Σελίδες

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Βασικές ἀρχές τῆς Ἁγιογραφίας καί ἀνάλυση τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στά πλαίσια τῶν μαθημάτων ἁγιογραφίας τῶν Ἁγίων εἰκόνων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ἔγινε τήν Παρασκευή, 4-11-2005.






Στήν ἀρχή τῶν μαθημάτων μας θά κάνουμε ἕνα εἰκοσάλεπτο τό ὁποῖο θά τό λέμε «θεολογία τῆς εἰκόνας», γιατί ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας εἶναι πάρα πολύ οὐσιαστική γιά νά ξέρουμε πῶς θά ἁγιογραφοῦμε. Δέν περιγράφουμε ἁπλῶς γεγονότα καί τά ἀποτυπώνουμε ὅπως μᾶς ἦρθε στό μυαλό. Ἡ κάθε γραμμή πού κάνουμε καί χαράσσουμε εἶναι μιά θεολογία, γιατί στήν εἰκόνα συμπυκνώνεται ὅλη ἡ θεολογία τῶν Πατέρων.
Ἡ Ἐκκλησία μας, γιά δυνατότητα μελέτης πού ἔχουμε γιά τά γεγονότα τά ὁποῖα περιγράφονται στό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, ἔχει τήν Ἁγία Γραφή ἡ ὁποία μᾶς λέει τά γεγονότα, ἔχει τούς Πατέρες πού ἑρμηνεύουν αὐτά τά γεγονότα, ἔχει τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἑρμηνεύουν καί ἐκεῖνοι τά γεγονότα -εἶναι μιά ἑρμηνεία τοῦ κειμένου οἱ ὕμνοι- καί ἔχει καί τίς εἰκόνες πού εἶναι καί αὐτές μιά ἑρμηνεία διά τῆς γραφικῆς τέχνης. Ἄρα γιά νά κάνω ἑρμηνεία, ὅπως κάνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν τήν Ἁγία Γραφή, πρέπει ὁ ἁγιογράφος νά εἶναι ἄνθρωπος φωτισμένος, νά μετέχει στά γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας καί νά ξέρει τήν Γραφή.
Εἶναι μιά διαδικασία πού μετέχει σέ μιά γλώσσα εἰδική πού εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἔτσι λοιπόν ὁ ἁγιογράφος πρέπει νά ξέρει τήν ἑρμηνευτική τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλα τά γεγονότα γιά νά μπορεῖ νά ἀποτυπώσει πάνω στήν εἰκόνα τή θεολογία πού ἀποτυπώνεται μέσα στή Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄρα κανείς δέν μπορεῖ νά πάρει καί νά περιγράψει τά γεγονότα μέ τή δική του φαντασία. Θά τό δεῖτε αὐτό στήν πορεία τῶν μαθημάτων μας, πώς ἡ κάθε γραμμή, ἡ κάθε ἔκφραση –μάλιστα καί πολλά στοιχεῖα εἶναι δογματικά– εἶναι ἀναλλοίωτα. Τό δόγμα δέν τό ἀλλάζεις. Καί ἐδῶ στίς εἰκόνες αὐτές ἐπάνω χαράζουμε καί διαγράφουμε τό δόγμα ἐμεῖς πάντοτε. Καί στό δόγμα κανείς δέν παρεμβαίνει. Θά τό δεῖτε στήν πορεία καί θά καταλάβετε καί τό θεωρῶ [αὐτό] τό πιό σπουδαῖο τμῆμα αὐτῶν τῶν ἐναρκτήριων μαθημάτων σας, γιατί ἐάν μάθετε ἁπλῶς νά ἁγιογραφεῖτε μιά τεχνική χωρίς νά ξέρετε τή βαθιά θεολογία, δέν θά κάνετε τίποτα. Ἁπλῶς θά παλινδρομεῖτε, «πῶς θά τό κάνω», «ἔτσι θά τό κάνω», «ἀλλιῶς θά τό κάνω» ἤ θά γίνετε μιμητές καί ἀντιγραφεῖς εἰκόνων, καί τίποτε ἄλλο.

Ἀφοῦ ἀρχίζουμε σήμερα τή θεολογία γιά πρώτη φορά, νά σᾶς πῶ μερικές γενικές ἀρχές τῆς εἰκόνας, πολύ γενικές ἀρχές, νά τίς θυμάστε ἁπλῶς, γιά νά τίς ἔχετε σάν γενικό δομικό στοιχεῖο στό νοῦ σας, καί πάνω σέ αὐτές τίς γενικές ἀρχές θά οἰκοδομήσουμε τό περαιτέρω ὑπόβαθρο πού λέγεται «θεολογία τῆς εἰκόνας».
Ἡ πρώτη βασική ἀρχή τῆς εἰκόνας, μιά οὐσιαστική βασική ἀρχή εἶναι τό ὅτι ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποιαδήποτε εἰκόνα ἀποτυπώνει γεγονότα πάνω σέ δύο διαστάσεις, ποτέ σέ τρεῖς διαστάσεις. Πάνω σέ δύο διαστάσεις. Στήν πρώτη Ἐκκλησία τά πρῶτα χρόνια ὑπῆρχαν κάποια γλυπτά, ἡμίγλυπτα, τά ὁποῖα σιγά-σιγά καταργήθηκαν. Καί αὐτό εἶναι μιά θεολογία. Βλέπετε, στό χῶρο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας» παρέμεινε ὁ χῶρος τοῦ γλυπτοῦ. Σέ ἐμᾶς το γλυπτό καταργήθηκε τελείως γιά λόγους πολύ βαθιά θεολογικούς καί πολύ βαθιά οὐσιαστικούς, λόγῳ τοῦ γεγονότος τό ὁποῖο λειτουργεῖ ὁ πιστός πού εἶναι μπροστά στήν εἰκόνα. Βλέπετε, ὅταν λέω δύο διαστάσεις, ἔχω ὕψος καί πλάτος, δέν ἔχω βάθος.
Βέβαια, σέ μιά τεχνική ἁγιογραφική θά μποροῦσε κάποιος νά κάνει καί βάθος, νά βάλει ἕνα λεγόμενο κεντρικό σημεῖο φυγῆς καί ἀναφορᾶς καί βάσει αὐτοῦ τοῦ σημείου, τά γεγονότα πού εἶναι μπροστά νά τά ἔχει μεγαλύτερα, τά γεγονότα πού ἔχει πίσω νά τά ἔχει μικρότερα. Παρόλο πού ἡ εἰκόνα μπορεῖ νά ἔχει πολύπτυχα γεγονότα καί νά τά περιγράφει, καί νά ὑπάρχουν θέματα πού εἶναι μπροστά ἤ πίσω, ἀνατρέπεται αὐτή ἡ ἰσορροπία τοῦ «μπρός ἤ πίσω», «μικρό ἤ μεγάλο». Βλέπετε, ἐδῶ ἔχουμε τό γεγονός τῆς Γεννήσεως, ἕνα πολύπτυχο γεγονός. Ἐμᾶς δέν μᾶς ἐνδιαφέρει νά ἔχουμε στήν εἰκόνα προοπτική, πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἔχουμε μόνο ὕψος καί πλάτος, ποτέ βάθος. Γιατί αὐτό τό ἀνώμαλο μέγεθος, ἀφοῦ καί μιά λογική ζωγραφικῆς μοῦ λέει πολύ σωστά νά ἔχω καί βάθος γιά νά βλέπω καλύτερα τίς εἰκόνες;
Οἱ τρεῖς διαστάσεις μέ τήν κλασική ἔννοια, ἄς τό πῶ ἔτσι, τῆς Εὐκλειδείου σκέψεως τῆς Γεωμετρίας, ἄς μήν πάω σέ ἄλλες διαστάσεις τοῦ χρόνου, ἀλλά οἱ κλασικές ἐκφράσεις τῆς διάστασης, ὕψος, πλάτος καί βάθος, ἡ τρισδιάστατη γεωμετρία. Εἶναι κάτι πολύ ἀληθινό καί εἶναι κάτι πολύ ὑπαρκτό, ἀλλά εἶναι αὐθύπαρκτο, δηλαδή κάτι πού ἔχει ὕψος, βάθος καί πλάτος εἶναι αὐθύπαρκτο, δέν χρειάζεται κάτι ἄλλο. Εἶναι ἕνα ἀντικείμενο, τό βλέπεις ἀπό ἐδῶ, ἀπό ἐκεῖ, τό περιεργάζεσαι καί εἶναι πραγματικά ἕνα ἀντικείμενο. Ἐάν [ὅμως] κάποιος σταθεῖ μπροστά σέ αὐτήν τήν εἰκόνα καί βλέπει μόνο ὕψος καί πλάτος καί δέν βλέπει βάθος, ἡ εἰκόνα τόν καλεῖ νά καταλάβει ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι ἐλλιπής. Προσέξτε. Γιατί νά εἶναι ἐλλιπής; Τί λείπει; Tό βάθος. Αὐτό ὑπάρχει γιά νά καταλάβει ὁ ἴδιος τό ἐλλεῖπον βάθος. Εἶναι ὁ ἴδιος πού στέκεται μπροστά στήν εἰκόνα. Ἡ εἰκόνα δέν εἶναι γεγονός μουσειακό, οὔτε γεγονός τέχνης. Εἶναι γεγονός τό ὁποῖο μέ καλεῖ γιά νά συμμετέχω στά γεγονότα αὐτά, γεγονός προσευχῆς.
Ὁ πιστός πού στέκεται μπρός στήν εἰκόνα καί νιώθει τήν ἔλλειψη τοῦ βάθους, γίνεται ὁ ἴδιος βάθος. Δηλαδή ἀντί τό βάθος νά εἶναι πίσω, τό βάθος εἶμαι ἐγώ -ἡ τρίτη διάσταση- πού μπαίνω μέσα στήν εἰκόνα. Εἶναι μιά πολύ σπουδαία ἀρχή αὐτή, μιά οὐσιαστική ἀρχή ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ κατά τά μέτρα τῆς λογικῆς ἑρμηνείας πολλῶν Δυτικῶν μελετητῶν τῆς εἰκόνας, πού λένε «πολύ ὡραία τέχνη, ἀλλά εἶναι ἐλλιπής, δέν ἔχει βάθος». Μά ἐμεῖς δέν κάνουμε τέχνη γιά τήν τέχνη, κάνουμε τέχνη γιά τήν προσευχή.
Εἶναι τέχνη ἀναγωγική, ἑρμηνευτική τοῦ κειμένου ὅπως σᾶς εἶπα καί ταυτόχρονα τέχνη ἀναγωγική. Πού σημαίνει ὁ πιστός πού θά μετέχει στά γεγονότα καί θά ἀναπληρώσει τό ἐλλεῖπον βάθος τῆς εἰκόνας διά τῆς παρουσίας του μπροστά στήν εἰκόνα. Γι᾿ αὐτό ἐμεῖς δέν ἀρεσκόμαστε νά ἔχουμε εἰκόνες στά μουσεῖα. Νά περνάει κάποιος ἁπλῶς γιά νά τίς βλέπει. Οἱ εἰκόνες εἶναι γιά τίς Ἐκκλησίες ὅπου στέκεται ὁ ἄλλος καί προσεύχεται μπροστά στήν εἰκόνα. Καί μπορεῖ νά ἁγιάσει μπροστά στήν εἰκόνα. Λέμε πολλές φορές ὅτι ὑπάρχουν ἁγιασμένες εἰκόνες [καί] μιά εἰκόνα μυροβλύζει. Πῶς ἔγινε ἁγία ἡ εἰκόνα; Γιά δύο αἰτίες.
Πρώτη αἰτία, ὁ ἁγιογράφος πού τήν ἔκανε μπορεῖ νά ἦταν ἅγιος. Καί ἁγίασε ὅλη τήν εἰκόνα. Ἡ δεύτερη αἰτία εἶναι μπροστά στήν εἰκόνα νά ἁγίασαν πολλοί ἄνθρωποι. Κλάμα, δάκρυα, μετάνοιες καί νά ἁγίασε ὅλη ἡ εἰκόνα. Αὐτές εἶναι οἱ ἁγιασμένες εἰκόνες. Τό ξύλο δέν ἔχει μόνο του καμιά ἰδιότητα, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀποδίδουν ἁγιαστικά δεδομένα πάνω στά ἀντικείμενα. Βλέπετε, ἔχουμε τή σκιά τοῦ Πέτρου, ἔκανε θεραπεῖες, τό ροῦχο τοῦ Χριστοῦ, ἡ κάπα τοῦ ἁγίου Ἠλιοῦ, οἱ ἁλυσίδες τοῦ ἁγίου Πέτρου ἔκαναν θαύματα. Τί ἦταν αὐτά; Ἀντικείμενα ἦταν τά ὁποῖα ἁγιάζουν ἀπό τόν ἁγιαζόμενο ἄνθρωπο. Μόνο του ἕνα ἀντικείμενο δέν κάνει τίποτα. Ἔτσι λοιπόν αὐτή εἶναι ἡ πρώτη βασική ἀρχή τῆς καταργήσεως τοῦ τρισδιάστατου καί τῆς προσλήψεως τῆς τρίτης διαστάσεως στό πρόσωπο τό ὁποίο μετέχει σέ αὐτά τά γεγονότα.
Μιά δεύτερη ἀρχή ἡ ὁποία ἀρκετά ἐκκωφαντικά φαίνεται πάνω σέ αὐτή τήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, μετά ἀπό λίγο θά πῶ μερικά λογάκια, παρόλο πού εἶναι πολύπτυχη, μερικά λόγια θά πῶ, θά τήν ἀναλύσω τήν ἄλλη φορά πιό βαθιά. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως. Βλέπετε, ἐδῶ περιγράφονται τά πάντα. Ἔχουμε τήν Παναγία, τόν Χριστό, τούς Ἀγγέλους πού κατεβαίνουν, κάποιους βοσκούς πού βλέπουν τά γεγονότα, τόν Ἰωσήφ πού σκέφτεται ἐάν θά πρέπει νά κρατήσει τήν Παναγία ἤ ὄχι, τούς μάγους πού ἔρχονται, πάρα πολλά γεγονότα πού ἔγιναν διαχρονικά μέσα σέ μιά εἰκόνα. Δηλαδή ἐμεῖς ποτέ δέν ἔχουμε κόμικς. Ὅλα τά γεγονότα τῆς διαχρονικότητας συγκεντρώνονται πάνω ἐδῶ. Ἡ εἰκόνα ἔχει δεύτερη ἀρχή της τήν ἀρχή τῆς καταργήσεως τοῦ χρόνου καί τοῦ ξεπεράσματος τοῦ χρόνου. Στήν Ἐκκλησία ὁ χρόνος καταργεῖται καί ὅλα γίνονται αἰωνιότητα.
Τί λένε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», ἤ τά Χριστούγεννα: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου». Πῶς ἐννοοῦν «Σήμερον»; Ἡ κατάργηση, τό ξεπέρασμα τοῦ χρόνου τά ἑνώνει, τά κάνει ὅλα «Σήμερον», ὅλα εἶναι μαζί. Ὑπάρχουν δύο εἰκόνες πού εἶναι… νά πῶ τή μία μονάχα γιά νά καταλάβετε τό γεγονός αὐτό. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, 40 μέρες μετά τήν Ἀνάστασή Του Ἀναλαμβάνεται. Ἐδῶ εἶναι ἡ Παναγία μπροστά καί εἶναι οἱ Ἀπόστολοι γύρω-γύρω στήν εἰκόνα. Ἔτσι ἦταν τά γεγονότα. Ἄγγελοι κατέβηκαν. Ἀνέβηκε μέ τούς Ἀγγέλους στόν οὐρανό. Πολύ καλά. Καί ὅμως σ᾿ αὐτή τήν εἰκόνα μέσα ὑπάρχει ἕνα παράλογο. Μπροστά-μπροστά εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος ἀπόστολος Παῦλος ὅταν γινόταν ἡ Ἀνάληψη δέν ἦταν κἄν χριστιανός. Ἐάν διαβάσετε τά κείμενα τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων πού περιγράφεται ἡ ἱστορία αὐτή τῆς Ἀναλήψεως εἶναι στό πρῶτο κεφάλαιο τῶν Πράξεων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βλέπει τό «Φῶς» στή Δαμασκό καί μετανιώνει. Εἶναι στό 9ο κεφάλαιο, πάρα πολύ χρόνο μετά δηλαδή. Ἄρα ἡ εἰκόνα ἐδῶ εἶναι ἀνιστόρητη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος «δέν ἔχει δουλειά» στήν Ἀνάληψη μέσα. Καί ὅμως γιά ἐμᾶς ἔχει δουλειά.
Ἐφ᾿ ὅσον μετάνιωσε κερδίζει καί τόν προηγούμενο χρόνο. Εἶναι «μέσα» στόν χρόνο. Εἶναι παρών! Ὁ μετανοῶν κερδίζει καί τόν προηγούμενο χρόνο. Βλέπετε, αὐτό εἶναι κατάργηση τοῦ χρόνου. Ἔχουμε καί ἄλλες τέτοιες εἰκόνες πού περιγράφουν τέτοια γεγονότα πού ξεπερνοῦν τό χρόνο. Καί εἶναι μιά πολύ σπουδαία ἀρχή. Δέν λέμε ὁ Παῦλος «δέν ἦταν». «Ἦταν», ἀφοῦ μετάνιωσε.
Μιά ἄλλη πολύ βασική ἀρχή εἶναι τό ὅτι στίς εἰκόνες δέν ἔχουμε σκιές. Ἄν κοιτάξουμε στό ἔδαφος πάνω, δέν ὑπάρχουν σκιές. Οὔτε ὑποσκιάσματα. Καμμιά σκιά. Γιατί δέν ὑπάρχουν σκιές; Σκιά ὑπάρχει ὅπου ὑπάρχει μιά πηγή φωτός. Βλέπετε, ἔρχεται ἡ πηγή φωτός καί ἀφήνει μιά σκιά πάνω στό ταβάνι, τή σκιά τῆς λάμπας. Ὑπάρχει μιά πηγή φωτός πού ἐκπέμπει τό φῶς. Ἐάν τό φῶς εἶναι παντοῦ, ἐάν τό φῶς ἔρχεται πανταχόθεν, ἀπό παντοῦ ἔρχεται, δέν ὑπάρχει δυνατότητα νά ὑπάρχει σκιά, ἡ σκιά καταργεῖται. Ὅλα εἶναι φῶς.
Καί μέσα στήν εἰκόνα [τά] ἐκφράζουμε ὅλα ὡς φῶς. Ἁπλῶς ὑπάρχουν μερικές πτυχώσεις ἐνδυμάτων κ.λπ. ἀλλά μέσα στήν εἰκόνα ὅλα εἶναι φῶς. Ποτέ δέν κάνουμε σκιές ἤ ὑποσκιάσματα. Εἶναι μία τελείως λάθος τοποθέτηση, ὅπου πιά καταργεῖ τήν ἔννοια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τό φῶς μέσα στό ὁποῖο εἶναι λουσμένες οἱ εἰκόνες, εἰδικά οἱ εἰκόνες πού εἶναι πάνω σέ ξύλο, εἶναι μέ χρυσό. Βλέπετε ἐκφράζουν αὐτό τό φῶς καί βέβαια στούς τοίχους, ἐπειδή τό χρυσάφι δέν μπορεῖ νά πιάσει εὔκολα, κάνουμε ἄλλα χρώματα, ἀλλά εἰδικά γι᾿ αὐτό στήν ἔκφραση τῆς ἁγιογραφίας πάνω σέ ξύλο δέν ὑπάρχει καμμία σκιά καί ἔρχεται τό φῶς ἀπό παντοῦ. Εἶναι τό φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ αὐτό τό φῶς. Αὐτή εἶναι μιά ἄλλη οὐσιαστική ἀρχή πού ἀφορᾶ τή σκιά καί τό φῶς καί τό πῶς ἐκχέεται πάνω στίς εἰκόνες.
Καί μιά ἄλλη βασική ἀρχή, παρόλο πού δέν μπορῶ νά πῶ γιατί… -συμπυκνώνω τώρα κατ᾿ ἀνάγκην αὐτές τίς ἀρχές γιά νά ἔχετε μιά δόση ἐνάρξεως αὐτῶν τῶν μαθημάτων τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας- εἶναι τό ὅτι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποιοιδήποτε ἅγιοι περιγράφονται πάνω στήν εἰκόνα, βλέπουν κατά πρόσωπον. Τό κατά πρόσωπον δέν σημαίνει πώς πρέπει τά πρόσωπα τῶν ἁγίων, πάντα νά κοιτοῦν μπροστά. Κατά πρόσωπον.
Ὑπάρχουν καί εἰκόνες, ὅπως αὐτῆς τῆς Ἀναλήψεως, πού οἱ Ἀπόστολοι εἶναι πλαγιαστά, σέ πλάγια ἀπεικόνιση, ἀλλά ὅλων φαίνονται τά μάτια. Ποτέ ἡ εἰκόνα δέν εἶναι [μόνο] en face (ανφάς). Μπορεῖ νά εἶναι ἤ λίγο πλαγιαστά - πλάγια ἀπεικόνιση τή λέμε- ἤ κατά πρόσωπον, πάντα [ὅμως] φαίνονται καί τά δύο τά μάτια. Ποτέ δέν καταργεῖται τό πρόσωπο, γιατί ἡ ἔννοια εἶναι ὅτι θά δοῦμε τόν Θεό πρόσωπον πρός πρόσωπον.
Πρόσωπον [εἶναι σύνθετη λέξη]. Ἀποτελεῖται ἀπό τήν πρόθεση «προς» καί τήν λέξη «ὦπα» πού σημαίνει: μάτια. «Προς» καί «ὦπα» σημαίνει: πρός τά μάτια. Πρός τά ὦπα. «Πρόσωπον» εἶναι τό κατά πρόσωπον κοίταγμα. Καί οἱ ἅγιοι βλέπουν τόν Θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον κατά τά μέτρα πού δύνανται βέβαια. Θά ποῦμε αὐτά τά γεγονότα σέ ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἔχουν κάποιες ἐξαιρέσεις.
Θά τολμοῦσα νά πῶ μερικές ἐξαιρέσεις σέ κάποια στοιχεῖα κάποιων εἰκόνων. Δέν ξέρω γιατί, πάντα θά τό λέω, στίς εἰκόνες θά τό δοῦμε καί θά πεῖτε γιατί εἶναι ἐκεῖ πέρα αὐτό τό πρόσωπο προφίλ, γιατί ἔχει βάλει ὁ Θεοφάνης, ὁ μεγάλος ἁγιογράφος ὁ Θεοφάνης ὁ Κρής κάποιες παραστάσεις ὅπου κάποιες προσωπικότητες εἶναι προφίλ. Δέν τό ξέρω τό γιατί. Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω. Ἀλλά ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας ἀπαιτεῖ πάντα νά εἶναι ἡ κατά πρόσωπον ἀπεικόνιση μέ τά δύο τά μάτια. «Πρός καί ὦπα» νά φαίνονται τά μάτια. Αὐτά πῶς ἀπεικονίζονται θά τά δοῦμε ὅλα.
Αὐτά πού σᾶς εἶπα τώρα εἶναι μερικές πολύ γενικές ἀρχές γιά τή θεολογία τῶν εἰκόνων. Στά μαθήματα «θεολογία τῆς εἰκόνας», πού θ᾿ ἀκολουθήσουν, περιγράφοντας ὅλες τίς εἰκόνες σιγά-σιγά, θά δεῖτε πάρα πολλές λεπτομέρειες καί πάρα πολύ βαθιά θεολογία ἡ ὁποία θά σᾶς προκαλέσει νά μελετήσετε θεολογικά, ἐάν θέλετε σοβαρῶς νά ἁγιογραφήσετε σωστά.
Σᾶς εἶχα πεῖ, εἶναι ἡ μελέτη τῆς Γραφῆς, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ὕμνων πού ἀποτυπώνουν τή θεολογία τῆς εἰκόνας. Ὅταν ἀκοῦτε ἕναν ὕμνο, αὐτό εἶναι θεολογία. Μελέτησε ἕνας τό γεγονός αὐτό καί θεολογεῖ πάνω στό γεγονός. Τό τροπάριο τό αὐριανό τοῦ ἁγίου. Δέν εἶναι ἁπλῶς περιγραφή τῆς ζωῆς του. Εἶναι θεολογία τῆς ζωῆς του. Καί ἐδῶ ὅπως εἴπαμε εἶναι μιά θεολογία ἡ ὁποία γίνεται διά τοῦ λόγου τῆς Γραφῆς καί τῆς ζωγραφικῆς.
Γιά νά δοῦμε, γιά λίγα λεπτά μόνο, τήν εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ μας. Μερικά στοιχεῖα θά δοῦμε. Κοιτάξτε, ἡ εἰκόνα εἶναι πασίγνωστη σέ ἐμᾶς. Γιά νά δοῦμε κάποια κεντρικά γεγονότα τῆς εἰκόνας. Στό κέντρο ὑπάρχει αὐτό τό σπήλαιο στό ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Χριστός, [καί] στό βάθος εἶναι σκοτάδι. Νά θυμίσω πώς ποτέ στήν ἁγιογραφία δέν ἁγιογραφοῦμε τό κακό, ἄς ποῦμε τό διάβολο, ποτέ. Ἀκόμη καί τό σκοτάδι ἐδῶ εἶναι μιά μικρή ἐξαίρεση, νά δείξουμε αὐτό πού λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε στό χῶρο πού ἦταν ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου. Ποτέ σκοτάδι. Ὑπάρχουν πολλές εἰκόνες μέ σκοτάδι πού δέν ξέρουν [οἱ ἁγιογράφοι] θεολογία καί γιατί τό κάνουν. Π.χ. ἡ ἁγία Μαρίνα μέ ἕνα διαβολάκι. Ποτέ δέν ἁγιογραφοῦμε τό κακό. Εἶναι λάθος τελείως γιατί ἐμεῖς ἁγιογραφοῦμε ὅ,τι ἔκανε ὁ Θεός, τό ἐνυπόστατο καί ὄχι τό ἀνυπόστατο. Ὁ διάβολος εἶναι ἀνυπόστατος. Προσέξτε «ἀνυπόστατος» δέν σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει. Ἄλλο «ὑπάρχω» καί ἄλλο «ἔχω ὑπόσταση». Διαφέρει πάρα πολύ. Δέν λέω «δέν ὑπάρχει ὁ διάβολος». Εἶπα ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἀνυπόστατος. Πολύ οὐσιαστική διαφορά, ἐάν ξέρετε Ἑλληνικά. Εἶναι ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀνυπόστατος σημαίνει πώς ὁ Θεός δέν ἔφτιαξε τέτοια ὑπόσταση. Ὁ διάβολος ἦταν ἄγγελος. Ὁ Θεός ἔφτιαξε ὑπόσταση ἀγγέλου. Δέν ἔφτιαξε ὑπόσταση διαβόλου. Διότι ὁ Θεός εἶναι δημιουργός μόνο καλῶν. Δέν κάνει κακό πράγμα. Ἐν ἐλευθερίᾳ ὁ διάβολος θέλησε νά γίνει ἀνυπόστατος. Ὑπαρκτός ἀλλά ἀνυπόστατος. Προσέξτε. Μάθετε Ἑλληνικά λιγάκι. Ἄρα ὡς δημιούργημα δέν ὑπάρχει διάβολος. Ἦταν ἄγγελος πού στή φύση του παραμένει ἄγγελος πού διαστρέβλωσε αὐτήν τήν ἀγγελική του φύση. Αὐτό εἶναι τό ἀνυπόστατο. Ἐμεῖς λοιπόν ποτέ δέν ἁγιογραφοῦμε τό ἀνυπόστατο. Οὔτε σκηνές τρόμου κ.λπ. Ποτέ.
Αὐτό εἶναι πολύ βασικό στήν ἁγιογραφία καί δέν ἁγιογραφοῦμε ποτέ πρόσωπα τά ὁποῖα δέν τά εἴδαμε. Οἱ ἅγιοι ὅλοι φάνηκαν. Φανερώθηκαν. Στήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος θά δοῦμε ὅτι τόν Πατέρα δέν τόν ἁγιογραφοῦμε. Τόν Πατέρα δέν τόν εἴδαμε ποτέ. Τόν Υἱό τόν εἴδαμε, τόν ἁγιογραφοῦμε. Τό ἅγιο Πνεῦμα τό εἴδαμε «ὡσεί περιστερά» ἤ ὡς φῶς, τό ἁγιογραφοῦμε. Τόν Πατέρα ποτέ δέν Τόν εἴδαμε καί ποτέ δέν Τόν ἁγιογραφοῦμε. Δέν ὑπάρχει ἁγία Τριάδα ὅπου θά δεῖτε τόν Πατέρα μέ μιά γενειάδα. Εἶναι λάθος ἡ εἰκόνα καί εἶναι ἡ εἰκόνα θεολογικά ἀνυπόστατη, γιατί ποτέ δέν φανερώθηκε ὁ Πατέρας. Ἔτσι λοιπόν εδῶ ἔχουμε τό σκοτάδι, περιγράφεται αὐτό τό σκότος καί ἡ σκιά τοῦ θανάτου τό ὁποῖο λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Μέσα στό σπήλαιο ὑπάρχουν δύο ζῶα. Ἕνα γαϊδουράκι (ὄνος) καί ἕνα βόδι. Δύο ζῶα.
Γιατί δέν ἐπιλέγουμε ἄλλα ζῶα; Ὅπως ἐπιλέγουν οἱ Χριστουγεννιάτικες κάρτες καί γιά νά εἶναι χαριτωμένες βάζουν κουνελάκια κ.λπ. ἤ μπορεῖ νά βάλεις ἕναν δεινόσαυρο πού θέλουν τά παιδιά. Ἡ Ἁγία Γραφή σέ αὐτά τά δύο μόνο ζῶα στέκεται, γιατί αὐτά τά δύο ζῶα τά ἀναφέρει καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας καί ὁ προφήτης Ἀββακούμ πού ἀναφέρονται προφητικά στό γεγονός τῆς Γέννησης. Καί οἱ δύο προφῆτες ἀναφέρονται σέ δύο ζῶα ἀνάμεσα στά ὁποῖα θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
«Ἐν μέσῳ δύο ζώων γνωσθήση», λέει ὁ προφήτης Ἀββακούμ καί ὁ Ἠσαΐας, προσδιορίζει τά ζῶα, καί λέει: «Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραήλ δέ με οὐκ ἔγνω». Βλέπε, λέει βοῦς καί ὄνος. Τί σημαίνει τώρα βοῦς καί ὄνος; Κατά τά μέτρα τῆς ἑρμηνευτικῆς τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι πρῶτα-πρῶτα τά ἄλογα ζῶα, τό ἄλογο τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δύο εἰδῶν ἄλογα ζῶα.
Εἶναι οἱ ἐξ Ἰουδαίων καί οἱ ἐξ ἐθνικῶν Χριστιανοί. Ποιοί προσκύνησαν τόν Χριστό; Οἱ Ἑβραῖοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν γνωρίσει τόν Χριστό λίγο πιό πρίν, λόγω τῆς ἀποκαλύψεως πού ἔγινε σέ αὐτούς, καί μετά οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί. Εἶναι δύο κατηγορίες. Οἱ ἐξ ἐθνῶν καί οἱ ἐξ Ἰουδαίων. Καί οἱ δύο εἶναι ἄλογοι ὅμως. Καί οἱ Ἑβραῖοι γνώρισαν [τόν Χριστό] καί αὐτοί τόν σταύρωσαν, οἱ ἄλλοι δέν τόν ἤξεραν καθόλου τόν Χριστό. Εἶναι πάντοτε δύο ζῶα καί παραμένουν δύο ζῶα. Τίποτα ἄλλο. Ἕνας ὁ ὁποῖος θά τολμήσει νά κάνει κάτι ἄλλο ἀλλάζει τήν Ἁγία Γραφή. Μερικά δευτερεύοντα στοιχεῖα μπορεῖ νά ἀλλάξει ἐάν ἐπιτρέπεται μέ κάποια φειδώ. Κάποιο χρῶμα ρούχου. Τίποτε ἄλλο. Ἀλλά ποτέ τά κεντρικά στοιχεῖα. Ὅπως ὁ Χριστός ὁ ὁποῖος εἶναι μέσα στό χῶρο αὐτό, μέσα στό κρεβατάκι στό ὁποῖο βρίσκεται. Αὐτό θά τό κάνετε ἔτσι καί μόνο ἔτσι. Ποτέ τίποτα ἄλλο. Οὔτε κρεβατάκι, οὔτε ἄλλα ροῦχα.
Καί τά δύο εἶναι στοιχεῖα θεολογικά καί δογματικά ταυτόχρονα. Ὁ Χριστός φοράει αὐτά τά ροῦχα γιατί ἀκριβῶς ἔρχεται γιά νά σταυρωθεῖ καί νά πεθάνει γιά ἐμᾶς. Αὐτή ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων δέν εἶναι μιά αὐτοτελής γιορτή. Aὐτή ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων ἔχει νόημα ἐάν αὐτό πού γίνεται τώρα καταλήγει σέ ἕνα γεγονός σωτηριολογικό γιά τήν ἀνθρωπότητα. Μεγάλο πράγμα ὅταν ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό γιά τή σωτηρία. Πρέπει νά καταλυθεῖ ὁ Ἅδης. Γι᾿ αὐτό σέ ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν εἶναι τό Πάσχα. Στή Δύση εἶναι τά Χριστούγεννα. Ἐκεῖ γιορτάζουν τά Χριστούγεννα. Τό Πάσχα εἶναι μιά γιορτή ἀρκετά ὑποτιμημένη. Ἐμεῖς λοιπόν καί τό γεγονός αὐτό -τό μεγάλο- τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, τό λειτουργοῦμε ὡς προ-ὑπηρετικό τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ ἔργου σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι τό παιδί αὐτό πού γεννιέται τώρα ἑτοιμάζεται νά πεθάνει καί νά σταυρωθεῖ γιά ἐμᾶς. Καί τό πεθαμένο πάνω του, τό δείχνει μέ αὐτά τά σουδάρια. Εἶναι τά σουδάρια μέ τά ὁποῖα τύλιξαν τόν Χριστό κατά τήν ὥρα τῆς ἀποκαθήλωσής Του ὅταν τόν πήγαιναν στόν τάφο. Τά σουδάρια [εἶναι αὐτά πού] βρῆκαν μετά οἱ μυροφόρες στόν ἄδειο τάφο τυλιγμένα, σ᾿ ἕνα χῶρο βαλμένα. Εἶναι τό παιδί τό ὁποῖο θά πεθάνει γιά ἐμᾶς. Γι᾿ αὐτό δέν μπορεῖς νά βάλεις στόν Χριστό γιά λόγους καθαρά δογματικούς ὁποιαδήποτε ἄλλα ροῦχα, ἀλλά τά ροῦχα αὐτοῦ ὁ ὁποῖος ἑτοιμάζεται νά πεθάνει γιά ν᾿ ἀναστηθεῖ… Ταυτόχρονα καί τό κρεβατάκι στό ὁποῖο βρίσκεται εἶναι τάφος. Εἶναι ὁ τάφος μέσα στόν ὁποῖο μπῆκε ὁ Χριστός γιά νά ἀναστηθεῖ. Δέν εἶναι ὁποιοδήποτε κρεβατάκι. Γι᾿ αὐτό ὅταν βλέπουμε [κάποια ἄλλη] εἰκόνα καί λέμε «τί ὡραία εἰκόνα», [νά γνωρίζουμε ὅτι] εἶναι τελείως λανθασμένη.
Αὐτή ἡ θεολογία [τῆς ἁγιογραφίας] ξέφυγε τελείως ἀπό τό χῶρο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Γιατί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν [ἁγιογραφία], ἁπλῶς ἔχουν κάποια βιτρώ πάνω στά τζάμια. Ἀνάγκη καί αὐτοί νά ἀπεικονίσουν κάτι. Βλέπετε, ἀμέσως μπήκαμε στά γεγονότα τά βαθιά, τά πολύ βαθιά θεολογικά. Θά ἀναλύσω αὐτήν τήν εἰκόνα καί τήν ἐπόμενη φορά.
Τελειώνουμε μέ ἕνα γεγονός τό ὁποῖο θά τό δοῦμε ταυτόχρονα καί στήν ἑπόμενη εἰκόνα πού θά ἀναλύσουμε μετά τή Γέννηση, πού εἶναι ὁ Εὐαγγελισμός, στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἡ Παναγία πάντοτε ὅταν ἁγιογραφεῖται πρέπει νά ἔχει -πάντοτε, μά πάντοτε- στό κεφάλι της -πάνω στό ροῦχο πού ἔχει στό κεφάλι της- καί στίς δύο πλάτες της -[ἀριστερά καί δεξιά στούς ὥμους της]- τρία ἀστεράκια. Συνολικά τρία ἀστεράκια. Τά ἀστεράκια αὐτά εἶναι ὀκτάκτινα, ἔχουν ὀκτώ ἀκτίνες. Ἕνα στό κεφάλι της καί ἀπό ἔνα στίς δύο πλάτες της. Αὐτό εἶναι δογματικό στοιχεῖο καί κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἀλλάξει. Καί τό ὀκτάκτινο καί τό τρία. Τό τρία σημαίνει ὅτι ἡ Παναγία δογματικά εἶναι ἀειπάρθενος. Ἀειπάρθενος σημαίνει ὅτι ἦταν παρθένος πρό τοῦ τόκου, κατά τόν τόκο καί μετά τόν τόκο. Πρό, κατά καί μετά. Αὐτό ἐκφράζει τήν ἀειπαρθενία. Τό ἀεί πῶς εἶναι; Eἶναι τό πρίν, τό τώρα καί τό μετά. Τό ἀειπάρθενο λοιπόν τῆς Παναγίας ἐκφράζεται διά τῶν τριῶν ἀστέρων καί εἶναι ἀπαραίτητο αὐτό νά δηλωθεῖ, γιά νά δηλωθεῖ ὅτι δέν εἶναι μιά ὁποιαδήποτε γυναίκα εἶναι: «Ἡ γυναίκα πού εἶναι πάντοτε ἀειπάρθενος». Καί ταυτόχρονα τά ἀστεράκια εἶναι ὀκτάκτινα, μέ ὀκτώ ἀκτίνες. Δέν εἶναι καί αὐτό τό στοιχεῖο τυχαῖο. Δέν μπορεῖ κάποιος νά κάνει ἕνα ἀστεράκι μέ πέντε ἤ ἕξι ἀκτίνες ἤ μέ τρεῖς ἀκτίνες, γιατί ἔτσι τοῦ ἄρεσε, γιατί μέ τήν Παναγία ἐγκαινιάζεται τό ἔργο τοῦ μυστηρίου τῆς ὀγδόης ἡμέρας τῆς Δημιουργίας. Τό Μυστήριο τῆς Ὀγδόης ἡμέρας τῆς Δημιουργίας. Ὁ Θεός ἔκανε τόν κόσμο σέ ἕξι ἡμέρες. Ἐκεῖ τελείωσε τό ἔργο Του. Καί ἔλεγε πάντοτε ἡ Ἁγία Γραφή – ἐάν πάρετε τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως. «Καί ἐγένετο πρωί καί ἐγένετο ἑσπέρας ἡμέρα πρώτη. Καί ἐγένετο πρωί καί ἐγένετο ἑσπέρας ἡμέρα δεύτερη. Καί ἐγένετο πρωί καί ἐγένετο ἑσπέρας ἡμέρα Τρίτη» καί κλείνει τίς ἡμέρες. Τέλος, φτιάχνει καί τόν ἄνθρωπο καί λέει «ἐγένετο πρωί ἐγένετο ἑσπέρας ἡμέρα ἕκτη». Καί τελείωσε ἡ δημιουργία. Ἡ ἕβδομη ἡμέρα, τήν ξέρετε πολύ καλά, περιγράφεται στό 2ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως πού λέει ὅτι ὁ Θεός «κατέπαυσεν ἀπό τῶν ἔργων Αὐτοῦ» τήν ἕβδομη ἡμέρα.
«Κατέπαυσεν ἀπό τῶν ἔργων Αὐτοῦ» τήν ἕβδομη ἡμέρα. Ἐάν ψάξετε ὅλη τή Γραφή, δέν θά βρεῖτε νά τελειώνει πουθενά ἡ ἕβδομη μέρα. Δέν θά πεῖ «καί ἐγένετο ἑσπέρας καί ἐγένετο πρωί ἡμέρα ἑβδόμη». Ἡ ἡμέρα ἡ ἕβδομη μένει ἀνοιχτή. Εἶναι ἡ ἡμέρα τήν ὁποία ζοῦμε σήμερα. Εἴμαστε στήν ἕβδομη ἡμέρα τῆς δημιουργίας. Γι᾿ αὐτό ἔμεινε ἀνοιχτή αὐτή ἡ ἡμέρα. Ἀλλά μέσα στήν ἕβδομη ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος ἀπέτυχε νά γίνει αὐτό πού ὁ Θεός τόν προετοίμασε νά γίνει.
Καί ὁ Θεός, συγχωρώντας τήν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου, ἐγκαινίασε τήν ὄγδοη ἡμέρα, πού εἶναι -ἡ ὄγδοη ἡμέρα- τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας καί σέ αὐτό τό ἔργο μετέχει ἡ Παναγία. Τώρα πού ζοῦμε ἐδῶ, σέ αὐτό τόν κόσμο, ζοῦμε τήν ἕβδομη ἡμέρα τῆς δημιουργίας ὡς ἀποτυχημένου κόσμου καί ταυτόχρονα, ἐάν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, ζοῦμε ταυτόχρονα καί τήν 8η ἡμέρα τῆς δημιουργίας.
Μετά τή Δευτέρα Παρουσία θά ἔχουμε μονάχα τήν 8η ἡμέρα τῆς δημιουργίας. Ὅποιος ἔχει κουράγιο στό μέλλον, νά διαβάσει αὐτά τά γεγονότα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής, πάρα πολύ πρώιμα, ἐκεῖ τόν 6ο αἰώνα, περιγράφει βαθύτατα τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας. Ἀπό ἐκεῖ θεολογούμε κι ἐμεῖς. Βλέπετε, ἐδῶ ἔχουμε ἀπεικόνιση θεολογίας. Ἀλλά δέν λέμε πολλά λόγια. Ἐδῶ ὑπάρχουν τρομερά μυστικά βλέπετε. Εἶναι πολύ πιό δύσκολο νά διαβάσεις αὐτό, παρά τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Ὁ Μάξιμος τό λέει καθαρά. Ἐδῶ πρέπει νά ξέρεις Μάξιμο γιά νά καταλάβεις αὐτό τό γεγονός.
Σᾶς ἔφερα λίγο στά κλειδιά καί στά μυστικά τοῦ μυστηρίου τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας, τήν ὁποία θά τήν κάνουμε ὅλο τό χρόνο σχεδόν μέ ποικίλους τρόπους, γιά νά μπεῖτε σέ αὐτή τή βαθιά ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί ἁγιογράφος χωρίς νά ξέρει τη θεολογία δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα.
Οἱ Ὀρθόδοξοι πρέπει νά εἶναι θεολόγοι, δέν εἶναι θέμα πτυχίου. Εἶναι θέμα προσωπικῆς συμμετοχῆς στά γεγονότα καί φυσικά προσωπικῆς καθάρσεως καί φωτισμοῦ. Δέν εἶναι θέμα τεχνικῆς. Οἱ ἁγιογράφοι, γιά νά κάνουν εἰκόνες παλιά, νήστευαν πάρα πολλές μέρες, ἔκαναν προσευχές, ἔκαναν Παράκληση [στόν ἅγιο πού θ᾿ ἁγιογραφοῦσαν] πρίν καί ξεκινοῦσαν. Καί ἐάν θέλετε κάτι νά μάθετε ἐδῶ, σέ αὐτό τό χῶρο, ἤ ὅταν ἑτοιμάζετε νά ἁγιογραφήσετε ὁτιδήποτε, θά τό κάνετε ἐν νηστείᾳ καί προσευχῇ. Θά κάνετε προσευχή γιά τά γεγονότα, γιά νά μετέχετε στά γεγονότα καί νά γίνεται μιά ἀλληλοπεριχώρηση. Ὅταν ἁγιογραφεῖς τόν ἅγιο, γνωρίζεις τόν ἅγιο καί γίνεται μιά ἀλληλοπεριχώρηση. Νά διαβάσετε τό βίο τοῦ ἁγίου. Νά μάθετε τά τροπάρια τοῦ ἁγίου. Δέν εἶναι αὐτό μιά τεχνική. Γι᾿ αὐτό ἡ ἁγιογραφία ἔχει μιά δυνατότητα νά ἔχει αὔξηση. Αὔξηση δέν σημαίνει νά κάνω νέα μοντέλα ἁγιογραφίας. [Σημαίνει] νά μπορῶ αὐτήν τή θεολογία νά τήν ἐκφράζω βαθύτερα. Στήν Ἐκκλησία τίποτα δέν εἶναι στατικό καί δέν παραμένει ἀρτηριοσκληρωτικό. Αὔξηση γίνεται ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι φωτισμένοι καί ἡ Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος δίνει αὔξηση. Καί ὄχι ἡ δική μου ἰδέα νά κάνω μιά μοντέρνα Σχολή ἁγιογραφίας. Βλέπετε, ἐάν μελετήσετε τή διαχρονική πορεία τῆς ἁγιογραφίας θά δεῖτε μιά αὔξηση· χωρίς νά καταλαβαίνετε τή διαφορά, θά τήν βλέπετε. Νά δεῖτε ἄς ποῦμε τή Σερβική Σχολή ἁγιογραφίας, πού ἔρχεται μετά ἀπό τίς δύο βασικές Σχολές, «Πανσέληνος» καί «Θεοφάνης». Παραμένουν ἐκεῖ, ἀλλά βάζουν μιά ἄλλη βαθιά ποικιλία χωρίς νά ἀλλάξουν τή θεολογία, τήν εἰκόνα, τίς ἰσορροπίες καί εἶναι μιά πολύ βαθιά αὔξηση τῆς εἰκόνας ἡ ὁποία εἶναι μεταγενέστερη, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα πάντα δίνει αὔξηση στούς ἀνθρώπους. Νά μήν πῶ κάτι ἄλλο καί σᾶς κουράζω περισσότερο.



Ἐρώτηση: Ποιοί εἶναι οἱ ἐθνικοί καί ποιοί οἱ Ἰουδαῖοι; Μέ ποιό ζῶο ἀπεικονίζεται ὁ καθένας;
Ἀπάντηση: Μέ τό μοσχάρι οἱ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοί καί οἱ Πατέρες λένε ὅτι οἱ ἐξ ἐθνικῶν χριστιανοί ἀπεικονίζονται μέ ἕνα γαϊδουράκι… τό πιό ἄλογο ἀπό τά δύο. Δέν ἔχει τόσο σημασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου