Ι
πού ἔγινε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ ὁμωνύμου προαστίου Ἀθηνῶν, τήν Δευτέρα 19 Ὀκτωβρίου 2009.
|
Σεβαστοί πατέρες, χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
Eἶναι σύνηθες ὅταν χρειαζόμαστε πνευματική
τροφοδοσία, καί καλά κάνουμε, νά διαβάζουμε κάποια κείμενα, κάποια
βιβλία καί νά τρεφόμαστε ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας καί τῶν ἁγίων
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Πολύ ὡραῖο εἶναι αὐτό τό πράγμα. Ἀλλά ἔχω
παρατηρήσει ὅτι δέν εἶναι σύνηθες, μέσα σ᾽ αὐτήν τήν πνευματική μας
ἀναζήτηση γιά πνευματική τροφοδοσία, ν᾽ ἀνοίξουμε καμιά φορά καί νά
διαβάζουμε τά πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Τί διατυπώνεται ἐκεῖ; Ὅπως ξέρετε πολύ καλά,
διατυπώνονται δύο πράγματα. Διατυπώνονται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας
καί μάλιστα ἀλαθήτως διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ταυτόχρονα
διατυπώνονται πῶς θά γίνουν οἱ δρόμοι καί οἱ τρόποι γιά νά μπορέσουν
αὐτά τά δόγματα νά γίνουν πράξη στή ζωή μας καί, ἄν στή ζωή μας κάτι δέν
πάει καλά, πῶς μέσα ἀπό αὐτά τά δόγματα θά διορθώσουμε τά μή σωστά.
Ἔχουμε λοιπόν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους τούς Ὅρους, πού εἶναι τά δόγματα, καί ἔχουμε καί τούς Κανόνες, τό πῶς [δηλαδή] θά θεραπεύσουμε αὐτό πού δέν πάει σωστά.
Θά μοῦ πεῖτε, μά ἄλλο πράγμα νά διαβάζεις ἕνα
κείμενο ζωντανό, ὅπου παίρνεις πνευματική τροφή καί ἄλλο νά διαβάζεις τά
πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό λόγο, γιά νά
φύγει αὐτή ἡ πόλωση ἀπό τό νοῦ μας, αὐτή τή βραδιά πολύ σύντομα θά
προτείνω κι αὐτή τήν πάρα πολύ οὐσιαστική μέθοδο πνευματικῆς τροφοδοσίας
μέσα ἀπό τούς Ὅρους καί τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας καί δή θά μείνω
στό θέμα τό πῶς οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας θεραπεύουν.
Νά τό τονίσω ἀφετηριακά χρησιμοποιώντας λόγια τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει ὁμιλώντας γιά
τούς Κανόνες -προσέξτε οἱ Ὅροι εἶναι τά δόγματα καί οἱ Κανόνες εἶναι τό πῶς θά θεραπεύσουμε αὐτό πού δέν ζοῦμε σωστά- λέει: «ὅπως ἄν θεραπευθείη πᾶν ἀρρώστημα ψυχικόν
»[1].
Γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν οἱ Κανόνες, γιά νά γιατρέψουμε κάθε ἀρρώστημα ψυχικό,
καί παραλληλίζει τή μελέτη τῶν Κανόνων καί τήν ἐφαρμογή τους ὡς ἰατρική
μεθοδολογία.
Προσέξτε, γιά νά σᾶς βοηθήσω νά σᾶς πῶ κάτι πολύ οὐσιαστικό· λέω, Ὅροι καί Κανόνες. Ὅροι
εἶναι τά δόγματα. Τά δόγματα εἶναι ἀλήθειες· ἀλλά τά δόγματα εἶναι
ἀλήθειες οἱ ὁποῖες ἀποκαλύπτονται ἀπό τόν Θεό γιά νά βιωθοῦν, δέν
ἀποκαλύπτονται ἁπλῶς γιά νά γίνουν γνωστικά ἀντικείμενα μελέτης.
Παράδειγμα: μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεός τήν ἀγάπη Του μέσα ἀπό τό δόγμα τῆς
ἁγίας Τριάδας. Ἀσύλληπτο, μυστήριο, κι ὅμως τό ἀποκαλύπτει Ἐκεῖνος. Δέν
τό ἀποκαλύπτει γιά νά ποῦμε ὅτι, ξέρετε, ἐμεῖς ξέρουμε πολλά πράγματα,
ξέρουμε τά δόγματα. Τό ἀποκαλύπτει γιά νά τό ζήσουμε. Πῶς θά τό ζήσουμε;
Τό προσεγγίζουμε βέβαια τό μυστήριο, ἕνας ὁ Θεός καί ταυτόχρονα εἶναι
τρεῖς, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα· βλέπετε, ὑπάρχει ἑνότητα, ὑπάρχει
ἀγάπη καί ταυτόχρονα ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία καί ἡ διάκριση τῶν προσώπων. Νά
λοιπόν, τί μαθαίνουμε ἀπό τό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος: ἑνότητα καί
ἀγάπη, ἀλλά ταυτόχρονα πρόσωπο. Αὐτό στή ζωή μας πῶς ἐφαρμόζεται; Πάρτε
μιά οἰκογένεια, ἕνα μοναστήρι. Ἀπαραίτητο εἶναι νά λειτουργήσουν ὡς
κοινόβιο, νά ὑπάρχει ἑνότητα καί ἀγάπη, ἀλλά ταυτόχρονα ὅλοι πού
μετέχουν σ᾽ αὐτό τό κοινόβιο θά ἔχουν τήν προσωπική τους ἐλευθερία πού
δέν θά καταπατηθεῖ καί δέν θά ἐξοντωθεῖ. Ἄνθρωποι χωρίς πρόσωπο δέν
εἶναι ἄνθρωποι. Ἔρχεται λοιπόν ἐδῶ ὁ Κανόνας, ὅταν αὐτό δέν βιώνεται
σωστά, νά τό διορθώσει μέ κάποια θεραπευτική μέθοδο. [Ὅταν] δέν
ἐφαρμόζουμε τό δόγμα, αὐτό μᾶς βλάπτει γιατί δέν ζοῦμε σωστά. Ἔρχεται
λοιπόν ὁ Κανόνας νά πεῖ ποιά εἶναι ἡ θεραπευτική μεθοδολογία· ἄρα μιλᾶμε
γιά κάτι πολύ σπουδαῖο.
Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους καί σοφούς ἑρμηνευτές τῶν
Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ σοφός ἱερομόναχος Ματθαῖος Βλάσταρης, σέ
ἕνα κείμενό του πού τό λέει Προθεωρία τοῦ Συντάγματος, τῶν Κανόνων
δηλαδή, λέει τό ἑξῆς «οὐκ ἄν τις ἁμάρτοι κοινόν προσειπών ἰατρεῖον, ἑκάστοις τῶν νοσούντων κατάλληλα κεραννύντας[2]»[3]. Λέει ὅτι ἄν ὑπάρχει ἁμαρτία, ὑπάρχει καί ἰατρεῖο καί μποροῦμε μέ κατάλληλα φάρμακα πού θά δώσουμε στόν ἄρρωστο νά θεραπευτεῖ.
Καί μάλιστα μέσα στό χῶρο τῆς ἀνατολικῆς
Αὐτοκρατορίας, τόσο πολύ κατάλαβαν τό κάλλος τό θεραπευτικό τῶν Κανόνων
τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού πῆραν πολύ μεγάλοι
αὐτοκράτορες καί ἔκαναν τούς Κανόνες νόμους. Παραδείγματος χάριν, ἕνας
Κανόνας μιᾶς Νεαρᾶς [σημ. ἑνός νέου νόμου] τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τό 545,
ὁρίζει τά ἑξῆς: «Θεσπίζομεν τοίνυν», ὁρίζουμε λοιπόν, «τάξιν νόμων ἐπέχειν τούς ἁγίους ἐκκλησιαστικούς κανόνας», νά εἶναι ὡς νόμοι, «τούς
ὑπό τῶν ἁγίων Συνόδων ἐκτεθέντας ἤ βεβαιωθέντας τουτέστι… καί τά
δόγματα καθάπερ τάς θείας Γραφάς δεχόμεθα καί τούς κανόνας ὡς νόμους
φυλάττομεν»[4].
Ἔρχεται λοιπόν καί βλέπει ὅτι ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα φάρμακο καί λέει τό
κράτος μου, ὁ πολίτης μου αὐτό τό φάρμακο τό χρειάζεται, καί τό κάνει
νόμο του.
Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι
οἱ Κανόνες εἶναι κρατικοί νόμοι. Κι ὑπῆρξε μιά μικρή σύγχυση τότε καί
ἔρχεται ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Σχολαστικός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος γιά νά ξεχωρίσει
αὐτή τή σύγχυση πού μέ καλή διάθεση ἔβαλαν οἱ αὐτοκράτορες, ἀλλά
θεωρήθηκαν ὅτι οἱ Κανόνες εἶναι νόμοι τοῦ κράτους, πού ἐπιβάλλονται μέ
μέτρα βίας, ἀστυνομίας καί ὁποιασδήποτε ἐκφράσεως πού ἐφαρμόζει τό
κράτος. Γιά νά ξεκαθαρίσει τά πράγματα σέ ἕνα βιβλίο πού λέγεται
“Συναγωγή” λέει ὅτι οἱ Κανόνες ἀποτελοῦν νόμους θείους, ὄχι πολιτικούς «νόμους τινάς καί κανόνας, οὐ πολιτικούς ἀλλά θείους»
καί οἱ θεσπίσαντες τούς κανόνες ἀπέβλεπον δι᾽ αὐτῶν διά τήν σωτηρίαν
τῶν πλημμελούντων καί ὄχι τήν τιμωρίαν διά βασάνων ὅπως ἐπιβάλλουν οἱ
πολιτικοί νόμοι. «Οὐκ ᾤοντο δεῖν ὥσπερ οἱ πολιτικοί νόμοι τούς πλημμελοῦντας αἰκίζεσθαι»[5] , δέν πρέπει νά τιμωροῦνται ὅπως [ὁρίζουν] οἱ πολιτικοί νόμοι.
Ἡ διαφορά μεταξύ τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν κρατικῶν
νόμων εἶναι λοιπόν σαφής καί ἡ μικρή σύγχυση πού ἐπῆλθε ξεκαθαρίζεται
ξεκινώντας ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Σχολαστικό καί ἀπό ἄλλους Πατέρες κι ἔτσι ἡ
διδασκαλία τοῦ Ἰωάννη τοῦ Σχολαστικοῦ εἶναι καθοριστική γιά νά
καταλάβουμε τούς Κανόνες.
Εἶναι λοιπόν οἱ Κανόνες ἐφαρμογή τῶν Δογμάτων κι ἄν
δέν ἐφαρμόζονται τά Δόγματα πρέπει νά θεραπεύσουμε. Θά σᾶς διαβάσω δύο
κομμάτια ἀπό τό Γεροντικό τῆς Ἐκκλησίας μας γιατί ὑπάρχουν δύο πράγματα
σέ μιά θεραπευτική. Ὑπάρχει μιά πληγή πού γιατρεύεται – ἄν ἔχουμε ἕναν
καρκίνο ἔρχεται ὁ χειρουργός [και] κόβει τόν καρκίνο, μᾶς θεραπεύει. Ὁ
καρκίνος ἔφυγε ἀλλά ἡ πληγή παραμένει ἀνοικτή καί θέλει κάποιους μῆνες ἤ
χρόνια γιά νά κλείσει. Ἄλλο λοιπόν τό ὅτι ὁ Θεός συγχώρεσε τώρα, ἄν ἔχω
μετάνοια κι ὁ καρκίνος ἔφυγε, κι ἄλλο πώς ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπάρχουν
πληγές ἀνοικτές πρέπει νά ἐφαρμοστοῦν καί θεραπευτικές μέθοδοι
μακροχρόνιες πολλές φορές ἤ βραχυχρόνιες, πού εἶναι τά ἐπιτίμια τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Ἀκοῦστε μιά ἱστορία ἀπό τόν ἀββᾶ Ποιμένα: Ἀδελφός ἠρώτησε τόν ἀββᾶ Ποιμένα λέγων, «ἐποίησα ἁμαρτίαν μεγάλην καί θέλω μετανοῆσαι τρία ἔτη» – ἔκανα ἁμαρτία καί θέλω τρία χρόνια νά μετανοήσω. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἀββᾶς «πολύ εἶναι» καί εἶπε ὁ ἀδελφός «ἄντε ὥς ἕνα χρόνο νά μετανιώσω» καί εἶπε ὁ γέρων «πολύ εἶναι». Οἱ δέ παρόντες πού ἦταν γύρω ἔλεγαν «ἄντε ἕως τεσσαράκοντα ἡμερῶν» καί πάλι εἶπε ὁ γέροντας «πολύ εἶναι». Εἶπε δέ ὁ Γέρων «ἐγώ
λέγω ὅτι ἐάν μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος ἀπό ὅλη τήν καρδίαν του κι ἀπό ὅλη
τή διάνοιά του γι᾽ αὐτό πού ἔκανε, τότε ὁ Θεός, καί πολύ εἶναι σέ τρεῖς
μέρες, τόν δέχεται», καί «πολύ εἶναι» λέει. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν τό
εἶπε αὐτό καί σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο πάλι τοῦ Γεροντικοῦ, ὁ ἀββᾶς Σισώης
λέει κάτι ἀντίστοιχο: Ρώτησαν τόν ἀββᾶ Σισώη, λέγοντες· «ἐάν πέσῃ ἀδελφός, οὐ χρείαν ἔχει μετανοῆσαι ἐνιαυτόν;». - Μήπως χρειάζεται ἕνα χρόνο γιά νά μετανιώσει; Ὁ δέ [ὁ ἀββᾶς Σισώης] εἶπε· «εἶναι σκληρός αὐτός ὁ λόγος». Ἀφοῦ δέ ἀπεκρίθη ὁμοίως στίς ἐρωτήσεις ἕξι μῆνες, σαράντα μέρες, πόσο; Κατέληξε καί εἶπε ὁ ἀββᾶς Σισώης· «πιστεύω γάρ τῷ Θεῷ ὅτι ὁλοψύχως ἐάν μετανοήσῃ ὁ τοιοῦτος καί εἰς τρεῖς ἡμέρας δέχεται αὐτόν ὁ Θεός καί πολύ εἶναι πάλι λέγω».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός συγχωρεῖ τούς
μετανοοῦντας, τό ξέρετε ὅλοι, ἀλλά ἡ θεραπευτική ἀγωγή, κατά τά μέτρα
τῆς ἀρρώστιας, θέλει κάποιο χρόνο.
Ἔτσι λοιπόν οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας διαπιστώνουν
τί συμβαίνει, τί ἀρρώστια ὑπάρχει μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τά
ἀνθρώπινα μεγέθη, πῶς θά θεραπευτεῖ τό ὄργανο τό ὁποῖο βλάπτεται. Εἶναι
ἄρρωστο τό στομάχι μου, ἔχει μιά ἀρρώστια, ἡ ἰατρική θεραπεύει πρῶτα τό
στομάχι, ἀλλά θεραπεύει χωριστά καί τό κάθε κύτταρο. Ὅλο λοιπόν τό σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖ πού ἀρρώστησε νά θεραπευτεῖ καί τό κάθε κύτταρο πού
εἴμαστε ἐμεῖς νά θεραπευτοῦμε.
Νά λοιπόν ἡ πρώτη βασική καί ἀφετηριακή προοπτική
τῶν Κανόνων: ἡ θεραπευτική, καμιά σχέση μέ τιμωρία ἀλλά μέ ἱστορίες
κάλλους, [καί] μελετώντας τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας καί τούς ὅρους
μαθαίνουμε τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μας, μαθαίνουμε πῶς θά τά ἐφαρμόσουμε
κι ἄν κάνουμε λάθος καί δέν τά ἐφαρμόσουμε τότε νά ἐφαρμόσουμε τή
θεραπευτική.
Θά κάνουμε τώρα τό ἑξῆς: θά σᾶς δώσω ἕνα μικρό
ἐργαστηριακό ὑπόδειγμα. Ἔχω μπροστά μου τίς γνωστές Οἰκουμενικές
Συνόδους, δέν μπορῶ φυσικά στά λίγα λεπτά πού ἔχω μπροστά μου νά τίς
μελετήσω ὅλες. Θά πάρω ἐπιλεκτικά μερικές ἀπό αὐτές καί θά πάρω μερικούς
Κανόνες καί θά σᾶς δείξω ἐργαστηριακά πῶς, ἄς ποῦμε ἡ Α᾽ Οἰκουμενική
Σύνοδος, ἀσχολήθηκε μέ αὐτά τά θέματα καί πῶς οἱ Κανόνες πού ἔβγαλε
εἶχαν σχέση με τό πῶς αὐτό τό δόγμα θά βιωθεῖ στή ζωή μας.
Νά ἀρχίσω νά λέω παραδείγματα. Παίρνω τήν Α᾽
Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐκεῖ, απ᾽ ὅ,τι ξέρουμε ὅλοι, μελετήθηκαν ἀπό τούς
Πατέρες τά μεγάλα τριαδολογικά θέματα γιά τήν ἁγία Τριάδα, ὑπῆρχαν
αἱρέσεις, ὑπῆρχε ὁ ἀρειανισμός καί τά μελέτησαν. Τό εἶπα πρίν ἀπό λίγο, ἡ
ἑνότητα καί ἡ διάκριση κι αὐτό τό εφάρμοσα πρίν ἀπό λίγο στή ζωή μας.
Τί σχέση ἔχει τώρα μέ αὐτό ὁ τρίτος Κανόνας; Καί
δέν ἔκαναν καί πολλούς, εἴκοσι Κανόνες περίπου ἔκανε ἡ Α᾽ Οἰκουμενική
Σύνοδος, μέσα σέ αὐτούς τούς εἴκοσι πού εἶπα ὑπάρχουν δεκάδες θέματα. Ὁ
τρίτος Κανόνας ὁμιλεῖ γιά ἕνα λάθος τρόπο ζωῆς. Τότε ὑπῆρχαν οἱ
λεγόμενοι συνείσακτοι, κάποιες γυναῖκες πού πήγαιναν καί ζοῦσαν σέ
ξεχωριστούς χώρους, δέν λέω ὅτι ἦταν ἁμαρτωλή ἡ πράξη πού ἔκαναν, ἀλλά
ἐπειδή δέν μετεῖχαν σέ μία κοινότητα, σέ μιά οἰκογένεια ἄς ποῦμε ἤ σέ
ἕνα μοναστήρι, διέσπασαν τήν ἑνότητα. Βλέπετε, ἡ οἰκογένεια εἶναι
κοινόβιο, τό μοναστήρι εἶναι κοινόβιο, ποιός ὁ σκοπός τους; Νά πᾶμε στόν
Χριστό. Πῶς θά πᾶμε; Διά τῆς ἀγάπης, διά τῆς ταπεινώσεως, ὅ,τι κάνει ἡ
Ἁγία Τριάδα. Ἄν διασπαστεῖ αὐτή ἡ ἑνότητα, χρειάζεται θεραπεία.
Παίρνει λοιπόν ἡ Α᾽ Οἰκουμενική Σύνοδος τό θέμα τῶν
συνεισάκτων καί τό διατυπώνει τριαδολογικά, δέν λέει ἠθικολογία, ὅτι
εἶναι κακό νά εἶναι αὐτές οἱ γυναῖκες ἐκεῖ πέρα μέσα, καί μπορεῖ νά μήν
ἔκαναν καί τίποτε κακό, ἀλλά σπάζει τήν ἑνότητα πού ὑπάρχει σέ ἕνα χῶρο.
Καί τότε τό ἀπαγορεύει γιά λόγους θεραπευτικούς ἐφαρμόζοντας τήν
τριαδολογία.
Ἕνας ἄλλος Κανόνας, ὁ τέταρτος Κανόνας, λέει ὅτι
γιά νά χειροτονηθεῖ κάποιος ἐπίσκοπος πρέπει νά ὑπάρχουν τρεῖς ἐπίσκοποι
γιά νά τόν χειροτονήσουν. Ἀπόλυτη τριαδολογία. Θά λέγατε, δέν ἔχει τή
χάρη ἕνας ἐπίσκοπος γιά νά τή μεταδώσει γιά νά γίνει κάποιος ἐπίσκοπος;
Λέει ὄχι τρεῖς ἐπίσκοποι, ἀκριβῶς ἡ ἐφαρμογή τῆς τριαδολογίας στήν Α᾽
Οἰκουμενική Σύνοδο.
Καί φυσικά ἕνας ἄλλος Κανόνας πολύ γνωστός βέβαια, ὁ
Κανών δεκαπέντε, πού λέει [ὅτι] ἕνας κληρικός δέν μπορεῖ νά μεταβαίνει
ἀπό μιά ἐκκλησία σέ μιά ἄλλη ἐκκλησία. Εἶσαι σέ μιά ἐνορία κάνεις αὐτά
πού κάνεις, αὐτά εἶναι τά ὅριά σου, δέν μπορεῖς νά κάνεις ὅ,τι θέλεις
στή διπλανή ἐνορία. Ἐδῶ ἐφαρμόζεται τό δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδας.
Στά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδας δέν ὑπάρχει σύγχυση. Ὁ
Πατήρ εἶναι πατήρ, ὁ Υἱός εἶναι υἱός καί τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἅγιο
πνεῦμα. Πῶς ὑπάρχει ὁ Πατήρ; Ὑπάρχει ἀγεννήτως, ὁ Υἱός ὑπάρχει γεννητῶς
καί τό ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει ἐκπορευτῶς. Ὑπάρχει λοιπόν μιά διάκριση, αὐτό
δέν μπορεῖ νά συγχυστεῖ. Ἡ εὐθύνη τους εἶναι ἐδῶ σέ αὐτά τά ὅρια. Δέν
μπορεῖς νά πᾶς παρακάτω, νά κάνεις ἕνα γάμο, ἕνα μυστήριο χωρίς τήν
ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου ἤ τοῦ ἐφημερίου τοῦ οἰκείου, γιατί θεωρεῖς πώς εἶσαι
καλύτερος ἀπό τούς ἄλλους. Στήν ἁγία Τριάδα δέν ὑπάρχει καλύτερος ἤ
χειρότερος, δέν ὑπάρχει κανένας πού κάνει καλύτερο, ὑπάρχει
ἀλληλοπεριχώρηση, ὑπάρχει ἡ ταπείνωση, ὑπάρχει ἀγάπη.
Κι ἔτσι βλέπετε τόσο πρώιμα, τό 325, γιά νά μήν
καταστρατηγηθεῖ μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἐκκλησιολογία μας, τό
τριαδολογικό δόγμα δέν ἐπιτρέπει στόν ἱερέα, κι ἄς εἶναι ἅγιος, ἄς εἶναι
προορατικός, νά πάει νά κάνει ἕνα μυστήριο παρακάτω χωρίς τήν ἄδεια τοῦ
οἰκείου ἐπισκόπου, γιά νά μή νομίσει πώς εἶναι σπουδαῖος καί ὅτι εἶναι
καλύτερος ἀπό τούς ἄλλους.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει καί μέ τόν τελευταῖο Κανόνα
τῆς Α᾽ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τόν εἰκοστό, πού λέει κάτι πρακτικό. Λέει
ὅτι δέν πρέπει τίς Κυριακές καί τήν περίοδο τῆς Πεντηκοστῆς νά
γονατίζουμε. Αὐτό [φαίνεται] πολύ πρακτικό. Δέν εἶναι καθόλου πρακτικό. Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι σῶμα καί κανένας δέν κάνει ὅ,τι θέλει. Κι ὅταν λέει ἡ
Ἐκκλησία νά νηστεύουμε κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή λειτουργοῦμε ὡς σῶμα.
Δέν θά πεῖς ἐγώ θά νηστεύω Τρίτη καί Πέμπτη. Λειτουργεῖται τό σῶμα, ἡ
ἑνότητα ἡ τριαδολογική τοῦ δόγματος τῆς ἁγίας Τριάδας. Θά πεῖς ἐγώ ἔχω
εὐσέβεια, τώρα γίνεται ἡ Λειτουργία, τά σά ἐκ τῶν σῶν, θέλω νά γονατίσω
καί νά κλάψω· ὁ Κανόνας λέει ὄχι - ξέρω πώς εἶσαι εὐσεβής - «μή κλίνειν γόνυ»
τήν Κυριακή καί τήν Πεντηκοστή. Ὥς τώρα ἄν τό ἀκούσατε αὐτό ποτέ θά
θεωρήσατε πώς εἶναι μιά ἰδιοτροπία, μιά ἠθικιστική ἀντίληψη. Καθόλου·
εἶναι πρακτική ἐφαρμογή τοῦ δόγματος, γιατί σέ αὐτό τό χῶρο πού λέγεται
Ἐκκλησία δέν κάνεις ὅ,τι θέλεις.
Νά πᾶμε πάλι δειγματοληπτικά στή Β᾽ Οἰκουμενική
Σύνοδο ὅπου συνεχίστηκαν τά θέματα τά τριαδολογικά, ἀλλά μπῆκαν καί τά
πιό ἔντονα ἐκκλησιολογικά. Νά σκεφτεῖτε ὅτι οἱ τελευταῖες γραμμές τοῦ
Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν
Ἐκκλησίαν» προσετέθησαν τότε στή Β᾽ Οἰκουμενική Σύνοδο γιατί ἀνεφύησαν
πολλά προβλήματα ἐκκλησιαστικά. Νά ἕνα: ὁ τρίτος Κανόνας τῆς Β᾽
Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού λέει γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως,
πού ἔχει τά πρεσβεῖα τιμῆς στά ἄλλα πατριαρχεῖα μετά τόν τῆς Ρώμης
ἐπίσκοπον. Τά πρεσβεῖα τιμῆς εἶναι μιά τριαδολογία. Εἶναι ἐπίσκοποι,
κανείς δέν εἶναι καλύτερος ἀπό τόν ἄλλο, δέν ὑπάρχει πρεσβεῖο ὑπεροχῆς ἤ
ἐγωισμοῦ, ὑπάρχει πρεσβεῖο τιμῆς, ἀλλά κανείς δέν εἶναι καλύτερος ἀπό
τόν ἄλλο· διατηρεῖται ἡ τριαδολογία.
Ἤ λέει στόν Κανόνα ἕξι πόσο κακό πράγμα εἶναι
κάποιος νά κατηγορεῖ τόν ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς του. Ἄν εἶναι λέει κάτι
τό ὁποῖο ὑπάρχει, θά ἐφαρμόσεις τό λόγο τοῦ κατά Ματθαῖον εὐαγγελίου τοῦ
Χριστοῦ μας «εἰπέ τῇ Ἐκκλησίᾳ». Ἀλλά δέν μπορεῖς ἐσύ νά σηκώνεις
κεφάλι, νά κάνεις τόν ἔξυπνο καί νά διασπᾶς τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί τήν ὥρα πού κατηγορεῖς εὐκαίρως ἀκαίρως τόν ἐπίσκοπο, κι ἄν ἔχεις
κάτι νά τό πεῖς «τῇ Ἐκκλησίᾳ» στό ἁρμόδιο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας
ὅπου πρέπει νά τό πεῖς, διασπᾶς τήν ἑνότητα, γιατί ὁ ἐπίσκοπος ἐκφράζει
τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ὁρατό σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ
μας. Βλέπετε, ἐφαρμογή δογμάτων εἶναι αὐτό.
Ἤ πάλι νά πᾶμε στήν Δ᾽ Οἰκουμενική Σύνοδο ὅπου ἐκεῖ
ἔχουμε τά πολύ μεγάλα θέματα τά χριστολογικά, πῶς ἑνώθηκε ἡ θεία μέ τήν
ἀνθρώπινη φύση, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως· ὑπάρχουν ὅρια ἐκεῖ, ἔρχεται τό
θεῖο μέ τό ἀνθρώπινο καί τό ἀνθρώπινο δέν ἐξαφανίζεται, δέν λιώνει
ἐμπρός στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως.
Λέει ὁ τρίτος Κανόνας, μιλάει γιά τούς κληρικούς ἤ
τούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι δέν πρέπει νά ἀναλαμβάνουν ποτέ κοσμικές
φροντίδες, νά συσχηματιστοῦν μέ πράγματα τοῦ κόσμου, νά κάνουν ἐμπόριο,
νά κάνουν ἀγοραπωλησίες, νά διαχειρίζονται κτήματα, γιατί τό ἔργο τους
εἶναι διακονικό. Προσέξτε, ἀκόμα καί οἱ Λευίτες στήν Παλαιά Διαθήκη δέν
εἶχαν κλῆρο, δέν εἶχαν δική τους γῆ, ἁπλῶς ἦταν γιά νά λειτουργοῦν τόν
Θεό. Μιά ἐξαίρεση δίνει ὁ Κανόνας, ἄν ὑπάρχουν ὀρφανά πρέπει ἐκεῖ ὁ
ἐπίσκοπος, ὁ ἐφημέριος ἤ μοναχός στήν περιοχή πού βρίσκεται τό ὀρφανό νά
κοιτάξει μήν τοῦ κλέψουν τήν περιουσία γιά νά μήν ἀδικηθεῖ. Ἀπαραίτητο
εἶναι τότε νά ἀναλάβει αὐτή τήν κοσμική εὐθύνη ἀπό φιλανθρωπία· βλέπετε,
ἡ ἐφαρμογή τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος.
Τό ἴδιο πράγμα λέει ὁ ἕβδομος Κανόνας -μπορεῖ νά
σᾶς φανεῖ παράδοξο- κληρικός ἤ μοναχός μή στρατευέσθω, τό ξέρουμε αὐτό,
νά μήν πηγαίνει στό στρατό. Ὄχι γιατί κρίνει ἤ δέν κρίνει τό στρατό.
Ἄλλο εἶναι τό διακόνημά του, γιατί ὅταν θά πᾶς στό στρατό θά ἔχεις
ἐχθρούς, εἶσαι μέ μιά μερίδα καί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μέ καμιά μερίδα, ἡ
Ἐκκλησία εἶναι μέ ὅλους καί ἀγαπάει τούς πάντες κι ὁ Χριστός πεθαίνει
γι᾽ αὐτούς πού τόν σταυρώνουν. Σοφός ὁ Κανόνας καί δέν γίνεται σύγχυση
πολύ μεγάλων πραγμάτων, σύγχυση τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τό κράτος
πού ἀγαποῦμε, δέν γίνεται σύγχυση μέ τίποτε καί δέν ὑπάρχει ποτέ ἐχθρός
σέ αὐτήν τήν ἱστορία.
Κατά τήν ἴδια ἔννοια ὑπάρχει κάτι πού δέν τό
φανταζόμαστε. Ὁ Κανόνας ἕνδεκα λέει ὅτι πρέπει νά δίνονται εἰρηνικές
ἐπιστολές. Τί εἶναι αὐτές οἱ ἐπιστολές; Εἶναι πολύ ἁπλό· ὑπάρχει ἐδῶ
στήν ἐνορία ἕνας φτωχός καί ζητάει φαγητό, κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε ἀλλά δέν
καλύπτεστε καί λέτε : νά μή βοηθήσει καί ἡ πλαϊνή ἐνορία; Γιά νά μή
γίνει αὐτός [ὁ φτωχός] περιπλανώμενος ζήτουλας καί σπάσει τήν ἑνότητα
τῆς ἐνορίας, προσέξτε τώρα, μπορεῖ νά πάει πλάι νά ζητήσει ἀφοῦ ἐδῶ τοῦ
δώσουν χαρτί πού λέγεται εἰρηνική ἐπιστολή· κι ἀσχολεῖται μέ αὐτό τό
θέμα ἡ Δ᾽ Οἰκουμενική Σύνοδος πού λύνει τό θέμα τό χριστολογικό.
Ἀντιμετωπίζει μιά τρομερή αἵρεση καί γιά νά παραμείνει τό κάλλος τοῦ
προσώπου τοῦ φτωχοῦ, γιά νά μή γίνει περιπλανώμενος ζήτουλας καί νά ἔχει
καί ὁ ἄλλος σεβασμό στό πρόσωπό του, νά πεῖ «ἔχω ἀνάγκη», νά τοῦ πεῖ ὁ
παππούλης «τόσο μπορῶ, πάρε αὐτή τήν ἐπιστολή πού λέγεται εἰρηνική
ἐπιστολή, νά ἔχεις ἀξιοπρέπεια», νά μήν συγχυστεῖ τό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ
μέ τή φτώχια του.
Ὅποιος μελετήσει αὐτούς τούς Κανόνες βρίσκει αὐτά
τά καταπληκτικά πράγματα καί φυσικά λέει στόν Κανόνα δέκα ὀκτώ, περί
συνωμοσίας κληρικῶν κατά τῶν οἰκείων ἐπισκόπων. Δέν εἶναι ἁπλῶς μιά
κατάκριση τοῦ ἐπισκόπου. Περί συνωμοσίας κληρικῶν, κι ἔχουν δίκιο,
κάνουν μιά ὁμάδα λοιπόν καί κάπου διαμαρτύρονται. Ποιοί εἶναι αὐτοί;
Συγχωρέστε με γι᾽ αὐτό πού θά πῶ, ἀλλά εἶναι πολύ οὐσιαστικό, ἐδῶ ὁ
Κανόνας εἶναι οὐσιαστικός. Κανείς δέν μπορεῖ νά κάνει δική του ὁμάδα
στήν Ἐκκλησία. Αὐτό λέγεται ἑταιρεία. Ποιός τοῦ δίνει τό δικαίωμα;
Ἔχουμε Ἐκκλησία, ἔχουμε ἱερά Σύνοδο, ἔχουμε μιά Ἱεραρχία, ὅποιος ἔχει
παράπονο θά πάει στήν Ἐκκλησία. Κανείς δέν μπορεῖ νά συμπτύξει δική του
ὁμάδα γιά πολύ καλούς σκοπούς καί νά κάνει αὐτή τή διαμαρτυρία ὡς ὁμάδα.
Ποιός ἡγεῖται τῆς ὁμάδας; Δέν ὑπάρχει ἐπίσκοπος, ἀρχιεπίσκοπος, Ἱερά
Σύνοδος, Ἱεραρχία; Ποιός ἡγεῖται αὐτῶν τῶν ὁμάδων;
Πρόσφατα κυκλοφόρησε ἕνα κείμενο τό ὁποῖο μιλοῦσε
γιά ὁμολογία πίστεως. Δέν κρίνω τό κείμενο, κρίνω τό ἦθος του. Πῶς αὐτή ἡ
ὁμάδα συνετάγη; Γιατί δέν ἔλαβε γνώση τῆς ἐμπειρίας τῆς γνώμης τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου; Τῶν οἰκείων ἱεραρχῶν; Ὑπάρχουν ὁμάδες ἔτσι πού
ἐπαναστατοῦν καί ξεσηκώνονται; Τότε ὑπάρχει σύγχυση στήν Ἐκκλησία κι
αὐτό διαταράσσει τό δόγμα τῆς Δ᾽ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τελειώνοντας, πηγαίνοντας στήν Στ᾽ Οἰκουμενική
Σύνοδο, ὅπου σέ αὐτή τήν Στ᾽ Σύνοδο ἔγινε κουβέντα γιά τά θέματα τοῦ
μονοθελητισμοῦ, μεγάλη αἵρεση ἦταν τότε, ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστός εἶχε καί
θεῖο καί ἀνθρώπινο θέλημα, ἤ ὄχι; Καί εἶπαν μερικοί αἱρετικοί ὅτι δέν
μπορεῖ νά ἔχει καί ἀνθρώπινο θέλημα ἀφοῦ τό θεῖο θέλημα ἐπικρατεῖ. Καί
οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κτύπησαν τό μονοθελητισμό, εἶχε κι ἀνθρώπινο
θέλημα ἦταν τέλειος ἄνθρωπος. Εἶναι τό θέμα τοῦ θελήματος, τῆς
προσωπικότητας, πῶς στήν Ἐκκλησία μέσα ἔχεις τό δικαίωμα νά πεῖς στόν
Θεό «δέν θέλω». Μπορεῖ νά εἶναι κακό αὐτό, ἀλλά εἶσαι ἐλεύθερος.
Λέει ὁ Κανόνας ἄς ποῦμε, νά μήν ἔρχονται σέ γάμου
κοινωνία οἱ ἱερεῖς μετά τήν ἱεροσύνη τους, γιατί; Νά ἀποκτήσουνε
βούληση, ἀπό πρίν νά ξέρουν, νά ἔχουν θέλημα σωστό, καλλιεργημένο γιά νά
γίνουν κληρικοί. Δέν μποροῦν μετά νά ἀλλάζουν γνώμη ὅποτε ἐκεῖνοι
θέλουν.
Καί τό ἴδιο πράγμα συμβαίνει στόν ἑπόμενο Κανόνα,
τόν ἔνατο τῆς Στ᾽ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού λέει ἕνα πρακτικό, ὅτι δέν
πρέπει νά πηγαίνουν στά καπηλειά ἤ νά ἔχουν καπηλειά οἱ κληρικοί. Στό
καπηλειό τί γίνεται; Μεθύσι γίνεται -γλέντι- τί γίνεται; Θολώνεται ὁ
νοῦς, κι ἀντί νά θεραπεύσω τόν ἀμαυρωμένο νοῦ, τό θέλημα δηλαδή νά τό
στρέψω στόν Θεό, τό ἀμαυρώνω. Κι ἔρχεται ὁ Κανόνας νά πεῖ ἕνα τόσο ἠθικό
πράγμα καί κρύβει μέσα του τό δόγμα. Τό δόγμα νά μήν πέσουμε στό
μονοθελητισμό, ἕνα λάθος θέλημα. Νά μήν ἔχεις κι ἀνθρώπινο θέλημα; Ἀλλά
νά εἶναι καθαρό τό θέλημα.
Τό ἴδιο λέει ὁ δέκατος Κανόνας περί τῆς
τοκογλυφίας. Καί ἀκόμη ἡ ἡλικία τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν διακόνων, πότε
νά χειροτονηθοῦν, εἴκοσι πέντε ὁ διάκονος ὄχι κάτω ἀπό τά τριάντα ὁ
πρεσβύτερος. Νά ἀποκτήσουν ὥριμο θέλημα, νά μήν ἀλλάζουν κάθε μέρα
θέλημα, εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ.
Καί φυσικά ἐδῶ πέρα, σ᾽ αὐτό τό χῶρο τῆς Στ᾽
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶναι κάτι πάρα πολύ ὡραῖο. Ὁμιλεῖ γιά τά
μοναστήρια, πῶς πάει ἕνας σέ μοναστήρι, πάει λοιπόν γίνεται δόκιμος,
εἶναι ὁ Κανόνας σαράντα ἕνα τῆς Στ᾽ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, λέει κάθεται
ἐκεῖ περίπου τρία χρόνια καί πρέπει νά ἐκφράσει τό θέλημά του, ἐλεύθερος
νά γίνει μοναχός. Τρία χρόνια δέν εἶναι ἀρκετά γιά νά δοῦμε ἄν πέτυχε;
Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Κανόνας, τό ᾽χω πεῖ κι ἄλλες φορές καί μάλιστα μερικοί
ἀδελφοί μοναχοί μοῦ λένε, ποῦ τό βρῆκες; Δέν τό βρῆκα ἐγώ, μᾶλλον τό
βρῆκα, ἀλλά εἶναι πασίγνωστο, εἶναι ὁ σαράντα ἕνα Κανόνας τῆς Στ᾽
[Οἰκουμενικῆς] Συνόδου πού λέει νά μείνει τρία χρόνια, καί μετά, λέει,
μετά τά τρία χρόνια -ἀκοῦστε- «ἐφ᾽ ἕτερον ἐνιαυτόν», γιά ἕνα χρόνο, «ἔξωθεν προσκατερεῖν τῆς ἐγκλείστρας».
Νά βγεῖ ἀπό τό μοναστήρι, κάπου ἔξω νά βγεῖ, νά δοῦμε τό θέλημά του θά
λειτουργήσει, ἤ μέσα στό μοναστήρι τοῦ ἔκαναν πλύση ἐγκεφάλου; Εἶναι
τρομερό, τρία χρόνια δέν εἶναι ἀρκετά καί τόν πετάει ἔξω ἀπό τό
μοναστήρι, ἔξω τῆς ἐγκλείστρας, γιά νά ἐλέγξει τό θέλημα ἄν ἔχει
καλλιεργηθεῖ σωστά.
Ἄν αὐτά δέν εἶναι θεραπευτικά καί δέν εἶναι
πνευματικά, τί εἶναι τά πνευματικά; Ἄν αὐτά δέν εἶναι ἐφαρμογή τοῦ
δόγματος, πῶς θά ζήσουμε τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας;
Τά δόγματα εἶναι ἀλήθεια κι ἡ ἀλήθεια εἶναι
προορισμένη νά βιωθεῖ. Τό δόγμα εἶναι βίωση τῆς ἀλήθειας. Κι ὅπου δέν
βιώνεται, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία μέ τούς Κανόνες της, ὄχι μέ διατάξεις
νομοθετικές κι αστυνομικές ἤ ὑπουργικές ἀποφάσεις, νά θεραπεύσει τή μή
ἐφαρμογή τοῦ δόγματος πού εἶναι ἡ ἀπώλειά μας. Γι᾽ αὐτό τόλμησα σ᾽ αὐτό
τό χῶρο αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, ὅπου ἐδῶ σέ αὐτό τό χῶρο λειτουργεῖται ἡ ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ μας, οἱ ὁλονυκτίες, οἱ Λειτουργίες, πανέμορφες ὁμιλίες
πνευματικές, νά κάνω μιά παρεμβολή τέτοιου εἴδους, ἑνός θέματος πού θά
τό νομίζατε νομοκανονικό, νόμοι, διαταγές, ἀποφάσεις, σκληρά πράγματα.
Προτείνω λοιπόν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ
Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας νά ἀγαπηθοῦν ἀπό τό λαό μας καί νά βιωθοῦν ὡς
μέτρα θεραπευτικά.
Παραπομπές
[1]. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κανών Α᾽, Πηδάλιον, ἐκδ. "ΑΣΤΗΡ", Ἀθήνα 1976, σελ. 651.
[2]. Τά φάρμακα
[3]. Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατά στοιχεῖον, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων ὑπό Ράλλη-Ποτλῆ, τόμ. Στ᾽, Ἀθήνα 1859, σελ. 4.
[4]. Ἰουστινιανοῦ, Νεαρά ρλα᾽, Περί ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καί προνομίων, Corpus Juris Civilis, τόμ. 3, Βερολίνο 1959, ἐκδ. Weidmannsche Verlagsbuchhandlung, σελ. 654ἑ.
[5]. Ἁγίου Ἰωάννου Σχολαστικοῦ, Συναγωγή κανόνων ἐκκλησιαστικῶν εἰς Ν᾽ τίτλους, G. Voel - H. Justel, "Bibliotheca juris canonici veteris", Παρίσι 1661, σελ. 499-500.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου