλά στην Πατερική παράδοση θέωσις δεν είναι ο εμβολιασμός Θεότητος, αλλά η θεοπτία, ο δοξασμός. Δηλαδή, ο άνθρωπος, αφού φθάσει στην φώτιση, κατά την οποία έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα του, τότε έχει τις προϋποθέσεις να οδηγηθεί στην θεοπτία. Όταν ο Θεός θελήσει, τον οδηγεί στην θεοπτία, δηλαδή στην θέωση και τότε βλέπει τον Χριστό εν δόξη.

Αυτή η όραση του Χριστού εν δόξη είναι η θέωσις και μόνον αυτή. Υπάρχει και στους Λατίνους συγγραφείς τους Ορθοδόξους ο αντίστοιχος όρος glorificatio, που σημαίνει δοξασμός. Γι’ αυτό ο όρος θέωσις δεν συναντάται στην Ορθόδοξη Λατινική παράδοση.

Έτσι βλέπομε τον Απόστολο Παύλο στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του να λέγει: «Είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12, 26). Δηλαδή, όταν δοξάζεται ένα μέλος της ενορίας, τότε όλα τα μέλη της ενορίας συγχαίρουν μαζί του, φυσικά λόγω του δεσμού της αγάπης. Αυτός δε που δοξάζεται, γίνεται αυτόματα προφήτης.

Αυτός ο δοξασμός, που αναφέρει ο Απόστολος, είναι η θέωσις στην Πατερική παράδοση, που κάνει έναν Χριστιανό να γίνεται θεολόγος. Υπάρχει και ο όρος δοξασμός στους Πατέρες, αλλά επεκράτησε ο όρος θέωσις, που είναι μία θεολογική περιγραφή του δοξασμού. Επειδή ο άνθρωπος, για να δη τον Θεό, πρέπει να γίνει κατά Χάριν θεός, πρέπει να έχει μέθεξη Θεού.

Ο άνθρωπος από μόνος του δεν μπορεί να δη τον Θεό, όσο και αν προσπαθήσει. Μόνον, όταν ο Θεός δοξάζει τον άνθρωπο, ο άνθρωπος γενόμενος κατά Χάριν θεός μέσω του Θεού βλέπει τον Θεό. Ο άνθρωπος μόνον όταν είναι μέσα στο άκτιστο Φως, όταν καταυγάζεται από το άκτιστο Φως, γινόμενος Φως κατά χάριν, βλέπει το Φως. Ο άνθρωπος δοξάζεται, σημαίνει ότι όλο το σώμα του, όλο το είναι του είναι μέσα στο άκτιστο Φως. Και, εφ’ όσον βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως, μέσα στο οποίο υπάρχει.
Διαβάστε εδώ:  Γέροντας Εφραίμ: «Το Άγιον Όρος είναι φως στην οικουμένη» (ΦΩΤΟ)

Ταυτόχρονα όμως βλέπει και όλο το φυσικό περιβάλλον γύρω του να καταυγάζεται και να διαποτίζεται και αυτό από το Φως. Το Φως αυτό λούζει, φωτίζει, διαπερνά τα πάντα.

Εκείνος που βλέπει, βλέπει το Φως της Θεότητος να διαπερνά όλη την κτίση. Αυτό εκφράζει η φράση «ο Θεός είναι πανταχού παρών», καθώς και ο στίχος του αγγελικού ύμνου «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου». Αυτή η πλήρωση του ουρανού και της γης από την δόξα, δηλαδή το Φως του Θεού, λέγεται κράσις.

Η βασιλεία του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η δόξα, το Φως του Θεού και είναι άκτιστος και πανταχού παρούσα. Ο άνθρωπος όμως δεν μετέχει σ’ αυτήν, αν και βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν. Μετέχει σ’ αυτήν μόνο κατά την εμπειρία του φωτισμού ή της θεώσεως, οπότε αυτή η δόξα ή βασιλεία αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, όταν πληροί τις προϋποθέσεις της καθαράς καρδίας.

Κατά τον φωτισμό, το Φως της δόξης του Θεού είναι εσωτερικό, ενώ κατά την θέωση μετέχουν και οι σωματικοί οφθαλμοί στη θέα του. Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η αποκάλυψις της δόξης του Θεού στον άνθρωπο.

Οπότε στην εμπειρία της θεώσεως βλέπει κανείς εκείνο, που ήδη υπάρχει γύρω και μέσα σ’ αυτόν και το οποίο απλώς του αποκαλύπτεται για να το γνωρίσει. Έτσι γνωρίζει πλέον εκείνο το οποίο πίστευε, διότι το είδε. Γνωρίζει πλέον ότι υπάρχει αυτή η κράσις μεταξύ της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων.

(Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ Ρωμανίδου(+),
Πατερική Θεολογία,
εκδ. Παρακαταθήκη, σ. 135-138)


Χαρακτηριστικά τής κατάστασης τής Θεώσεως Όταν η εμπειρία καταργεί τη γνώση τού Θεού Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη



Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
 Κατά την διάρκεια της εμπειρίας της θεώσεως-θεωρίας γίνονται διάφορες αλλαγές στην ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου. Δηλαδή, ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος, δεν περιπίπτει σε μια εξωπραγματική κατάσταση, άλλα ο ίδιος μεταμορφώνεται και βιώνει την κατάσταση του Αδάμ προ της πτώσεως και την κατάσταση των Αγίων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

«Εκείνος που είναι Θεούμενος υπερβαίνει τα νοήματα και τα ρήματα και βλέπει την άκτιστη πραγματικότητα που δεν έχει καμία ομοιότητα με αυτά».

«Αν κανείς, όταν βλέπει ένα κτίσμα, νομίζει ότι βλέπει τον Θεό, τότε σημαίνει ότι δεν θα φθάσει ποτέ στην θέωση, διότι έχει φθάσει να βλέπει κτίσματα, τα οποία είναι από δαιμονικές ενέργειες και νομίζει ότι βλέπει τον Θεό. Μόνον όταν βλέπει το άκτιστο, έχει φθάσει στην θέωση».

Κατά την διάρκεια της θεωρίας καταργείται η Αγία Γραφή, τα δόγματα και αυτή η ίδια η νοερά προσευχή.

«Όλα καταργούνται στην θέωση. Βέβαια, όταν κανείς επανέρχεται από την θέωση, όταν σταματάει να έχει θεοπτία, και πάλι συνεχίζει με τα δόγματα, την προσευχή του, το Πνεύμα πάλι προσεύχεται, όπως πριν μέσα του. Σε αυτή την ζωή η κατάσταση της Θεώσεως δεν είναι μόνιμη».

Ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους αναφέρει «τας οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου», ήτοι την αρπαγή του στον Παράδεισο, όπου άκουσε άρρητα ρήματα (Β΄ Κορινθίους ιβ', 1-6).

Επίσης, γράφει ότι κατά την θεοπτία καταργούνται οι προφητείες, η γνώση, σταματά η προσευχή. «Είτε δε προφητείαι, καταργηθήσονται είτε γλώσσαι, παύσονται είτε γνώσις, καταργηθήσεται· εκ μέρους γαρ γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν· όταν δε έλθει το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α Κορινθίους ιγ', 8-10).

«Κατά την πατερική θεολογία, καταργείται στην θέωση η ευχή. Δεν υπάρχει πλέον η ευχή, καθ' όσον διαρκεί η θέωση. Όταν σταματάει η θέωση, επανέρχεται πάλι η ευχή.

Αλλά και η γνώση καταργείται. Καταργείται πλέον η θεολογία. Διότι, όταν λέει εδώ γνώση, δεν εννοεί κάθε γνώση, εννοεί μόνον την περί Θεού γνώση, όχι κάθε γνώση. Η περί Θεού γνώση καταργείται, διότι βλέπει πλέον κανείς τον Χριστό "πρόσωπον προς πρόσωπον", διότι βλέπει τον ίδιο τον Θεό. Αλλά, δεν καταργείται η γνώση των κτισμάτων, που έχει κανείς, διότι δεν χάνει τις αισθήσεις του. Και ο Απόστολος Παύλος τυφλώθηκε από το Φως, αλλά και μιλούσε και άκουγε στην κατάσταση αυτή και επί τρεις ημέρες ούτε έφαγε ούτε ήπιε, διότι καταργήθηκε αυτό το μέρος των φυσικών λειτουργιών κλπ. Όταν όμως επανέρχεται και ξαναρχίζει η ευχή και η προφητεία, συνεχίζει και οικοδομεί. Κάνει και κηρύγματα κανείς και διδάσκει κλπ.».

«Εάν φθάσει κανείς και στην θέωση κάποτε-κάποτε, μια-δυο φορές ξέρω γω, στην θέωση, στην εμπειρία της θέωσης η ευχή της καρδιάς, καταργείται. Άρα καταργείται και η γνώση, δηλαδή καταργείται η λογική γνώση τής πίστεως· καταργείται και η γνώση του φωτισμού· καταργείται διότι βλέπει μέσω του Θεού τον Θεό· δια του ακτίστου Φωτός βλέπει το άκτιστο Φως· μέσω του Θεού βλέπει τον Θεό.

Ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να δει τον Θεό, διότι ο Θεός μόνον δια αποκαλύψεως μπορεί να οραθεί, αλλά βλέπει με μια όραση που υπερβαίνει την όραση, ακούει με ακοή που υπερβαίνει την ακοή, οσφραίνεται με όσφρηση που υπερβαίνει την όσφρηση κ ο κ. Διότι δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση, δεν ανήκει στις φυσικές γνώσεις του ανθρώπου ούτε όμως στην υπερφυσική αποκάλυψη, με την δυτική έννοια της υπερφυσικής αποκάλυψης, διότι δεν υπάρχει κατανόηση».

«Στην εμπειρία της Θεώσεως δεν υπάρχει νοερά ευχή. Η νοερά ευχή σταματάει. Και όταν σταματά η εμπειρία της Θεώσεως, η θεοπτία δηλαδή, ξαναρχίζει η νοερά προσευχή. Και όταν κανείς βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού, προφητεύει και θεολογεί, δηλαδή, με την θεολογία και με την Αγία Γραφή κλπ. Όταν όμως φθάνει στην θέωση, δεν γνωρίζει πλέον τον Θεό εν προφητείαις και εν γνώσει και εν προσευχαίς, δηλαδή, αλλά Τον γνωρίζει κατ’ ευθείαν».

Ενώ κατά την διάρκεια της Θεώσεως σταματά η νοερά προσευχή, διότι ο νους βλέπει την δόξα του Θεού, δεν καταργείται η λογική προσευχή. Μπορεί ο θεόπτης να βρίσκεται στην θεία Λειτουργία και συγχρόνως να βλέπει την άκτιστη πραγματικότητα. Δηλαδή, κατά την θεοπτία δεν υφίσταται την νεοπλατωνική έκσταση.

«Στην θέωση η ευχή καταργείται και όταν κανείς μιλάει με "συνάδελφο" στην κατάσταση της Θεώσεως χρησιμοποιεί ονόματα. Μπορεί και ο ίδιος ο ευρισκόμενος στην κατάσταση της Θεώσεως να λειτουργεί και να λέει τις προσευχές της Εκκλησίας κανονικά, δηλαδή.

Εκείνο που έχει καταργηθεί μέσα του είναι η προσευχή του Αγίου Πνεύματος με τα λόγια αυτά, επειδή βλέπει το άκτιστο, δηλαδή. Όταν βλέπει το άκτιστο, τότε αυτή η ευχή καταργείται μέσα του, αλλά η λογική λατρεία δεν καταργείται. Μπορεί να λειτουργεί ο άνθρωπος».

Π. ΚΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΣ Οι νηπτικοί πατέρες







 Οι νηπτικοί πατέρες μας λέγουν ότι οι προσευχόμενοι ούτως αποκτούν μεγάλα χαρίσματα.
 Η νηστεία, η προσευχή, η εγκράτεια, η αγρυπνία, χαρίζουν την χάριν,την ποικίλην χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει πολλάς μορφάς και πολλάς αισθήσεις. Το Άγιον Πνεύμα δια της προχωρημένης προσευχής και της νηπτικής εργασίας χαρίζει την χάριν των δακρύων, την χάριν της χαράς, την χάριν του προοράν, την χάριν της διδασκαλίας, την χάριν του αποστολικού χαρίσματος, την δύναμιν της μακροθυμίας, της υπομονής, της θείας παρακλήσεως, της μεγάλης ελπίδος, την χάριν του θείου έρωτος, της θεωρίας, της αρπαγής.

Παιδαγωγικές αρχές στα κείμενα των Νηπτικών Πατέρων της Φιλοκαλίας



ΜΑΣ ΚΗΡΥΤΕΣ Π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γεώργιος Κουννούσιης, Δρ. Θεολογίας, Κοινωνιολόγος

Οι Φιλοκαλικοί Πατέρες ασχολούνταν λιγότερο με θέματα πίστεως και περισσότερο με θέματα πνευματικής ‘’θεωρίας’’, ασκητικά, ησυχαστικά και νηπτικά. Ενώ, όμως, απευθύνονται τα θέματα αυτά κυρίως στους μοναχούς, αφορούν και τον κάθε πιστό Χριστιανό που θέλει να μορφώσει μέσα του τον Χριστό και να φτάσει στην τελειότητα «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» [1]. Η Φιλοκαλία, ως συλλογή πατερικών κειμένων σε ένα τόμο μεγάλου σχήματος, είδε το φως της δημοσιότητας στη Βενετία το 1782 μ.Χ., μετά τις προσπάθειες του αγίου Μακαρίου Νοταρά και τη φιλολογική επιμέλεια του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτη. Ακολούθως, η Φιλοκαλία δέχθηκε πάρα πολλές εκδόσεις σε πολλές χώρες του κόσμου. Είναι ιδιαίτερη η απήχηση που είχε στους υπόδουλους ορθόδοξους λαούς που στέναζαν κάτω από την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και στη τσαρική Ρωσία [2]. Στα νεότερα χρόνια η Φιλοκαλία αποδόθηκε στα νέα Ελληνικά και κυκλοφόρησε σε πέντε εύχρηστους τόμους, ώστε περισσότεροι πιστοί να εντρυφούν χωρίς γλωσσικές δυσκολίες στα νοήματα των κειμένων των νηπτικών Πατέρων [3].

«Στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών συνοψίζεται η ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας. Εραστές του θείου κάλλους, οι ιεροί νηπτικοί εισάγουν τον Χριστιανό στη μυστική οδό της θεογνωσίας. Η άσκηση, η ησυχία, η νήψη και η νοερά προσευχή βοηθούν στην κάθαρση της καρδιάς από τα άλογα πάθη και έλκουν τη Χάρη του Θεού» [4]. Παρ’ όλα αυτά, οι νηπτικοί Πατέρες της Φιλοκαλίας που ασχολούνταν με τα πνευματικά θέματα της Εκκλησίας και κυρίως με την νηπτική προσευχή, δεν ήταν δυνατό να μην ασχοληθούν και με το βασικό θέμα της παιδαγωγίας του ανθρώπου. Για το λόγο αυτό και στα κείμενά τους βρίσκονται διάσπαρτες παιδαγωγικές αρχές, οι οποίες σκοπό έχουν, τόσο την ηθική ανάπτυξη, όσο και την ανέλιξη του ανθρώπου στις πνευματικές αναβάσεις της θέας του ακτίστου φωτός.

Στο όλο έργο της αγωγής, σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, βασικό ρόλο διαδραματίζει η ανθρώπινη ελευθερία, η οποία είναι συνυφασμένη με τη θέληση της ορέξεως. Αυτή η θέληση του ανθρώπου αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της φύσεώς του, δηλαδή είναι στον πυρήνα της ύπαρξής του μέσω ακριβώς της τρεπτότητας που τον διακρίνει λόγω της κτιστής δημιουργίας του [5]. Οι άνθρωποι επομένως έχουν και φυσικό θέλημα και προσωπικό, επειδή ο άνθρωπος αποτελεί διπλή υπόσταση, έχει δηλαδή φύση και πρόσωπο. Όταν λέμε φύση εννοούμε την ουσία του ανθρώπου, αυτό που έχουμε κοινό όλοι οι άνθρωποι – το είδος ή το DNA – ενώ, όταν αναφερόμαστε στο πρόσωπο εννοούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κάνουν ξεχωριστό και μοναδικό τον κάθε ένα σε ολόκληρη την ανθρωπότητα [6]. Το προσωπικό θέλημα, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ονομάζεται γνωμικό και σχετίζεται με την προαίρεση ή την ελευθερία της επιλογής [7]. Αυτή η όρεξη του ανθρώπου να θέλει και επομένως να προοδεύει στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν θα μπορούσε να μην ταυτιστεί με την αγωγή. Η μη ταύτιση και ένταξη στα πλαίσια της αγωγής της θελήσεως και της επιθυμίας του ανθρώπου, δυστυχώς, οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα την ανθρώπινη κοινωνία. Πλείστα είναι τα ιστορικά γεγονότα που μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Επομένως, η θέληση του ανθρώπου πορεύεται παράλληλα με το φαινόμενο της αγωγής για την επίτευξη της προόδου.

H λύπη στην ευρύτερη σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας

lipiΗ φύση της λύπης
H λύπη, κατά τους αγίους Πατέρες, είναι δύναμη της ψυχής, η οποία ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου. O άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά ότι τη λύπη την έβαλε ο Θεός στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε, χρησιμοποιώντας την κανείς σωστά, να λάβει μεγάλο κέρδος.
Σε ένα άλλο επίσης σημείο ο ίδιος Πατέρας συμπληρώνει, λέγοντας ότι ο άνθρωπος χρειάζεται να επιδείξει πολλή ανδρεία, ώστε να αντιμετωπί­σει αυτή τη δύναμη της ψυχής με γενναιότητα και να καρπωθεί το χρήσιμο στοιχείο που αυτό ενέχει, απορρίπτοντας ό,τι περιττό. Ως χρήσιμο θεωρεί το να λυπάται κανείς όταν ο ίδιος ή κάποιος άλλος άνθρωπος έχει πέσει σε αμαρτίες· ενώ ως άχρηστο θεωρεί το να διακατέχεται η ψυχή από το πάθος της λύπης, εξαιτίας διαφόρων αντίξοων καταστάσεων και πειρασμών της παρούσας ζωής.
Στο ίδιο ακριβώς επίπεδο σκέψεως κινούνται όλοι οι νηπτικοί Πατέρες επισημαίνοντας ότι δεν επιτρέπεται να λυπάται κανείς για τα πράγματα αυτού του κόσμου, αλλά μόνο για εκείνα που γίνο­νται αντίθετα προς το θέλημα του Θεού.

Τα είδη της λύπης
Η φυσική όμως αυτή δύναμη της ψυχής, μετά την πτώση του Προπάτορα, διαστράφηκε. Η λύπη από δύναμη της ψυχής έγινε «τυραννίς», πάθος δριμύ που συνακολούθησε τον εκπεσόντα σε όλες τις φάσεις της μετέπειτα ζωής αυτού του ίδιου, αλλά και των απογόνων του.
Η λύπη, ως δύναμη της ψυχής, δεν είναι, ασφαλώς, διαφορετικής φύσεως από την εκφυλισμένη μορφή της, δηλαδή από τη λύπη-πάθος, όπως αυτή βιώνεται από τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Αλλά τα δύο αυτά είδη διαφέρουν, κατά τους Πατέρες, ως προς το στόχο, στον οποίο επικεντρώνονται και ως προς το σκοπό, τον οποίο εξυπηρετούν.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διακρίνει τη λύπη σε δύο είδη:
α) Αυτή που αφορά στις αισθήσεις, της οποίας αιτία είναι η στέρηση των ηδονών και,
β) Αυτή που έχει επιπτώσεις στο νου, της οποίας γεννήτορας και τροφός είναι η στέρηση των πνευματικών αγαθών.
Ο άγιος Πατέρας σημειώνει με ιδιαίτερη έμ­φαση, λέγοντας ότι τα θλιβερά συμβάντα της ζωής του ανθρώπου είναι ανάλογα των λογισμών και την εν γένει πολιτεία του. Και, αν αυτά αξιοποιηθούν σύμφωνα με τις Ευαγγελικές εντολές, με μετάνοια δηλαδή και προσευχή, αυτά λειτουργούν θεραπευτικά και ελευθερώνουν από τα πάθη την ψυχή του. Αν πάλι δεν δεχθεί ο άνθρωπος τις διάφορες θλίψεις ως φάρμακα πνευματικά και αδιαφορήσει -πολύ περισσότερο, αν θεωρήσει ως αίτιους των κακών τους συνανθρώπους του ή και τον ίδιο τον Θεό και παραμείνει ανεπηρέαστος και αθεράπευτος από το καυστικό και ιαματικό φάρμακο των θλίψεων- τότε δίκαια χάνει τη Χάρη του Θεού και παραδίδεται στη σύγχυση των παθών και ενδίδει στη δαιμονική επιρροή. Γι' αυτό οι Πατέρες μας συστήνουν την υπομονή και την προσευχή, ως τον επιτυχέστερο τρόπο και ως τη μόνη θεάρεστη οδό για την αντιμετώπιση των εκάστοτε πειρασμών και των θλίψεων.
Ο αββάς Κασσιανός, καταγράφοντας τα ιδιαί­τερα χαρακτηριστικά της κάθε μορφής λύπης, λέει ότι η λύπη-πάθος είναι οξεία, ανυπόμονη, δύσκολη στην αντιμετώπιση, γεμάτη μνησικακία, πικρία, και συχνά, απελπισία. Αυτή παραλύει τη δύναμη του ανθρώπου για ζωή και δράση και του κρύβει την ελπίδα. Κι αυτό γιατί αυτή του εμπνέει την εγωκεντρική αντί­δραση και εν πολλοίς τον παραλογισμό. Αντίθετα, «η κατά Θεόν» λύπη, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο απόστολος Παύλος, «φέρνει τον άνθρωπο σε μετά­νοια και του εξασφαλίζει την αιώνια σωτηρία» (Β' Κορ. 7, 10).
Η σωτήρια αυτή λύπη είναι επιπλέον υπάκουη, ευγενική, ταπεινή, πραεία και υπομονετική. Κι αυτό, γιατί η κατά Θεόν λύπη πηγάζει από την αγάπη του Θεού και είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Η «κατά Θεόν» λύπη, είναι ευλογημένη επι­δίωξη κάθε πιστού και εργαλείο πρόσφορο για την άσκηση και την πνευματική προκοπή του. Παρόλα αυτά, αυτή η μορφή της λύπης πρέπει να λειτουρ­γεί ως πένθος, όχι για συγκεκριμένα αμαρτήματα, αλλά ως αίσθηση της διακοπής της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, πράγμα που τον καθιστά «κατάχρεων» ενώπιον Του.
Οι Πατέρες μάλιστα θεωρούν ότι, εκτός από την «κατά Θεόν», ευλογημένη λύπη και την άλλη, τη διεστραμμένη και εμπαθή μορφή της, υπάρχει και ένα τρίτο είδος λύπης, την οποία χαρακτηρίζουν ως αναιτιολόγητη ή καλύτερα ως ανοημάτιστη σπατάλη δυνάμεων της ψυχής. Αυτό το είδος της λύπης το ανάγουν στο επίπεδο της ζηλόφθονης δαιμονικής παρέμβασης στο έργο της οικονομίας του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Η αναιτιολόγητη λύπη συχνά υποθάλπει, κατά τη γνώμη των Πατέρων, δαιμονική παρέμβαση ή ακόμα και κυριαρχία. Ο δαίμονας δηλαδή έχει -όχι βέβαια πάντα, αλλά τουλάχιστον περιπτωσιακά και εν μέρει- την ευθύνη της ύπαρξης και της λειτουργίας του πάθους της λύπης. Θεωρούν μάλιστα την ύπαρξη της λύπης, σε όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της, ως απόδειξη της άμεσης ή έμμεσης δαιμονικής ενέργειας.
Το πάθος της λύπης, εν τέλει, είναι από τα βα­σικότερα όπλα του δαίμονα εναντίον του ανθρώπου και συχνά η ύπαρξή της είναι ενδεικτικό στοιχείο της δικής του ενέργειας, η οποία συντελεί τόσο στη γέννηση, όσο και στην ανάπτυξη και τη μόνιμη εγκα­τάστασή της στην ψυχή.
Δεν είναι όμως απολύτως υπεύθυνος ο πονη­ρός για τις επιπτώσεις που θα έχουν στον άνθρωπο τα βέλη που εξαπολύει εναντίον του. Αλλά, συχνά, συμβαίνει να προϋπάρχει, της δαιμονικής επέμβασης στην ψυχή, η λύπη. Αυτό λοιπόν που κάνει τότε ο δαίμονας είναι να εκμεταλλεύεται την υπάρχουσα ανειρήνευτη κατάσταση της ψυχής, και μάλιστα με τέτοιο δόλιο τρόπο, ώστε η επέμβασή του να είναι δύσκολα αντιληπτή και έτσι να συντελεί στην ανά­πτυξη του πάθους και την εγκατάστασή του, κυρι­αρχικά πλέον, στην ψυχή του ανθρώπου.
Η λύπη, σε γενικές γραμμές, είναι απεγνω­σμένη προσπάθεια έκφρασης του αισθήματος της αποτυχίας, της μειωμένης αυτοεκτίμησης και της αδυναμίας του ανθρώπου για αυτοπραγμάτωση.
Η Πατερική σκέψη και σοφία επιμένει στο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πηγή της λύπης κάποιο εξωτερικό συμβάν. Η απώλεια πολύτιμων αγαθών ή η ανεκπλήρωτη επιθυμία δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη γέννηση και κυρίως την εμμονή της στην ψυχή του ανθρώπου και μάλιστα του πιστού.
Όλα αυτά ασφαλώς είναι οι αφορμές, οι οποίες, πράγματι, επιδρούν ποικιλότροπα και επηρεάζουν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον άνθρωπο και τη ζωή του. Μπορούν όμως, οπωσδήποτε, να αναχαιτι­σθούν επιτυχώς από αυτόν και να παραμείνουν μόνο μέχρι το στάδιο της προσβολής του λογισμού.
Αλλά ο άνθρωπος, μη όντας σε κατάσταση νήψης και προσευχής, δεν αντιδρά πάντα έγκαιρα και κατάλληλα. Έτσι παραδίδεται αμαχητί στο δαί­μονα της λύπης, ο οποίος, στη συνέχεια, φροντίζει να αποκρύψει ύπουλα, από τα πνευματικά αισθητήρια του θύματος του, την αλήθεια. Παρουσιάζει λοιπόν έντεχνα, ως απολύτως δικαιολογημένη την κατάσταση της αθυμίας και της λύπης του, υποβάλλοντάς του το λογισμό ότι δήθεν αιτία όλων των κακών που του συμβαίνουν είναι ένα συγκεκριμμένο συμβάν ή κάποιες ατυχείς συγκυρίες.
Επιπλέον ο πονηρός, όταν επιτύχει και κα­ταλάβει το λογισμό του ανθρώπου, τότε εμφανίζει ως υπεύθυνο για όλα, όχι ασφαλώς τον ίδιο τον άνθρωπο και την αδυναμία του, αλλά τις αντίξοες περιστάσεις της ζωής, τις άστοχες και κακόβουλες ενέργειες των συνανθρώπων του, τις στερήσεις και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του ή ακόμα και τον Ίδιο τον Θεό, τον Οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως άδικο και ανελεήμονα.
Συνεπώς, για την αναιτιολόγητη λύπη δεν ευθύνεται αποκλειστικά ο διάβολος. Δεν τη γεννά δηλαδή ο Πονηρός «εκ του μη όντος». Αλλά το στοιχείο αυτό του πάθους ενυπάρχει ως δύναμη στη φύση του ανθρώπου και το εκμεταλλεύεται ο πονηρός, προκειμένου να οδηγήσει τον άνθρωπο, που έχει πέσει στα δίχτυα της λύπης, στην απόγνωση και την καταστροφή.
Ως αίτια της εμπαθούς λύπης οι Πατέρες κα­ταγράφουν ενδεικτικά:
α) Τη ματαίωση επιθυμίας ηδονής ή την απώ­λεια κάποιου αγαθού.
β) Την κενοδοξία
γ) Το θυμό, την οργή και τη μνησικακία

α) Η ματαίωση επιθυμίας ηδονής ή η απώλεια κάποιου αγαθού
Οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες του μεταπτωτικού ανθρώπου είναι συνήθως αντίστοιχες της εμπάθειας που τον διακατέχει. Γι' αυτό συχνά προσπαθεί κα­νείς να στηριχθεί σε επίγεια και φθαρτά πράγματα, οικοδομώντας τα όνειρα και τις ελπίδες του «στην άμμο». Έτσι, όταν έρχεται η θύελλα των πειρασμών, οι καταιγίδες της «κατά κόσμον» αποτυχίας του, η στέρηση της τρυφής και της ανάπαυσης, ταράζεται και θλίβεται, ανάλογα με τον βαθμό που είναι κανείς στηριγμένος σ' αυτά.
Συνιστούν λοιπόν οι άγιοι Πατέρες μας να μη στηρίζεται ο άνθρωπος σε τίποτα φθαρτό και εφή­μερο, ούτε να ψάχνει τη χαρά και την ειρήνη της ψυχής του στις ηδονές και τις επιθυμίες της από­λαυσης του κόσμου τούτου. Γιατί οι επιθυμίες της σαρκός μόνο φθορά μπορούν να προσπορίσουν στον άνθρωπο, αφού κατά το Ευαγγελικό είναι απατηλές και μάταιες.

β) Η κενοδοξία
Η αναζήτηση αναγνώρισης, τιμής και δόξας και η αποτυχία της προσπάθειας για την απόκτησή τους είναι, κατά τους Πατέρες, τα βασικότερα αίτια της εμπαθούς λύπης, που συντελούν στο να παραμένει ανοιχτή και ανικανοποίητη η άβυσσος της ανθρώπι­νης ψυχής. Κι αυτό, γιατί αυτά παράγουν άφθονη τροφή στους ανέλπιδους και θλιβερούς λογισμούς του φιλόυλου και κενόδοξου ανθρώπου.
Η επίδειξη των χαρισμάτων, «η αλαζονεία του βίου», η επίδειξη των αγαθών ή και των αρετών, καθώς και οι ποικίλες άλλες εμπαθείς επινοήσεις του ανθρώπου για την ανάδειξή του, είναι μερικοί από τους πλέον συνήθεις τρόπους του εγώ, ώστε να επιπλεύσει και να επιδειχθεί. Γιατί όλα αυτά προ­σπορίζουν στον άνθρωπο τον αντίστοιχο θαυμασμό και την αναγνώριση του εκ μέρους του στενού και του ευρύτερου περιβάλλοντός του.
Οι βαθιές και θεμελειώδεις αναζητήσεις και τα υπαρξιακά ερωτηματικά ξεπροβάλλουν τότε εντονό­τερα και η στιγμή της αποτυχίας είναι για τον κενόδοξο άνθρωπο βαριά και καταλυτική. Γιατί ο μη αναγεννημένος άνθρωπος δεν είναι σε θέση, -έχοντας ως βάση τη λογική «του αιώνος τούτου»- να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα της αδοξίας που ενέχει ο σταυρός της αποτυχίας, τον οποίο καλείται στο εξής να σηκώσει. Η αυτοεκτίμησή του εξαντλείται, το αυτοείδωλό του πέφτει και αν δεν βρεθεί στο δρόμο του άνθρωπος «Κυρηναίος», βοηθός διακρι­τικός και φιλάδελφος, για να τον συνδράμει και να τον καθοδηγήσει στην «οδό του Μαρτυρίου» του, τότε αποδομείται ή και, πολλές φορές, συντρίβεται ανεπανόρθωτα.
Επιπλέον, η κενοδοξία είναι περιεκτική κακία, ρίζα και μητέρα πολλών άλλων παθών, όπως για παράδειγμα της φιλαρχίας και της φιλαργυρίας. Ο άγιος Κασσιανός παρομοιάζει πολύ εύστοχα την κενοδοξία με το κρεμμύδι. «Όταν βγάζουμε», λέει, «από το κρεμμύδι μια φλούδα, βρίσκουμε αμέσως από κάτω μια άλλη. Και όσο βγάζουμε φλούδες, τόσο βρίσκουμε άλλες από κάτω».
Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος, ο οποίος βρί­σκεται υπό το κράτος της λύπης, εμφανίζεται να έχει πληγωμένο ή μειονεκτικό «εγώ» και υπερβολική φιλαυτία.
Η λύπη, λοιπόν, είναι το αναπόφευκτο αποτέ­λεσμα του πάθους της κενοδοξίας και των ποικίλων εκφάνσεών της και προδίδει ανειρήνευτη εσωτερική κατάσταση και ανέλπιδο βίο.

γ) Ο θυμός, η οργή και η μνησικακία
Η υποδούλωση του ανθρώπου στα πάθη γε­νικά, αλλά και ειδικότερα στα πάθη του θυμού, της οργής και της μνησικακίας, είναι πηγή λύπης. Επιπλέον, αυτά είναι ενδεικτικά της ματαίωσης κάποιας επιθυμίας ηδονής ή της απώλειας υλικών αγαθών ή ακόμη και μείωσης της εκτίμησης και αμαύρωση της ιδέας που ο ίδιος ο άνθρωπος τρέ­φει για τον εαυτό του.
Στις περιπτώσεις αυτές, η οργή καταλαμ­βάνει τον άνθρωπο και γεμίζει την ψυχή του λύπη και αθυμία, εξαιτίας της αδυναμίας του να απο­λαύσει το αντικείμενο της επιθυμίας του. Κι αυτό γιατί, καθώς λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, βαθιά μέσα στην επιθυμία της ηδονιστικής από­λαυσης κρύβεται ο πόνος και η οδύνη.
Λυπάται επίσης ο άνθρωπος και θρηνεί, όταν αντιληφθεί ότι κάποιος τον προσέβαλε και σπίλωσε την τιμή και την αξιοπρέπειά του. Αυτή τη λύπη οι Πατέρες τη θεωρούν ως σύμπτωμα της νόσου τής υπερηφάνειας, στην οποία το πάθος στηρίζεται, από την οποία ζωοποιείται, τρέφεται και μεγαλώνει τόσο, ώστε να φθάνει να παραμένει ισχυρό, κυρίαρχο, και συχνά, αθεράπευτο.
Η οργή στρέφεται, συχνά, ευθέως κατά του ανθρώπου που, δια της προσβολής, επέφερε το κτύ­πημα και είναι ενδεχόμενο να εκφρασθεί ακόμα και με βίαιες εξωτερικές εκδηλώσεις. Ο άλλος τότε γίνε­ται αποδέκτης σκληρών λόγων ή ακόμη και χειροδικίας, εφόσον, στη συνείδηση του οργισμένου, αυτός έχει χάσει πλέον τη θέση του αδελφού.
Αυτή ακριβώς είναι και η ερμηνεία που δίνει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο οποίος στην Κα­θολική Επιστολή του αναφέρεται σ' αυτό το θέμα, λέγοντας ότι όλοι οι πόλεμοι και οι αντιδικίες με­ταξύ των ανθρώπων προέρχονται από τη στέρηση της επιθυμίας των ηδονών, οι οποίες ασφαλώς είναι ταυτόχρονα πολέμιοι και φονείς των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο έχει λάβει ο πιστός και που συνοδεύουν τη ζωή του σε όλη την επίγεια πορεία του.
Στην ίδια βάση κινείται και η σκέψη όλων γε­νικά των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρεί μάλιστα, ότι το φιλόυλο και φιλήδονο πνεύμα που κυβερνά τον άνθρωπο, τον εξαγριώνει, του στερεί την αγάπη του αδελφού και τον κάνει σκληρό, δύσθυμο και συχνά, αδελφοκτόνο. Αλλά, καθώς λέει ο Μέγας Βασίλειος, τα άπρεπα ή προσβλητικά, ενδεχομένως, λόγια κά­ποιου συνανθρώπου, δεν είναι ασφαλώς, ο πραγμα­τικός λόγος και η αιτία της οργής του θιγμένου. Η αλήθεια είναι ότι αυτά απευθύνθηκαν σε άνθρωπο που η οργή του τον πρόδωσε και τον αποκάλυψε ως υπερόπτη και λάτρη της ιδεατής εικόνας του.
Η οργή, και κυρίως, η μνησικακία, φωλιάζουν και χρονίζουν στην ψυχή, γιατί οδηγούν τον άνθρωπο στο να μηρυκάζει τα λόγια και τα γεγονότα που τον έχουν προσβάλει και να επανακαθορίζει τη στάση του εναντίον του συνανθρώπου του· και μάλιστα, με περισσότερο μένος και συγχυσμένη διάνοια. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θεωρεί την κατάσταση αυτή ως σκουλήκι που κατατρώει το νου και την ψυχή του ανθρώπου με μάταιη και αδικαιολόγητη λύπη (Κλίμαξ).
Ως απόδειξη του ότι το σκουλήκι της οργής και της μνησικακίας είναι αυτό που κατατρώει το νου και γεμίζει την ψυχή με αφόρητη θλίψη, φέρεται το γεγονός ότι, αυτός που πάσχει εξαιτίας τους, φέρνει στο νου του τον αδελφό του με απέχθεια και τον θεωρεί ως πηγή πειρασμών και λύπης.
Το πάθος της οργής φθείρει το «κατ' εικόνα» του ανθρώπου και του στερεί τη δωρεά των καρπών του Αγίου Πνεύματος, οι οποίοι είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθωσύνη, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια, καταστάσεις που είναι ακριβώς αντίθετες της λύπης και της αθυμίας. Όταν, λοιπόν, λείψουν από τον άνθρωπο αυτές οι αρετές και επικρατήσει στην ψυχή η οργή και η μνησικακία, τότε ο άνθρωπος ερημώνεται, φτωχαίνει και καταλαμβάνεται από το δαιμονικό πνεύμα διχοστασίας, σύγχυσης, φόβου και λύπης. Ενδέχε­ται μάλιστα αυτός να οδηγηθεί μέχρι μίσους του συνανθρώπου του· οπότε, είτε το πάθος της οργής εκδηλωθεί έμπρακτα, είτε παραμείνει φωλιασμένο και ανενέργητο στα ενδότερα της ψυχής, κατατάσσει τον πάσχοντα από αυτό, στο επίπεδο του μισάδελφου και αδελφοκτόνου.
Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες συστήνουν στον άν­θρωπο, που κατατρώγεται από το πάθος της οργής και της μνησικακίας εναντίον του συνανθρώπου του, να αποδιώκει τη λύπη που αισθάνεται από την προσβολή που του έχει γίνει, με προσευχή και με ειλικρινή και αμέριστη φιλανθρωπία. Έτσι, και ο ίδιος θα λυτρωθεί από το σκουλήκι της λύπης και της αθυμίας που τον κατατρώει, αλλά και τον συ­νάνθρωπό του θα ελεήσει. Γιατί, με την ελεήμονα, διαλλακτική, φιλάδελφη και φιλήσυχη στάση του, θα συντελέσει στη μετάνοια και τη σωτηρία του.

Η αντιμετώπιση της εμπαθούς λύπης: Προϋποθέσεις και τρόποι
Καταστάσεις αιτιολογημένης ή αναιτιολόγητης λύπης αντιμετωπίζει συχνά ο μεταπτωτικός και «υπό αναγέννησιν» άνθρωπος. Η πείρα των αγίων Πατέ­ρων μας ανοίγει και εδώ δρόμους, υποδεικνύοντάς μας ορισμένα κομβικά σημεία-στόχους, προς τους οποίους θα πρέπει να επικεντρώσουμε ιδιαίτερα την προσοχή μας και να δώσουμε την πνευματική μάχη κατά του τροφοδότη και δημιουργού της ανέλπιδης και φθοροποιού αυτής κατάστασης.
Ως βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της εμπαθούς λύπης, θεωρείται:
α) Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η εξ αυτής γόνιμη αυτομεμψία
Το Ψαλμικό «Την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» (Ψαλμ. 50, 5), είναι ακριβώς, το ορμητήριο και το επιθυμητό βίωμα, το οποίο μπορεί να αποτελέσει τη βάση εκκινήσεως για τη μεταποίηση της εμπαθούς λύπης σε ειλικρινή μετάνοια και στον εξ αυτής καρπό, το «χαροποιόν πένθος».
Το να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και να ανα­θέτουμε τα πάντα στον Θεό, είναι, κατά τον όσιο Ησύχιο, πηγή ανακούφισης, χαράς και αφανισμού των «αλόγων» λογισμών, οι οποίοι πολεμούν σκληρά τον άνθρωπο.
Ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης, επίσης, λέει ότι η άγνοια του θελήματος του Θεού και η λήθη της αμαρτίας, είναι εκείνα που βαρύνουν το νου και κάνουν την ψυχή του ανθρώπου να σκεπάζεται και να τυραννιέται κάτω από το νέφος της αθυμίας. Αυτός λοιπόν, λέει ο όσιος, που γνώρισε την αλήθεια δεν αντιδρά αρνητικά και δύσθυμα στις εμπαθείς επιθέσεις και τις ποικίλες θλίψεις που τον βρίσκουν. Κι αυτό γιατί γνωρίζει καλά ότι οι πειρασμοί και οι θλίψεις, αν αντιμετωπισθούν «εν Χριστώ», οδη­γούν τον άνθρωπο στο φόβο του Θεού. Συστήνει, επίσης, ο Όσιος σ' αυτόν που έχει επίγνωση της αδυναμίας του, να μην επαναφέρει στο νου του τις συγκεκριμένες αμαρτίες του. Γιατί η μνήμη τους, και μάλιστα χωρίς την απαιτούμενη μετάνοια και τον πόνο, μπορεί να αφαιρέσουν από την ψυχή του την ελπίδα· και πολύ περισσότερο, να τον οδηγήσουν στην επανάληψη του παλαιού μολυσμού.
Θεωρεί, επιπλέον, ο όσιος Πατέρας ότι είναι προϋπόθεση το να γνωρίσει ο πιστός, όχι μόνο δογ­ματικά αλλά και έμπρακτα την αλήθεια, ώστε να εξομολογείται στον Θεό, όχι με το να φέρει στο νου του μια-μια τις συγκεκριμένες αμαρτίες του, αλλά με το να δείχνει υπομονή και καρτερία στις ακούσιες θλίψεις και τους πειρασμούς που τον βρίσκουν.
Αν λοιπόν αντιμετωπίζει κανείς τις θλίψεις, προσδοκώντας τα μέλλοντα αγαθά, έχει ήδη βρει την επίγνωση της Αλήθειας και θα απαλλαγεί γρήγορα από την οργή και τη λύπη. Έτσι, έχοντας συναίσθηση της αδυναμίας του, θα λειτουργεί πλέον τη γόνιμη και ψυχωφελή αυτομεμψία, καθώς και την καθαρτική εξομολόγηση.

β) Νήψη και η προσευχή
Η πνευματική εγρήγορση και η προσευχή είναι το ασφαλές φυλακτήριο των λογισμών του πάθους της αθυμίας και της λύπης. Ο δαίμονας που σχετίζεται με αυτά τα πάθη, λένε οι άγιοι Πατέρες, καιροφυλακτεί για να βρει τον άνθρωπο αφύλακτο, σε πνευματική νωθρότητα και ραθυμία, ώστε να τον παρασύρει δια της φαντασίας και να καταλάβει ανενόχλητος το λογισμό και την καρδιά του. Μας συμβουλεύουν, λοιπόν, να ελέγχουμε τη φαντασία μας, ώστε να σταματήσουμε, ει δυνατόν, την έφοδο του πάθους στο στάδιο της προσβολής. Γιατί, χωρίς το πέρασμα από την κερκόπορτα της φαντασίας, ο διάβολος δεν μπορεί να καταλάβει την ψυχή του ανθρώπου. Η προσευχή βέβαια, πρέπει να είναι διαρκής και κα­θαρή, και μάλιστα τον καιρό της αθυμίας και της λύπης, εντονότερη, πιο επίμονη και απαλλαγμένη από λογισμούς μνησικακίας. Διαφορετικά θα μοιάζει κανείς με άνθρωπο που προσπαθεί να βγάλει νερό από το πηγάδι, κρατώντας τρύπιο κουβά.
Ο σωστός τρόπος και οι προϋποθέσεις για να προσευχηθεί κανείς είναι το να έχει φόβο Θεού, να καταβάλει κόπο, να έχει ειρηνική και νηφάλια σκέψη και να τηρεί τους λογισμούς άγρυπνα, μήπως, δια της φαντασίας, χάσει τον καρπό της προσευχής του.
Να, λοιπόν, λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, ο ουρανός βρίσκεται μέσα σου. Κι αν έχεις καθαρή καρδιά, θα δεις εκεί τους φωτεινούς Αγγέλους.

γ) Η πνευματική μελέτη
Ως πνευματικό λειμώνα και πηγή γνήσιας χαράς χαρακτηρίζουν οι άγιοι Πατέρες τις θείες Γραφές. Τις συγκρίνουν, συχνά, με τα αγαθά του Παραδείσου και μάλιστα τις βρίσκουν ακόμα πιο ευφρόσυνες και καρποφόρες.
Πράγματι η πνευματική μελέτη παρηγορεί την ψυχή και συνεργεί στο έργο και την καρποφορία της προσευχής. Γιατί, μελετώντας κανείς το λόγο του Θεού, ξεφεύγει από την τυραννία της εφήμερης ανάπαυσης και διατηρεί την ελπίδα για τα μέλλοντα και αιώνια.
Ο λόγος του Θεού, είναι ζωντανός, δραστι­κός και πιο κοφτερός από δίκοπο μαχαίρι, λέει ο Απόστολος, και μπαίνει βαθιά μέχρι το μεδούλι του ανθρώπου (Πρβλ. Εβρ. 4, 12). Έτσι, λειτουργεί θεραπευτικά για την ψυχή. Κι αυτό, γιατί ο λόγος του Θεού έχει αναγεν­νητική δύναμη και Χάρη. Γι' αυτό μπορεί να επανα­φέρει τον σκοτισμένο λογισμό και να τον απαλλάξει από τα βέλη των δαιμονικών προσβολών και της άκαιρης φαντασίας. Τότε, επανέρχεται η δύναμη της ψυχής και η θέληση γίνεται αποφασιστικότερη στην αντίστασή της κατά του πάθους της λύπης και της αθυμίας. Έτσι ο άνθρωπος προσπαθεί να ανορθωθεί και να κερδίσει πάλι ό,τι έχει ήδη χάσει, όντας κάτω από την κυριαρχία της λύπης.
Με το λόγο του Θεού πληροφορείται επίσης ο άνθρωπος εναργέστερα για την αιτία της πτώσεώς του, ώστε να μπορεί πλέον να επιλέγει την καλύτερη και ασφαλέστερη οδό για την επιστροφή του στον «οίκο του Πατρός» (Πρβλ. Λουκ. 15, 11 εξ.). Γι' αυτό μας παροτρύνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος να συγκεντρώνουμε βιβλία πνευματικά. Γιατί, όπου βρίσκονται τέτοια βιβλία, από εκεί φεύγει κάθε δαιμονική ενέργεια και ο άνθρωπος βρίσκει ειρήνη και παρηγοριά.

δ) Η μνήμη του Θεού, του θανάτου και της μέλλουσας Κρίσης
Η μνήμη του Θεού είναι η σωτηριώδης αυτή κατάσταση που αναγεννά την ψυχή και την ζωογονεί, γιατί βγάζει από το σκοτάδι της λήθης στη χαρά της αγάπης και της ελευθερίας «των τέκνων του Θεού» (Πρβλ. Ιωάν. 1, 13).
Ο όσιος Νείλος παροτρύνει τον πιστό να δι­ατηρεί δια της ευχής, και της πνευματικής γενικά άσκησης, τη μνήμη του Θεού. Όπως, λέει ο Όσιος, αναπνέουμε αδιάκοπα, έτσι πρέπει να κρατούμε τη μνήμη του Θεού και να μελετούμε την ώρα του θανάτου μας και της παράστασης μας ενώπιόν Του, κατά την οποία θα αποδώσουμε λόγο, ως οικονόμοι και διαχειριστές των χαρισμάτων και των δωρεών Του προς εμάς.
Η μελέτη του θανάτου μπορεί, ενδεχομένως να φέρνει λύπη στην ψυχή, λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αλλά αυτή η λύπη είναι θεόσδοτη και σωτηριώδης για τον άνθρωπο. Η μνήμη του Θεού, εξάλλου, πάντα συνοδεύει τη μνήμη του θανάτου και γι' αυτό η λύπη αυτή είναι «λύπη θεοφιλής», «χαροποιός» και γεμάτη πνευματική ευφροσύνη.

ε) Η «κατά Θεόν πτωχεία», η σιωπή και η ησυχία
Η κατά Θεόν πτωχεία είναι η εκούσια απο­ποίηση των υλικών αγαθών και όλων γενικά των κτήσεων, των δικαιωμάτων και των σχέσεων του ανθρώπου με αυτά. Κι αυτό γιατί, όταν ο άνθρω­πος απορρίψει κάθε σχέση με τα υλικά αγαθά και με το κοσμικό, γενικά, φρόνημα, «το φρόνημα της σαρκός» (Ρωμ. 8, 6), όπως το αποκαλεί χαρακτηριστικά ο Απόστολος, τότε ελαχιστοποιούνται ή και, συχνά, μηδενίζονται τα αίτια της λύπης.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει ξεκάθαρα ότι η σι­ωπή, η «κατά Θεόν πτωχεία» και η ησυχία είναι παράγοντες δημιουργίας της «πτωχείας του πνεύ­ματος» (Ματθ. 5, 3). Γιατί ο άνθρωπος, σβήνοντας κάθε σχέση του με τα αγαθά και το φρόνημα του κόσμου τού­του, ελαφρύνεται και καθαρίζεται από τα πάθη και μοιάζει με άγραφη πλάκα που είναι καλυμμένη με κέρινη επιφάνεια. Σ' αυτή λοιπόν, λέει, την ισόπεδη πλάκα υπάρχει δυνατότητα να εγγραφούν καθαρά και να παραμείνουν ανόθευτα τα Θεία δόγματα, απαλλαγμένα από τις εμπαθείς επιρροές και τις διαστρεβλωμένες αμαρτωλές προσμίξεις τους.
Παρομοιάζει μάλιστα ο άγιος Ιεράρχης τη λύπη και τα άλλα πάθη με άγρια θηρία. Και όπως, λέει, τα θηρία, όταν παγώσουν, αδυνατούν πλέον να έχουν την επιθετική δύναμή τους ενεργή, έτσι και η λύπη χάνει τη σφοδρότητα και την καυστικότητά της, όταν αυτή δεν συντηρηθεί με το αίσθημα ασφάλειας που πηγάζει από την κτήση των αγαθών. Έτσι, μπορεί κανείς να την υπερβεί πιο εύκολα, γιατί αυτή χάνει τη βαρύτητα και τη σημασία της και γίνεται πλέον «ευκαταγώνιστη».
Οι άγιοι Πατέρες σημειώνουν ιδιαίτερα το θέμα της «κατά Θεόν» σιωπής και ησυχίας, ως παράγοντα ισχυρό και ως προϋπόθεση για την απόκτηση της πνευματικής ελευθερίας του ανθρώπου από τα πάθη, καθώς και για την ετοιμασία της ψυχής να δεχθεί το μήνυμα της Ευαγγελικής ειρήνης και της χαράς.
Η πτωχεία και η ακτημοσύνη είναι επίσης οδοί που διευκολύνουν τη μετάνοια της ψυχής και την ελευθερία της από την «προσπάθεια» [Η λέξη προσπάθεια εδώ χρησιμοποιείται με την ειδική σημα­σία του όρου, που στη γλώσσα των ασκητών Πατέρων σημαί­νει την πέραν του φυσικού αγάπη και την εμπαθή προσκόλ­ληση σε κάποιο πρόσωπο ή κτίσμα.] που έχει προς την κτίση και τα εφήμερα αγαθά της. Κι αυτό, γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε θέση να διαχει­ρίζονται τα αγαθά, τις σχέσεις και τα χαρίσματά τους απαθώς, πράγμα που σημαίνει ότι η στέρησή τους αποτελεί πηγή και τροφοδότιδα της λύπης και της αθυμίας.
Η αντίδραση που επέδειξε ο πλούσιος νέος του Ευαγγελίου στην υπόδειξη που του έγινε από τον Ιησού Χριστό, επιβεβαιώνει την αλήθεια του πράγ­ματος. Ο νέος αυτός είχε ελκυσθεί από το Πρόσωπο του Κυρίου και το κήρυγμά Του για τη Βασιλεία του Θεού, ώστε επιθύμησε να αποκτήσει την τελειότητα των «τέκνων του Θεού» (Ιωάν. 1, 13). Όταν όμως άκουσε ότι, η αποποίηση των αγαθών του ήταν προϋπόθεση της αποκτήσεως της ελευθερίας του, ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να ακολουθήσει τον Χριστό, «έφυγε σκυθρωπός». Και ερμηνεύοντας ο ιερός Ευαγγελιστής την περίεργη αυτή στάση του νέου, λέει: Συμπεριφέρθηκε έτσι, «γιατί είχε κτήματα πολ­λά» (Μάρκ. 10, 22).

ζ) Η εξαγόρευση των λογισμών
Ο πόλεμος με τους λογισμούς είναι αφανής και επώδυνη μορφή του πνευματικού αγώνα, αλλά και η πλέον σημαντική και αποφασιστική κίνηση για την απαλλαγή του ανθρώπου από τα πάθη και την αποφυγή της αμαρτίας.
Το πεδίο μάχης με τους λογισμούς, αλλά και το έδαφος στο οποίο αυτοί γεννιούνται και αναπτύσσο­νται, είναι η καρδιά του ανθρώπου. Οι άγιοι Πα­τέρες μας διδάσκουν ότι οι επιθέσεις των λογισμών μπορούν εύκολα να αναχαιτισθούν, παραμένοντας μόνο στο στάδιο της προσβολής, αν ο αγωνιστής του πνεύματος δεν τους δεχθεί και, πολύ περισσότερο, αν, με σθένος, τους αντικρούσει.
Αυτό όμως απαιτεί μεγάλη πείρα και ισχυρή θέληση. Αλλά, επειδή η αντίδραση εκ μέρους εκείνου που πλήττεται από αυτούς, δεν είναι σθεναρή και έγκαιρη, οι λογισμοί εισέρχονται στην ψυχή, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος και εκλεκτούς συνεργούς, τα πάθη τού άνθρωπου και μάλιστα, την υπερηφάνεια. Έτσι ο άνθρωπος στερείται τη Χάρη του Θεού, βυ­θίζεται στο σκοτάδι της λύπης και συχνά, καταλαμ­βάνεται και από τον βρόγχο της απελπισίας. Γιατί, καθώς λέει ο άγιος Σιλουανός, μπορεί κανείς να χάσει τη Χάρη και από έναν κακό λογισμό. Γιατί με τον κακό λογισμό εισέρχεται στην ψυχή μια εχθρική δύναμη και τότε ο νους σκοτίζεται και βασανίζεται από κακές σκέψεις. Γι' αυτό μάθε, λέει, να σταματάς αμέσως τους λογισμούς. Αν όμως ξεχάσεις και δεν τους διώξεις αμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια.
Οι λογισμοί μπορεί να είναι πονηροί, βλάσφημοι και να υποκινούν τον άνθρωπο σε απιστία προς τον Θεό και ιδιαίτερα, προς το Πρόσωπο του Σαρκωθέντος Θεού-Λόγου, του Ιησού Χριστού. Από αυτούς, συνεχίζει ο άγιος Σιλουανός, οι πονηροί, κυρίως, λο­γισμοί γεννιούνται από την υπερηφάνεια της ψυχής και πλήττουν ιδιαίτερα αυτόν, ο οποίος ασχολείται με τη ζωή του άλλου.
Ο άνθρωπος όμως, ενώ, πολλές φορές, δεν φαί­νεται να ενοχλείται από τους κακούς λογισμούς, να αδιαφορεί -αντίθετα, συλλαμβάνεται συχνά να ανοί­γει διάλογο άνισο και επιζήμιο μαζί τους- εντούτοις, αισθάνεται μεγάλη δυσκολία να τους αποκαλύψει και να τους εκθέσει σε κάποιον μεγαλύτερο και εμπειρότερο στον πνευματικό αγώνα, άνθρωπο.
Αλλά κάνοντας έτσι, παραμένοντας δηλαδή κανείς ανενεργός, σε ράθυμη και αναποφάσιστη κατάσταση, χάνει τη δύναμη και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα να τους αντικρούσει εύστοχα, ώστε να απαλλαγεί από τη θανατηφόρα επίδραση και φορτικότητά τους.
Η εμπειρία των αγίων Πατέρων όμως, και μά­λιστα των Νηπτικών, μας υπογραμμίζει ότι η αποκά­λυψη «των κρυφίων» του ανθρώπου είναι απαραί­τητη προϋπόθεση της ελευθερίας του, και μάλιστα για τον εύχαρη και ειρηνικό βίο και την άσκηση της προσευχής.
Ο αββάς Ησαΐας επιμένει ότι πρέπει κανείς να αναφέρει στους εμπειρότερους περί τα πνευματικά, όχι μόνο τους κακούς, αλλά και τους καλούς λογι­σμούς. Κι αυτό, γιατί πολλές φορές, οι καλοί λογι­σμοί είναι «προβατόσχημοι». Κρύβουν δηλαδή μέσα τους υπερήφανα βιώματα, καλλιεργούν «υπερόπτη νου» και τελικά οδηγούν τον άνθρωπο σε πλήθος αδιεξόδων και άβυσσο απελπισίας.
Ο άνθρωπος, βέβαια, μπροστά στη δυσκολία του να αποκαλύψει τους λογισμούς του, προφασίζεται, συχνά, ότι ο ίδιος έχει τη δύναμη και την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία, ώστε να τους αντιμετωπίσει μόνος του, χωρίς άλλη βοήθεια και συμπαράσταση. Άλλοτε πάλι ισχυρίζεται ότι δεν έχει συναντήσει κάποιον εμπειρότερο και παλαίμαχο στον πνευματικό αγώνα, κατά των πονηρών λογισμών, άνθρωπο, ώστε να τον εμπιστευθεί και να ακολουθήσει με σιγουριά τις συμβουλές του.
Ο αββάς Δωρόθεος, συμβουλεύοντας τα πνευ­ματικά του παιδιά σχετικά με αυτό το θέμα, λέει χαρακτηριστικά ότι δεν πρέπει κανείς να βασίζεται ποτέ στο λογισμό του ούτε να διστάζει, σε περίπτωση πραγματικής έλλειψης οδηγού, να συμβουλεύεται, ακόμα και ένα μικρό παιδί. Γιατί ο Πανάγαθος Θεός, βλέποντας την ταπείνωσή του, θα φωτίσει ακόμα και ένα μικρό παιδί, ώστε να του απαντήσει θεοδίδακτα και να τον κατευθύνει με γεροντική σωφροσύνη.

η) Η αποδοχή των ακουσίων θλίψεων ως παιδείας του Κυρίου και η μεταποίησή τους σε εκούσιες
Ο κύριος παράγοντας που προκαλεί στον άνθρωπο τη λύπη είναι τα διάφορα εξωτερικά συμ­βάντα που συντελούνται χωρίς τη δική του θέληση -και ενδεχομένως τη συμμετοχή- και τα οποία έχουν δυσάρεστες επιπτώσεις σ' αυτόν και στο περιβάλλον του.
Γενεσιουργός αιτία της λύπης είναι επίσης και όσα πλήττουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο, είτε αυτά αναφέρονται στη σωματική του υπόσταση και ακε­ραιότητα (ασθένειες, πτωχεία κτλ.), είτε αυτά θίγουν την εικόνα και την ιδέα που ο ίδιος τρέφει για τον εαυτό του.
Όταν λοιπόν βρεθεί κανείς στο μάτι του κυ­κλώνα της λύπης, τότε συνήθως κατευθύνει τα βέλη των αντιδράσεών του προς τους εκτός του εαυτού του συντελεστές της δημιουργίας των αδόκητων πει­ρασμών του. Οι άγιοι Πατέρες μας όμως, οι οποίοι γνώρισαν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, τα ενδό­τερα του ανθρώπινου είναι και των κινήσεών του, μας βοηθούν, με την εμπειρία και το θεοφώτιστο λόγο τους, να αλλάξουμε οπτική γωνία. Μας συνιστούν δηλαδή να στρέψουμε τον προβολέα μας προς τον «έσω άνθρωπο», ο οποίος, όντας δέσμιος των παθών του, δεν υποψιάζεται ότι πάσχει. «Πάσχει», καθώς λέει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, «έως ότου αυτός ταπεινωθεί» [«Ο υπερήφανος εγκαταλείπεται από τη Χάρη, για να βασα­νισθεί από την αδυναμία του, μέχρι να ταπεινωθεί. Και όταν ταπεινωθεί η ψυχή, τότε έχουν πια νικηθεί οι εχθροί, και η ψυχή βρίσκει μεγάλη ανάπαυση εν τω Θεώ» («Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», Έκδοση 10η, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρό­μου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 520)].
Ο άγιος Μάρκος ο ερημίτης, μιλώντας πάνω στο ίδιο θέμα, είναι ακριβέστερος και αποκαλυπτι­κότερος: «Οι διάφορες θλίψεις, λέει, που βρίσκουν τον άνθρωπο είναι γεννήματα της κακίας που ο ίδιος έχει μέσα του».
Γι' αυτό μας συνιστά, όταν βρισκόμαστε κάτω από λυπηρές και δυσάρεστες καταστάσεις, να μη θεωρούμε τους συνανθρώπους μας ως αίτιους των συμφορών μας, αλλά να υπομένουμε. Γιατί αυτός ο τρόπος της αντιμετώπισης φανερώνει γνωστικό άνθρωπο και γίνεται αιτία καθαρισμού του από την αμαρτία. Έτσι, επίσης, επαναφέρει κανείς τη «μνήμη του Θεού» στην καρδιά του. Κι αυτό, γιατί καθετί δυσάρεστο θλίβει την ψυχή «κατά αναλογίαν» της λήθης του Θεού, της διάσπασης του νου και του διασκορπισμού του εις «χώραν μακράν» (Πρβλ. Λουκ. 15).
Είναι μοναδικής σημασίας ο λόγος του αγίου Μάρκου, ο οποίος, ως έμπειρος και γνωστικός πνευ­ματικός οδηγός, αποφθέγγεται λέγοντας ότι κάθε ακούσια θλίψη έχει την αιτία της σε κάποια άλλη εκούσια πτώση. Γιατί, σύμφωνα με το λόγο της Αγίας Γραφής, συνεχίζει ο Όσιος, κανένας δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, όπως είναι αυτός ο ίδιος για τον εαυτό του.
Ως εκούσιο θεωρεί η Αγία Γραφή το λογισμό και ως ακούσιο το δυσάρεστο γεγονός που επακο­λούθησε. Γιατί ο Θεός επιτρέπει ώστε να πλήξουν τον άνθρωπο οι ακούσιες θλίψεις, με τη μορφή ακού­σιων συμβάντων. Κι αυτό του συμβαίνει εξαιτίας της παράβασης των εντολών του Θεού, τις οποίες ο άνθρωπος εκουσίως καταπάτησε.
Αυτός, συμπληρώνει ο Όσιος, είναι ο πνευματι­κός νόμος. Ανάλογα με το βαθμό της εκούσιας κακίας είναι και το μέγεθος της ακούσιας καρποφορίας. Αυτή, βέβαια, την οδυνηρή συνέπεια δεν μπορεί κα­νένας να την αποφύγει, παρά μονάχα με τη βοήθεια της προσευχής και της μετάνοιας.
Αν αντικρούσει ο άνθρωπος τα θλιβερά και τους πειρασμούς που τον βρίσκουν, εκτός προσευχής και υπομονής, τότε όχι μόνο αυτά δεν υποχωρούν, αλλά επιτίθενται σφοδρότερα και οδυνηρότερα. Ο πιστός, λοιπόν, κάνοντας τον πνευματικό αγώνα του, θα πρέπει πάντα να θυμάται ότι μέσα στις ακού­σιες θλίψεις που δέχεται, βρίσκεται κρυμμένο, με τρόπο άδηλο και θαυμαστό, το έλεος του Θεού. Αυτό οδηγεί τον άνθρωπο σε μετάνοια και «εις νομάς αιωνίους».
Μεταξύ ακουσίων και εκουσίων θλίψεων, δεν υπάρχει ασφαλώς καμιά σύνδεση και αλληλουχία, ως προς το είδος και το χρόνο που αυτές συντελέσθη­καν, αλλά συμβαίνουν σύμφωνα με τη φιλάνθρωπη λειτουργία του νόμου της δικαιοσύνης του Θεού.

Αν λοιπόν με αυτά τα δεδομένα σκέπτεται και λειτουργεί ο άνθρωπος, δεν θα τρέφει βιώματα αναξιοπαθούντα, ούτε θα πέφτει στους βρόγχους της λύπης, αλλά θα αξιοποιεί προσευχητικά τα ακούσια θλιβερά γεγονότα της ζωής του κατά τρόπο θετικό, δηλαδή με ταπείνωση, αυτογνωσία και υπομονή.
Ενεργώντας έτσι, δεν θα εκτεθεί στον κίνδυνο της κατάρρευσης, αλλά θα αποδέχεται καθετί ευχα­ριστιακά. Και αυτό σημαίνει ότι καθετί λυπηρό θα γίνεται σ' αυτόν δάσκαλος Θεογνωσίας και έναυ­σμα για την προσπάθεια της κάθαρσης του από τις «εν επιγνώσει» ή «εν αγνοία» αμαρτίες του.
Οι ακούσιες θλίψεις, τελικά, δεν παράγουν το δηλητήριο της λύπης και της αθυμίας, αλλά είναι ευεργέτιδες και διάκονοι στην εργασία του ανθρώ­που για την κάθαρση της ψυχής από τα τερατώδη πάθη. Γιατί η οδός που υποδεικνύουν οι ακούσιες θλίψεις διασώζει, δια της συνεχούς μετανοίας, τη σω­στή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και τον αδελφό, τον οποίο δεν δακτυλοδεικτούν ως υπεύθυνο των συμφορών του, αλλά τον αποδέχονται ως καθρέπτη της αμαρτωλότητας και της δικής του εμπάθειας.
Τότε μόνο δεν θα δεχόμαστε τους κεραυνούς της ακούσιας λύπης, όταν με τη ζωή και τα βιώματά μας δεν θλίβουμε κανένα, δηλαδή όταν δεν λυπούμε το Πνεύμα το Αγιο, με το Οποίο έχουμε σφραγισθεί, για να οδηγηθούμε στη σωτηρία (Πρβλ. Εφεσ. 4, 30).