Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος: «Ἀπό τήν δράση στό μυστήριο τοῦ Ἡσυχασμοῦ» τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 

Σάν σήμερα, 10 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 2018, πρό τριετίας, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ἕνας καλός Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος.

Ἦταν ὄντως ἕνας εὐλογημένος Κληρικός μέ ὁμολογία πίστεως, μέ ἔντονη ποιμαντική διακονία, ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἕνα πραγματικό πρότυπο Κληρικοῦ, ἰδίως γιά τίς δύσκολες ἡμέρες πού περνᾶμε.

Διακατεχόταν ἀπό φλογερή ἀγάπη γιά τόν Θεό, τήν Ἐκκλησία καί τόν ἄνθρωπο καί θυσιαζόταν καθημερινά, καιγόταν σάν λαμπάδα ἀναμμένη στήν ἐκκλησιαστική διακονία του. Ἦταν ἕνας Κληρικός πού πραγματικά θέλουμε, μέ καθαρότητα βίου, διάκριση καί σύνεση, πού ἀπέφευγε τά ἄκρα καί καλλιεργοῦσε τήν μεσότητα.

Ὡς μνημόσυνο στόν καλό αὐτό Κληρικό δημοσιεύω ἕνα  ἄρθρο μου πού ἀφορᾶ δικές του σκέψεις πού ἔκανε ἀπό τό κρεβάτι τοῦ πόνου του, οἱ ὁποῖες εἶναι πολύ διδακτικές καί ἐπίκαιρες ἰδίως γιά τίς ἡμέρες μας. 

*

Ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ «ἀπό τήν δράση στό μυστήριο τοῦ Ἡσυχασμοῦ» εἶναι ὑπότιτλος ἑνός μικροῦ πονήματος τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου μέ τίτλο «Πόνου πονήματα» καί ἐπί πλέον φέρει τόν προσδιορισμό «βιωματική ἀφήγηση», πού μοῦ τό ἔδωσε ἡ ἀγαπητή Πρεσβυτέρα του Παρασκευή.

Αὐτή ἡ βιωματική ἀφήγηση ἀναφέρεται στήν περίοδο τῆς ἀσθενείας του ἀπό 29 Μαρτίου 2015 ἕως 11 Νοεμβρίου 2015.

Μέ ἐνθουσίασε αὐτό τό μικρό πόνημα καί θά ἤθελα νά τό παρουσιάσω μέ αὐτό τό μικρό κείμενό μου.

Εἶναι γνωστός σέ ὅλους μας ὁ π. Κωνσταντῖνος Στρατη­γό­πουλος, πού γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 9 Ὀκτω­βρίου 1946, ἦλθε στήν Ἀθήνα, σπούδασε στό Οἰκονομικό Πανεπι­στήμιο Ἀθηνῶν, συνέχισε τίς σπουδές του στήν Ἰατρική Σχολή καί τήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Παρη­κολούθησε μαθήματα, μέ ὑποτροφία, στό Πανεπιστήμιο τῆς Χαϊδελ­βέργης. Ἐργάσθηκε γιά χρόνια στήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλη­σίας τῆς Ἑλλάδος σέ σημαντικούς τομεῖς. Χειροτονήθηκε Διά­κονος καί Πρεσβύτερος καί ὑπηρέτησε στήν Ἱερά Μητρόπολη Νέας Σμύρνης, καί στήν συνέχεια στήν Ἱερά Μητρόπολη Γλυφάδας, ὅπου καί ἐργάσθηκε ποιμαντικά. Κοιμήθηκε στίς 10 Σεπτεμβρίου τοῦ 2018. Σέ ὅλη τήν διακονία του στήν Ἐκκλησία τόν βοήθησε σημαντικά ἡ Πρεσβυτέρα του Παρα­σκευή Σολδά­του.

Εἶναι θαυμαστό τό πῶς συνέδεε στενά τήν ἀγάπη του στήν Κωνσταντινούπολη καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τίς ἐπισκέψεις του γιά πνευματικό ἀνεφοδιασμό στό Ἅγιον Ὄρος, ἰδίως στόν ἁγιογραφικό οἶκο τῶν Παχωμαίων στίς Καρυές καί τόν Γέροντά του π. Ἀκάκιο, ὅπου ἔμενε σέ ἕνα δωμάτιο «μιά μικρή τρύπα... πού μόλις χωροῦσε ἕνας ἄνθρωπος», μέ τήν δράση του στήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν Ἐνορία του μέ ὑπακοή καί ἀγάπη στούς Ἐπισκόπους, ζώντας τήν ἔγγαμη ζωή. Πρόκειται γιά ἕναν ἀξιοθαύμαστο συνδυασμό, χωρίς αὐτονομίες καί ὑπερτιμήσεις καί ὑπερβολές.

Σάν πνευματική μέλισσα ἔπαιρνε τά καλά στοιχεῖα ἀπό ὅλα τά πεδία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τά συνδύαζε ἁρμονικά, δηλαδή συνδύαζε τήν ἡσυχία μέ τήν δράση, τόν μοναχισμό μέ τήν ἔγγαμη ζωή, τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό μέ τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους. Εἶχε «τόν εὐσεβῆ λογισμό» πού εἶναι «τῶν μέν ἀρετῶν ἡγεμών, τῶν δέ παθῶν αὐτοκράτωρ» (Δ΄ Μακκαβ. α΄, 30), πού δέν ἄφηνε οὔτε τίς ἀρετές οὔτε τά πάθη νά ἐκφράζονται μονομερῶς καί μέ ἀκραῖο τρόπο.

Στό μικρό αὐτό ἡμερολόγιο ὁ π. Κωνσταντῖνος, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του, περιγράφει μέ καταπληκτικό τρόπο, πῶς ἀπό τήν μεγάλη ποιμαντική δράση πού εἶχε πέρασε μέσα «στό μυστήριο τοῦ ἡσυχασμοῦ».

Βέβαια, ἡ ποιμαντική στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα στήν ἐνοριακή ζωή, τόν ἀνέδειξε πολύ, ἀφοῦ βοήθησε πολλούς ἀνθρώπους μέ τήν μυστηριακή καί ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας νά αἰσθανθοῦν τήν Ἐκκλησία ὡς μιά μεγάλη μητρική ἀγκαλιά, ὡς φιλόστοργη μητέρα πού τρέφει τά παιδιά της. Αὐτό τό κάνει, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «μαστοῖς οἰκείοις, ὡς ὑπομάζια βρέφη μήτηρ φιλόστοργος», δηλαδή μέ τούς δυό μαστούς της, πού εἶναι τό βάπτισμα-χρίσμα καί ἡ θεία Εὐχαριστία. Ὅμως μέ τήν ἀσθένειά του βρῆκε ἀκόμη περισσότερο τήν ἐσωτερική-μυστική πλευρά τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν.

Ἔτσι, καί ἡ πρώτη καί ἡ δεύτερη περίοδος ἔχουν ἀφιερωθῆ στόν Θεό καί πέρασαν στήν αἰωνιότητα.

Τήν 29 Μαρτίου 2015, Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἑτοιμα­ζόταν τά λειτουργήση, ἀφοῦ πῆρε «καιρό» καί μνημόνευσε τά ὀνόματα στήν προσκομιδή καί τότε, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «ἦρθε ξαφνικά ἡ ὥρα τοῦ πόνου. Ἦταν μιά ὥρα πόνου. Δέν ἔβλεπα τίποτα, δέν αἰσθανόμουν τίποτα, εἶχα χάσει τίς βασικές μου αἰσθήσεις. Νόμιζα ὅτι εἶχα πεθάνει. Νόμιζα πώς δέν ἀνήκω πιά σ’ αὐτόν τόν κόσμο».

Ἔτσι, εἰσῆλθε στήν «μεγάλη νύχτα», σάν νά βρισκόταν στό σκοτάδι. Γράφει: «Δέν ὑπῆρχα πιά γι’ αὐτόν τόν κόσμο καί γιά τά δρώ­μενα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀφοῦ δέν μετεῖχα στήν καθημερινό­τητα ἐκτός ἀπό τά ἀναγκαῖα».

«Ἡ "νύκτα" ἦταν μεγάλη, πολύ μεγάλη, Φῶς δέν φαινόταν. Τό σῶμα δέν εἶχε δυνάμεις γιά νά ἐκτελέσει στοιχειώδεις λειτουργίες. Οἱ σωματικές μετακινήσεις γίνονταν μέ τή μορφή δεματικῆς μεταφορᾶς. Τό μόνο πού ἔβλεπα ἐπί ἀτέ­λειω­τες ὧρες ἦταν ἡ ἄσπρη ὀροφή τοῦ θεραπευτηρίου στό ὁποῖο βρι­σκόμασταν. Κι ἀπό ὅ,τι φαίνεται δέν ὑπῆρχε ἴχνος ἐντολῆς πού νἄρχεται ἀπό τόν ἐγκέφαλο».

Κάποια στιγμή ὁ ἐγκέφαλος ἔδωσε ἐντολή νά σταθῆ ὄρθιος. Οἱ γιατροί εἶχαν πῆ ὅτι αὐτό θά γινόταν ὅταν μέ κα­τάλ­ληλη θεραπεία θά «προκληθοῦν νέες νευροσυνάψεις στόν ἐγκέ­φαλο».

Γράφει ὅτι κάποια στιγμή «λέγοντας μέσα μου ἁπλῶς τήν εὐχή, στάθηκα ὄρθιος. Οἱ εἰδικοί ἀπορήσαν. Εἶπαν πώς αὐτό ἦταν μιά ἀρχή γιά τήν ἀπώτερη ἀποθεραπεία». Ὁ ἴδιος διερωτᾶται: «Ἦταν ἄραγε αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: "Ἡ λειτουργία τῆς νοερᾶς ἐνέργειας καί νοερᾶς οὐσίας;"».

Αὐτό δείχνει καθαρά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού καί ἄλλοι Πατέρες τονίζουν, ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει νοερά καί λογική ἐνέργεια, ἡ λογική ἐνέργεια χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τόν ἐγκέφαλο, ἐνῶ ἡ νοερά ἐνέργεια εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τόν ἐγκέφαλο.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι ὁ νοῦς «εἰκών ἐστι Θεοῦ καί Θεόν εἶδε» καί «νοῦ ὄργανον οὐδέν ἐστίν, ἀλλ' αὐτοτελής οὐσία καί καθ' ἑαυτήν οὖσα ἐνεργητική». Τό νόημα εἶναι σαφέστατο, ὅτι ὁ νοῦς εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί δι' αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, εἶναι αὐτοτελής οὐσία καί ἐνεργεῖ ἀπό μόνος του, χωρίς νά ἔχη κάποιο ὄργανο τοῦ σώματος γιά νά ἐκφρασθῆ.

Ἄλλωστε, σέ αὐτό στηρίζεται ὅλη ἡ θεολογία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος περί σκοτασμοῦ τοῦ νοῦ καί ὑποδούλωσής του στήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον.

Ἔτσι, αὐτή τήν περίοδο ὁ π. Κωνσταντῖνος κατάλαβε στήν πράξη ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ λογική ἐνέργεια στόν ἐγκέφαλο καί ἄλλο εἶναι ἡ νοερά ἐνέργεια πού λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν λογική ἐνέργεια. Ὁ ἴδιος μέ τήν διαδοχική ἀνάκτηση τοῦ ἐγκεφάλου μέ τίς λογικές λει­τουργίες, ἄρχισε νά συνειδητοποιῆ περισσότερο τήν μεγάλη εὐλογία τοῦ ἡσυ­χασμοῦ, τόν ὁποῖον ἡσυχασμό εἶχε γνωρίσει προηγουμένως καί τόν ζοῦσε σέ συνδυασμό μέ τήν ποιμαντική του δράση.

Ἤδη μέσα σέ αὐτήν τήν «βιωματική ἀφήγηση» φαίνεται ὅτι εἶχε καταλάβει αὐτό πού εἶχε σέ ἕνα μέτρο ζήσει κοντά στόν Γέροντά του, π. Ἀκάκιο τῆς Σκήτης τῶν Παχωμαίων στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ ὁ «οἶκος τῶν Παχωμαίων ἀκολουθοῦσε πλήρως τήν ἡσυχαστική πρακτική τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μέ καθημερινές θεῖες Λειτουργίες καί συνεχεῖς ἀσκήσεις στήν νοερά προσευχή».

Ὁ ἴδιος θυμᾶται ὅτι ὁ πατήρ Ἀκάκιος τοῦ εἶπε: «Οἱ ἀσκητές ὅλοι ἔχουν ἡσυχία καί διακόνημα. Προσεύχονται καί δουλεύουν». Καί σέ σχετική ἐρώτηση ποιό εἶναι τό διακόνημά του, ὅπου νά κάνη προσευχή, ἀφοῦ ἦταν ὑπάλληλος στήν Ἱερά Σύνοδο, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Νά τά πλέκεις στά γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀφοῦ σέ "μπλέξανε" μέ γραφειοκρατίες, νά "πλέκεις" καί τήν εὐχή. Κάθε ἔγγραφο πού ἑτοιμάζεις, ἀφοῦ αὐτό γίνεται γιά καλό σκοπό, εἶναι μιά εὐχή γιά τόν κόσμο». Καί γράφει ὁ π. Κωνσταντῖνος: «καί ἔτσι ἔμαθα πῶς ἡ γραφειοκρατία μπορεῖ νάχει εὐχή».

Αὐτό σημαίνει ὅτι κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθενείας του, τοῦ βγῆκε ὅλο αὐτό τό περιεχόμενο πού εἶχε μέσα του, πού εἶχε μάθει στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ἡ λογική ἐνέργεια δέν εἶχε τό κατάλληλο ὄργανο νά ἐκφραστῆ (τόν ἐγκέφαλο) τότε ἐκδηλώθηκε ἡ νοερά ἐνέργειά του.

Πρίν τήν ἔναρξη αὐτῆς τῆς «μεγάλης νύχτας» ἔκανε μεγά­λη ποι­μαντική δράση στήν Ἐνορία του καί ἀλλοῦ καί κάποια στιγμή ἀνακάλυψε μέσα στόν πόνο του τήν ἀξία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἡσυχασμοῦ. Γράφει:

«Κάθε μέρα ἤμουν σέ μιά ἀκραιφνῆ δράση. Καθημερινές Ἀκολουθίες, ὅπως Θεία Λειτουργία, Ὧρες, Ἑσπερινός, Ἀπό­δειπνο, Ἱερά Ἐξομολόγηση, Κατηχήσεις σέ παιδιά, σέ νέους, σέ ἐνήλικες, ἀλλοδαπούς καί ἡμεδαπούς, ὁμιλίες, διακονία στίς Ἐκκλησιαστικές Ὑπηρεσίες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κλπ., συνέ­θεταν τό πλαίσιο τῆς καθημερινῆς μου δράσεως.

Εἶχε ἔρθει ἡ στιγμή νά καταλάβω τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ πού λέει πώς ὅλη ἡ δράση τοῦ κόσμου εἶναι προορισμένη νά καταλήξει νά γίνει Ἡσυχαστικό κίνημα.

Τότε κατάλαβα πώς γύρισε μιά μεγάλη καινούργια σελίδα στή ζωή μου. Εἶχα εἰσέλθει ἀπό τή δράση σ’ ἕναν ἀκούσιο ἡσυχα­σμό».

Ὅταν ἐπανῆλθαν οἱ αἰσθήσεις του, ἤθελε νά παρακολουθῆ τίς ἱερές ἀκολουθίες ἀπό τό ραδιόφωνο, γιατί πάντοτε τίς ἀγα­ποῦ­σε. Γράφει:

«Ζοῦσα καί τρεφόμουν πάντα ἀπό τίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκ­κλησίας μας. Τώρα προσπαθοῦσα νά ἀκούσω τίς Ἀκολουθίες ἀπό τό ἐκκλησιαστικό ραδιόφωνο, ἀλλά μέ κούραζαν πολύ. Εἶχαν λόγια πολλά, πολλά ρητορικά κηρύγματα, πολλά ἀργόσυρτα μου­σικά μαθήματα, πολλές κραυγαλέες φωνές ἱεροψαλτῶν. Προ­τιμοῦσα πλέον τήν εὐχήν ἀπό τίς Ἀκολουθίες, τόν ἡσυ­χασμόν ἀπό τήν δρᾶσιν. Βυθιζόμουν στήν εὐχήν».

Ἔχοντας αὐτήν τήν ἐμπειρία τῆς ἐνεργοποιημένης νοερᾶς ἐνεργείας μέ τήν ἐσωτερική προσευχή πού ξεκουράζει, ἐνῶ ἀκόμη καί οἱ ἀκολουθίες κουράζουν, ἔγραψε στό ἡμερολόγιό του:

«Καί τότε σκέφθηκα μήπως ὅλα τά ἄλλα ἦταν ἀπέραντες βαττολογίες. Κηρύγματα, πανηγυρικοί λόγοι καί πανηγυρικές Ἀκο­­λουθίες, στίς ὁποῖες λαμβάνουν μέρος πολλοί Ἐπίσκοποι τῶν γειτονικῶν περιοχῶν».

Σέ αὐτήν τήν «μεγάλη νύχτα», τήν δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς του γνώρισε ἰδιαίτερα τήν ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας, τοῦ νοῦ, πού ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν, ἀλλά τίς περισσότερες φορές καταδυναστεύεται ἀπό τήν λογική, τίς αἰσθήσεις καί τό περιβάλλον. Γράφει:

«Ἐκεῖ, μέσα στήν ἀπόγνωση τῆς αἰσθήσεως τοῦ ζωντανοῦ νεκροῦ, ἀναδύθηκε ἡ ἀνάγκη τῆς στροφῆς τοῦ νοῦ πρός τόν Θεόν. Τό μόνο πού ἔμενε ὡς κυρίαρχο γεγονός. Ἦταν σάν νά εἶχα ἀνακαλύψει τό ἀεικίνητο πού ἔψαχναν οἱ ἀρχαῖοι καί οἱ νέοι ἐπιστήμονες».

Τό «μυστικό τοῦ Ἡσυχασμοῦ» ἔχει δύο προϋποθέσεις. «α) ἥσυχο περιβάλλον καί β) ἡσυχία τοῦ νοῦ χωρίς πολλούς περισπασμούς». «Αὐτό ἦταν μία ἐμπειρία πρακτική, τήν ὁποίαν δέν εἶχα τήν εὐκαιρία νά τήν ζήσω στόν χῶρο τῆς πολύβοης πόλης καί μέσα στό ταραχῶδες περιβάλλον τῆς ἐνοριακῆς ἐμπει­ρίας».

Στό Νοσοκομεῖο, στίς ἥσυχες αὐτές ὧρες, ἀνακάλυψε τήν κίνηση τοῦ νοῦ, μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ νοερά προσευχή.

«Ἡ εὐχή λέγεται καί καρδιακή, γιατί ἔχει ρυθμό, ὅπως ἡ καρδιά. Χωρίς ρυθμό δέν λειτουργεῖ τίποτα στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Ἡ εὐχή ἔχει ρυθμό καί εἶναι μία πρόταση».

Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική τῆς κινήσεως τοῦ νοῦ, κατάλαβε τί θά πῆ ἑνότητα μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀποτέλεσμα διαλόγου.

«Γιά νά ὑπάρχει πραγματικός διάλογος πρέπει νἄχουμε διάλογο μέ τόν Θεό. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ νηπτική καί ἡσυχα­στική μέθοδος... Ἄρα ἡ νηπτική μέθοδος εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιά τήν ἑνότητα».

Γράφει: «Αὐτόν τόν τρόπο ἀνακάλυψα, πρακτικά, στό ἥσυχο δωμά­τιο τῆς θεραπείας μου. Ἐπί ὧρες καί μέρες, τό μόνο πού μπο­ροῦσα νά δῶ ἦταν ἡ ὀροφή τοῦ δωματίου μου. Τό μόνο πού μοῦ ἔμενε ἦταν ἡ εὐχή. Οἱ πολύωρες κοσμικές μου ἐνασχολήσεις δέν μοῦ εἶχαν δώσει εὐκαιρία νά στρέψω τόν νοῦ μου στήν νηπτική μέθοδο».

Συγχρόνως κατάλαβε ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται καί ἡ πλάνη. Γράφει πολύ εὔστοχα:

«Ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί καί πλανεμένοι τοῦ κόσμου εἶχαν πλα­­νεμένο νοῦ. Ἀπό πλανεμένους νόες προῆλθαν οἱ μεγάλες πλά­νες». Ἀκριβῶς γι’ αὐτό «ἡ θεολογία δέν θέλει γερά μυαλά, ἀλλά ἰσχυρές νηπτικές διάνοιες». Ἔτσι, ἀπαιτεῖται θεραπεία τῆς ψυχῆς.

«Οἱ δύο πόλοι τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη καί ἡ μετάνοια. Καί ὅποιος δέν τά λειτουργεῖ ἔχει διπο­λική διαταραχή. Καί πρέπει νά ἀρχίσει τά πρῶτα βήματα ἀπό τό μυστήριο τῆς σιωπῆς».

Ὁ νοῦς ἀσθενεῖ καί αὐτός πρέπει νά θεραπευθῆ.

«Ὁ νοῦς σκοτίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία. Γιά νά θεραπευτεῖ, χρειάζεται νά τόν ἀγγίξει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ... Μόνον ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, διά τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, τελετουργεῖ αὐτό τό μυστή­ριο. Ἄρα ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, νοερᾶς οὐσίας τε καί ἐνεργείας γίνεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν. Δηλαδή ἡ ψυχή, θεραπεύεται μόνον ἔτσι, μέ βασικό ἐργαλεῖο τήν κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες καί μέ τήν εὐχήν τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος πάσης θεραπευτικῆς τῆς ψυχῆς...

Γι’ αὐτό καί πάντοτε ὑποστηρίζαμε καί ὑποστηρίζουμε πώς μόνον ἡ Ἐκκλησία, μέ τήν νηπτική της θεωρία, μπορεῖ νά θερα­πεύσει τήν ὁποιαδήποτε ἔκφραση καί ἐκδήλωση τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν. Ἡ μέθοδος εἶναι νηπτική καί ὄχι φαρμα­κευτική».

Αὐτή ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ εἶναι ἔργο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, μοναχῶν καί ἐγγάμων. Ὅλοι ἔχουν τήν νοερά ἐνέργεια, τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος στήν πτωτική κατάσταση δέν λειτουργεῖ καθόλου ἤ ὑπολειτουργεῖ. Γράφει:

«Καί ὁ ἔγγαμος δέν παύει νά ζεῖ κατά τό μέτρο τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως ὡς μοναχός. Ὅλοι κρύβουμε μέσα μας ἕναν μοναχό. Εἴμαστε ἀσκητές. Μποροῦμε νά ζοῦμε ἀναμαρτήτως καί ἀπαθῶς μέ ἀγάπη, ταπείνωση καί ὑπακοή».

Ἀπό πληροφορίες πού ἔχω εἶναι ὅτι ὁ π. Κωνσταντῖνος ἀπό φοιτητής ἀκόμα ἀλλά καί ἀργότερα συνδεόταν μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Κοινό τους γνώρισμα ἦταν ἡ ἀγάπη στήν Ρωμηοσύνη, ἀλλά καί ἡ πατερική θεολογία, ὅπως βιώνεται ἐμπειρικά καί πατερικά στό Ἅγιον Ὄρος.

Προσωπικά ἄκουσα στό διαδίκτυο ὁμιλίες του, στίς ὁποῖες ἀνέπτυσσε στά πνευματικά του παιδιά θέματα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιά τόν νοῦ, τήν νοερά προσευχή, τήν κά­θαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, τήν θεραπεία τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοός. Μάλιστα παρατήρησα ὅτι μιλοῦσε μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό τόσο γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὅσο καί γιά τήν θεολογία πού ἐξέφραζε, πράγμα πού εἶναι σπάνιο, καί δείχνει τήν ποιότητα τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ Κληρικοῦ.

Πρέπει νά παρατηρηθῆ ὅτι τό μικρό αὐτό πόνημα 100 περίπου σελίδων μικροῦ γεγέθους δέν ἐκφράζει ὅλο τό ἔργο τοῦ εὐλογημένου καί εὐαισθητοποιημένου αὐτοῦ κληρικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά εἶναι ἕνας μικρός καθρέπτης μιᾶς μικρῆς πτυχῆς τῆς ζωῆς του.

Δέν εἶχα ἰδιαίτερη ἐπικοινωνία μαζί του, μόνον γνωρίζω ἀπό ὅσα ἄκουγα κατά καιρούς ἀπό πνευματικά του παιδιά. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι τό γνώρισαν ὀφείλουν νά καταγράψουν τίς ἀναμνήσεις τους, νά συλλέξουν ὅλα τά στοιχεῖα πού ἀφοροῦν τήν βιογραφία του, τίς σπουδές του, τήν ἐργασία του στήν Ἱερά Σύνοδο στόν Τομέα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, στήν ποιμαντική δραστηριότητα στήν Ἐνορία, τόν ζῆλο μέ τόν ὁποῖο ἐργάσθηκε στό Ραδιοφωνικό Σταθμό τῆς Ἐκκλησίας μας, καί σέ ἄλλους τομεῖς.

Ἔτσι θά καταγραφοῦν τά «πατήματά» του στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι γιατί τά ἀγνοεῖ ὁ Θεός, ἀλλά γιά νά παραδειγματιζόμαστε ὅλοι, γιά νά μάθουμε «πῶς (κάποιος) ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστιν Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄, 15).

Μέ τόν τρόπο αὐτό θά μάθουμε πῶς ἕνας Ρωμηός Κωνσταντινουπολίτης ἔζησε στήν διαμορφωθεῖσα ἀπό ξένα πρότυπα Ἀθήνα καί ἐργάσθηκε «σιγανά καί ταπεινά», παρουσιάζοντας τό ἰδιαίτερο ἦθος τῆς Ρωμαίϊκης παραδόσεως. Καί τελικά θά συναντήσουμε αὐτό τό δυναμικό Κωνσταντινουπολίτικο καί Μικρασιατικό ρεῦμα ζωῆς πού εἰσέρρευσε στό Ἑλληνικό Κράτος, τό ὁποῖο συγκροτήθηκε μέ τά δυτικά πρότυπα ζωῆς.

Ὁ π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος, ὁ χαρισματικός αὐτό ἄνθρωπος καί Κληρικός, πού εἶχε ἕναν ἐσωτερικό μυστικό κόσμο, κάτω ἀπό τήν ἐπιφανειακή πληθωρικότητά του καί ἐκφραζόταν μέ ἕνα ἀγνό γέλιο καί χαρούμενο πρόσωπο, μᾶς ἔδειξε ὅτι ὁ «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» εἶναι μυστήριο, ἰδιαίτερα ὅμως ὅταν σέ αὐτόν συνδέεται τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως μέ τό μυστήριο τῆς θεώσεως.

Ὁ Θεός ἐπέτρεψε μέ μία δοκιμασία νά περάση ὁλοκληρωτικά «ἀπό τή δράση στό μυστήριο τοῦ Ἡσυ­χασμοῦ», δηλαδή ἀπό τήν κατά Χριστό δράση στόν κατά Χριστό ἡσυχασμό. Ἔτσι, πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του βγῆκε ἀπό μέσα του αὐτό πού ἀναζητοῦσε στούς Γέροντές του, αὐτό πού ποθοῦσε στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, αὐτό πού ζοῦσε ἐσωτερικά, δηλαδή τό μυστήριο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τό μυστήριο τοῦ ἡσυχασμοῦ, καί ἔτσι πέρασε στό μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, δηλαδή στήν νοερά γλώσσα μέ τήν ὁποία οἱ ἅγιοι μιλοῦν μέ τόν Θεό, τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, π. Κωνσταντῖνε, πού ἔδειξες στά πνευ­ματικά σου παιδιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί δίδαξε καί ἀπό τό κρεββάτι τοῦ πόνου «τό μυστήριο τοῦ ἡσυχασμοῦ», πού εἶναι τό μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καί ἔτσι τούς ἄφησες μιά βαρειά πνευματική κληρονομιά.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Πατὴρ Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος: Ἡ ζωτικὴ κίνηση τῆς «ἀκινησίας» τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀκινησία τῆς «κίνησης» τοῦ κόσμου


 
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 13ο, στίχοι 10 ἔως 17, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 5-12-2004.
Θά ἔλεγε κάποιος πώς ἀκούσαμε ἕνα ἀκόμη θαῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐπειδή τό θαῦμα ἀκριβῶς κινεῖται στόν χῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης Του, παρόλο πού φαινομενικά δηλώνει τί γίνεται, μέσα σέ αὐτό τό θαῦμα κρύβεται μιά ὁλόκληρη διεργασία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς καρδιακῆς ἀνταποκρίσεως τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτό τό θαῦμα πού κάνει. Αὐτή ἡ περικοπή πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο, τόσο ἁπλά…
κατανοητή, προσδιορίζει, στά ἐσωτερικά της πολύ μυστικά μεγέθη, πολύ βαθιές καρδιακές διεργασίες πού εἶναι ἀνοιχτές καί γιά μᾶς, φυσικά, γιά τή λειτουργία τοῦ δρόμου τοῦ θαύματος μέσα ἀπό ἄλλες διαδικασίες, πέρα ἀπό τόν τρόπο πού ἐμεῖς τό καταλαβαίνουμε σάν ἔκτακτο γεγονός, μέσα ἀπό τό ὁποῖο γίνεται κάτι ξαφνικά ἐπάνω μας.
Προσέξτε -καί πρέπει νά προσέξουμε- τίς λεπτομέρειες τῆς περικοπῆς. Ἐδῶ προσδιορίζεται πάρα πολύ συγκεκριμένα, σχεδόν μέ τρεῖς λέξεις (κάτι πού δέν εἶναι σύνηθες), τό εἶδος τῆς ἀρρώστιας τῆς γυναίκας, θαρρεῖς καί γράφει κάποιος ἕνα ἰατρικό δελτίο. Λέει «συγκύπτουσα, μή δυναμένη ἀνακῦψαι» καί μάλιστα «εἰς τό παντελές». Δέν εἶναι σύνηθες τό γεγονός τῆς περιγραφῆς τῆς ἀρρώστιας «τριτῶς», μέ αὐτόν τόν τρόπο πού γίνεται ἐδῶ πέρα καί θέλει κάτι νά προκαλέσει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, γιά τή διεργασία τῆς βαθιᾶς ἑρμηνείας τοῦ κειμένου. Δηλώνεται λοιπόν μιά ἀκινησία τῆς γυναίκας: «Συγκύπτουσα», «μή δυναμένη ἀνακῦψαι» καί «εἰς τό παντελές». Ταυτόχρονα ὅμως, ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται, ἀπ᾽ ὅ,τι ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες πού προσεγγίζουν τήν περικοπή, μές στήν καρδιά τῆς γυναίκας τῆς ἐξωτερικά ἀκίνητης λειτουργεῖται μιά πολύ βαθιά κίνηση. Εἶναι μυστική κίνηση πού δέν φαίνεται στό κείμενο. Ἁπλῶς συλλαμβάνουμε τήν κίνησή της μέ ἕναν τρόπο ἀποφατικό ὄχι γιατί κάνει κάτι, οὔτε λέει τίποτε (εἶναι τελείως σιωπηλή), [ἀλλά] ἀπό τή λέξη πού λέει τό κείμενο, ὅτι ὁ Χριστός «προσεφώνησε» αὐτή.
Ὁ Χριστός, παρόλο πού μᾶς ἀγαπάει ἀτέλειωτα, δέν παρεμβαίνει ποτέ διά ἐξωτερικῶν γεγονότων γιά νά παρέμβει στήν ἐλευθερία μας. Ἐδῶ τό «προσεφώνησε» καί μάλιστα «προσεφώνησε» (δίνεται ἐπίφαση στό γεγονός τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς) σημαίνει πού ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται σέ αὐτή τή βαθιά ἐσωτερική μυστική κίνηση πού κάνει ἡ γυναίκα, ἡ ἀκίνητη γυναίκα, ἀλλά κινούμενη καρδιακά πρός τόν Χριστό, ἀπ᾽ ὅ,τι φαίνεται μέ ἕναν τρόπο ἡσυχαστικό, βαθιά νηπτικό, ἀσκητικό. Αὐτή ἡ γυναίκα, πολύ μυστικά, πολύ κρυφά ἀσκήθηκε σέ αὐτή τήν κίνηση πρός τόν Χριστό καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται προσφωνῶν αὐτήν. Καί φαίνεται πού ἔτσι εἶναι τά πράγματα, πώς ἡ γυναίκα οὔτε διαμαρτύρεται γιά τήν ἀρρώστια, οὔτε περιγράφει τήν ἀρρώστια ἡ ἴδια, δέν κάνει τίποτε, παρά μόνο καταλήγει νά ἐμφανιστεῖ αὐτό τό μυστικό δομικό στοιχεῖο πού ἔχει πάνω της μέ τό ὅτι δοξολόγησε τόν Θεό. Καμιά ἄλλη κουβέντα. Ἐκρήγνυται ὅλη αὐτή ἡ ἐσωτερική κίνηση σέ μιά δοξολογία καί ἔρχεται ἕνα πρῶτο βασικό συμπέρασμα μέσα ἀπό τήν πορεία τῆς περικοπῆς, ὅτι ἡ βαθιά κίνηση ἡ ἐσωτερική ὁρίζει τά πράγματα γιά τή ζωή μας, ὅπου ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται κι Ἐκεῖνος μέ ἕναν μυστικό τρόπο, ἔστω μέ μιά φωνή πού προσεφώνησε, σέ αὐτή μας τήν κίνηση.
Εἶναι ὁλόκληρη ἡ πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ, πού εἶναι μιά πολύ βαθιά κίνηση, ἐν ἀντιδιαστολῇ μέ τόν περίγυρο τῆς περικοπῆς πού ἀκούσαμε (ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔβλεπαν καί ἀνέλυαν τό γεγονός, γιατί καί πῶς, εἶναι Σάββατο…). Μιά ἀνάλυση, μιά λογοκρατία, μιά κυριαρχία πληθωρικότητας τοῦ λόγου, πού εἶναι οὐσιαστικά μιά ἀκινησία γιά τή λύση τῶν προβλημάτων τοῦ κόσμου. Ὅλη αὐτή ἡ δεδηλωμένη ἀναζήτηση μέ ἕνα δυναμικό τρόπο, μέ λόγια, μέ ἐκφράσεις, μέ φιλοσοφίες, γιά τό τί θά γίνει γιά τόν κόσμο, δηλώνει αὐτή τήν ὁριζόντια, τελείως δαιμονιώδη κίνηση. Δαιμονιώδης εἶναι ἡ κίνηση ἡ ὁποία δέν καταλήγει στόν Θεό. Εἶναι ἁπλῶς μιά κίνηση πού παλινδρομεῖ συνεχῶς μέ ἕναν σπειροειδῆ τρόπο καί δέν καταλήγει πουθενά, μιά συνεχής ἀναζήτηση. Αὐτό κάνει ὁ περίγυρος. Ἔχει φαινομενικά κίνηση καί ἔχει μιά νεκρή ἀκινησία καί κάνει ἡ περικοπή ἐδῶ πέρα αὐτή τήν ἀντιπαραβολή τῆς πληθωρικῆς σιωπῆς μέ τήν πληθωρική κίνηση καί ἀπορρίπτεται ἡ πληθωρική κίνηση ἄν δέν ὑπάρχει πληθωρική αὐτή ἡ ἡσυχία καί ἡ βαθιά κίνηση πρός τόν Χριστό μας. Καί γίνεται τό θαῦμα καί ἁπλῶς ὁ κόσμος γύρω χαίρει, χωρίς νά προσδιορίζει τί ἔγινε. Ξέρουν ὅτι κάτι βαθύ ἔγινε.
Καί ἀνοίγεται ἕνας δρόμος στή ζωή μας. Εἶναι πολύ βαθιά μυστικός. Ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνα μυστήριο, δέν ὁρίζεται μέ συντεταγμένες. Ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς δίνει τρόπους καί αὐτοί οἱ τρόποι χαράζουν ἕνα βαθύ μυστήριο μέσα μας. Λέει «μετάνοια», λέει «νηστεία», λέει αὐτά πού λέει. Μέσα ἐκεῖ πέρα ὑπάρχει μιά ὁλόκληρη σιωπηλή κίνηση πρός τόν Χριστό πού καταργεῖ καί ἀναιρεῖ ὁποιαδήποτε διαμαρτυρία, ὁποιαδήποτε ἀνάλυση τοῦ «πῶς» καί τοῦ «γιατί», τοῦ «ἔτσι» καί τοῦ «ἀλλιῶς», «γιατί εἴμαστε;». Καί καταλήγει αὐτή ἡ κίνηση πρός τόν Χριστό καί γίνεται ἁπλῶς μιά δοξολογία. Στή χαρά καί στή λύπη ὅλα εἶναι δοξολογία καί ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται μυστικά καί ἡ γυναίκα ἡ ὁποία δέν κινεῖται πιά εἶναι κινούμενη, γιατί ὁ ἅγιος εἶναι κινούμενος καί ἔχει μιά ἀτέλειωτη κίνηση, πού πάει στόν οὐρανό. Αὐτή λοιπόν ἡ ἀντιπαραβολή τῆς κίνησης καί τῆς ἀκινησίας ὁρίζει πραγματικά καί μπορεῖ πραγματικά νά δώσει νόημα στή συνεχῶς ταραγμένη καί κινούμενη, ἀναζητοῦσα ἐποχή μας μέ τόσο πολλά λόγια.
Ἡ ὀρθόδοξη ζωή ἔχει αὐτή τή βαθιά κίνηση καί τότε, ὅταν τή βρεῖς, καί μιλᾶς καί σωπαίνεις εἶσαι στόν Χριστό κοντά. Ἄν δέν τήν βρεῖς, καί μιλᾶς καί σωπαίνεις εἶσαι δαιμονιώδης. Ἀκολουθεῖς αὐτήν τήν πορεία, εἰδάλλως, πραγματικά, καί μή ζώντας τήν Ὀρθοδοξία καί μιλώντας γιά τό κάλλος της, γιά τούς μεγάλους θησαυρούς της, δέν θά κάνουμε αὐτή τή βαθιά κίνηση, καί κρίνεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Καί τότε ὁ Χριστός ἀνταποκρίνεται φωνάζοντας πρός ἐμᾶς, προσφωνῶν πρός ἐμᾶς καί ἐμεῖς πιά δοξολογοῦμε τόν Θεό καί τίποτε ἄλλο καί ἐκεῖ τελειώνει ὅλη ἡ ἱστορία. Τελειώνει καί ἀρχίζει ξανά, καί εἶναι καί πάλι μιά κίνηση καί πάλι μιά σιωπή καί πάλι μιά θεραπεία ἀπό τόν Χριστό.
Εὐχόμαστε, λοιπόν, αὐτόν τόν μυστικό τρόπο τῆς ἀναιρέσεως τῆς δυναμικῆς τοῦ κόσμου τοῦ δικοῦ μας ἔτσι νά τόν ζήσουμε καί τότε πραγματικά θά βροῦμε τό κάλλος τῶν προτάσεων τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας.
 
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2015/12/blog-post_16.html

Τό μυστήριο κατανοεῖται μέσα ἀπό μιά βαθιά ἄσκηση, προσευχή καί ταπείνωση!


Τοῦ πατρὸς Κωνσταντίνου Σταρτηγόπουλου 
 Στό τέλος μιᾶς χρονιᾶς ἤ στήν ἀρχή μιᾶς ἄλλης, κάνουμε συνήθως προϋπολογισμούς σέ ἀπολογισμούς, πιθανῶς ξεχνώντας τό βασικότερο ἐκφραστικό μέγεθος αὐτοῦ πού κάνουμε, γιατί εἶναι ὁ χρόνος καί ἡ ἱστορία. Καί ἀφοῦ μπῆκε ὁ Θεός μέσα στήν ἱστορία, κάνει τήν ἱστορία μυστήριο, τό εἶπε καί τό δοξαστικό πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο στόν ὄρθρο, πού ἔλεγε «μέγα τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεώς Σου Κύριε». Ἡ ἱστορία ἔγινε μυστήριο, ξεπερνάει δηλαδή τίς λογικές ἀναλύσεις τοῦ τί κάνουμε ἤ τί θά κάνουμε. Ἡ ἱστορία ἔγινε μυστήριο. Και ἐπειδή ὅλοι συμπορευόμαστε, μᾶς ἀρέσει, δέν μᾶς ἀρέσει, καθημερινά μέ τήν ἱστορία, εἴμαστε πλάσματα πού ζοῦμε ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἔχει πολύ ἐνδιαφέρον νά μποροῦμε νά σταθοῦμε σ᾽ αὐτό πού εἶναι ὁ συνοδηγός μας καί συνοδοιπόρος μας καθημερινά καί νά μποροῦμε νά τό ἀξιολογήσουμε σωστά, νά τό ἀναλύσουμε. 
Τά κείμενα τά δύο πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο καί τό εὐαγγελικό καί τό ἀποστολικό κάνουν μιά τέτοια προσέγγιση. Καί δίνουν ἐργαλεῖα, γιά μᾶς προσωπικά, τό πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στό χρόνο. Νά τό δοῦμε λίγο ἁπλά καί νά τό προσδιορίσουμε. Ὑπῆρχε ἕνα κείμενο συγκεκριμένο πού ξεκινοῦσε ἀπό τούς μάγους πού ἀναχώρησαν καί περιγράφει τά γεγονότα τά πάρα πολύ γνωστά. Θά σᾶς δώσω τώρα δύο ἐργαλεῖα, θά τά δώσω ὡς παραδείγματα μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο καί κρατῆστε γιά σᾶς, γιά τό πῶς στεκόμαστε καί ἀναλύουμε τό χρόνο, παρόλο πού παραμένει μυστήριο. Ἀλλά ὅσο μποροῦμε, νά τόν προσεγγίσουμε τό χρόνο.

Προσέξτε, τό πρῶτο ἐργαλεῖο εἶναι ἀπό τήν ἱστορία, εἶναι πρῶτα ἡ φαινομένη ἱστορία, αὐτό πού βλέπουμε, αὐτό πού ἀκοῦμε κάθε μέρα· πού εἶναι γεμάτη ἀπό τραγωδίες, ἀπό πολέμους, ἀπό μάχες, ἀπό φόνους, ἀπό κλεψιές, ἀπό ἀποτυχίες, ἀπό κρίσεις. Εἶναι ἡ φαινομένη ἱστορία.
Ὑπάρχει καί ἡ ὄντως ἱστορία, εἶναι ἡ ἱστορία πού χαράσσει ὁ Θεός μέσα στόν κόσμο. Πού ἄν θέλουμε, συμπορευόμαστε μαζί Του ἤ ἄν δέν θέλουμε, παραμένουμε στό συρμό τῆς φαινομένης ἱστορίας καί μπαίνουμε στήν τραγωδία μέσα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο ἐργαλεῖο. Εἶναι ἡ φαινομένη ἱστορία, τό τί φαίνεται καί τό τί εἶναι ἡ ὄντως ἱστορία. Κοιτάξτε τό παράδειγμα τό ὁποῖο μᾶς δίνει, σ᾽ αὐτό τό διακριτικό μέγεθος τῆς ἱστορίας, τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε.
Ἀναχωροῦν οἱ μάγοι. Γιατί ἀναχωροῦν; Ὑπάρχει μία τραγωδία, ὑπάρχει ἕνας Ἡρώδης πού τούς διώκει. Αὐτό εἶναι τό φαινόμενο. Ὑπάρχει ἕνας διωγμός, μία τραγωδία, ἕνας πόλεμος. Οἱ μάγοι ἀναχωροῦν. Τό φαινόμενο ξεπερνιέται. Τί παραμένει; Μετά ἀπό χρόνια, πρίν ἀπό λίγο διαβάσαμε στά συναξάρια, πού οἱ μάγοι ἀναγνωρίστηκαν ὡς Ἅγιοι. Ἡ ἱστορία ἄλλους δικαίωσε. Ὄχι τή βία, τό ἔγκλημα καί τό φόνο. Τό φαινόμενο ἦταν τραγικό καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο παραμένει εἶναι ἁγιασμένο. Προσέξτε αὐτό τό ἐργαλεῖο, εἶναι πολύ σπουδαῖο, γιατί ζοῦμε καθημερινά, μέ τά ἀκούσματα καί μέ τίς αἰσθήσεις μας, τήν τραγωδία τοῦ κόσμου. Ἄν παρασυρθοῦμε σ᾽ αὐτό τόν εἱρμό τῆς τραγωδίας αὐτῆς, θά χάσουμε τήν ὄντως ἱστορία. Νά δώσω καί ἄλλα παραδείγματα ἀπό τήν περικοπή πού ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο;
Ὁ Ἰωσήφ γιατί φεύγει ἀπό τήν Αἴγυπτο; Γιατί ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νά σκοτώσουν τό Παιδίο. Ὑπάρχει πάλι ἡ τραγωδία, ὑπάρχει τό αἷμα, ὑπάρχει ὁ φόνος καί φεύγει, ὅλα καταλαγιάζουν. Ὅλα ξεπερνιόνται καί μετά παραμένει ἡ ὄντως ἱστορία. Ὁ Χριστός πού γυρνάει πίσω μετά, ἀπό τήν Αἴγυπτο. Ἄλλο παράδειγμα; Τά παιδιά τά ὁποῖα δολοφονεῖ ὁ Ἡρώδης καί σήμερα τά ἑορτάζουμε. Δεκατέσσερις χιλιάδες παιδιά! Μιά τραγωδία. Ἕνας αἱμοσταγής δολοφόνος. Αὐτό κυριαρχεῖ ἐκείνη τήν ἐποχή. Τό ἔγκλημα, τό αἷμα καί ἡ τραγωδία. Ὅλα ξεπερνιόνται, σήμερα γιορτάζουμε αὐτά τά νήπια, τά δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια ὡς Ἁγίους!
Βλέπετε ἡ φαινόμενη ἱστορία, πόσοι ταράχτηκαν ἀπό αὐτό καί τί μένει στό τέλος, τέλος, τέλος. Ἔτσι δέν γυρνάει πίσω καί ὁ Ἰωσήφ; Ἀκούει πού ἐκεῖ βασιλεύει ὁ Ἀρχέλαος, εἶχε πεθάνει ὁ Ἡρώδης. Ἀλλά καί ὁ Ἀρχέλαος ἦταν αἱμοσταγής κρατῶν ἄρχων καί δέν μένει ἐκεῖ καί ὁ Θεός ἀλλάζει τήν ἱστορία, τήν ἱστορία τῶν Προφητῶν. Τόν κάνει Ναζωραῖο τόν Χριστό, πού δέν βγῆκε κανένας προφήτης ἀπό τή Ναζαρέτ. Ἀλλάζει τά πάντα, εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱστορίας, ἀλλά πίσω κρύβεται ὁ Θεός! Καί ἄν θέλουμε ἐμεῖς αὐτή τήν ἱστορία τήν καταλαβαίνουμε, μέσα στήν τραγωδία πού ζοῦμε κάθε μέρα, καταλαβαίνουμε τήν ἱστορία. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο κριτήριο. Κρατῆστε το αὐτό τό κριτήριο, γιατί ζοῦμε τή φαινομένη ἱστορία, τήν τραγωδία, τόν πόνο κάθε μέρα καί τήν κρίση, μή χάσουμε ὅμως τήν ὄντως ἱστορία, πού αὐτή ἡ ὄντως ἱστορία εἶναι δική μας. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο ἐργαλεῖο, γιά νά μπορεῖτε νά ἀξιολογεῖτε αὐτά πού ζεῖτε.
Τό δεύτερο ἐργαλεῖο. Πῶς θά γίνει αὐτό τό πράγμα; Πῶς μέσα στήν τραγωδία θά μποροῦμε νά συλλάβουμε τό μυστήριο πού κρύβεται, τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ; Ὅλο τό μυστήριο δέν τό συλλαμβάνουμε, ἀλλά τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι μυστήριο καί μπαίνει στήν ἱστορία αὐτό θά τό καταλάβουμε. Καί μπορεῖ νά μήν μποροῦμε ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς μας νά τά ἑρμηνεύσουμε ἀμέσως, ἀλλά διαχρονικά καί μακροχρόνια πολλά ἀπό αὐτά ἐξηγοῦνται καί τά καταλαβαίνουμε. Χρειάζεται μία διαχρονικότητα, ἀλλά ὄχι μόνο καί μία ἄσκηση.
Ἀκούσατε τί ἔλεγε πρίν ἀπό λίγο τό κείμενο τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Ἔλεγε, «τό Εὐαγγέλιο τό ὁποῖο παρέλαβα», ἔλεγε τό Εὐαγγέλιό μου. Εἶναι Εὐαγγέλιό του; «Τό Εὐαγγέλιο τό ὁποῖο ἐγώ παρέλαβα!». Μά δέν παρέλαβε τό Εὐαγγέλιο πού εἶχαν ὅλοι οἱ ἄλλοι; Εἶχε ἕνα προσωπικό του Εὐαγγέλιο καί εἶχε μία προσωπική ἱστορία. Ἦταν τό δικό του κοίταγμα καί βίωση στό Εὐαγγέλιο μέσα καί πῶς τό ἔκανε αὐτό; Ἀπό φωτισμό καί ἀπό τήν ἄσκηση. Τό εἶπε τό κείμενο, ἐδῶ εἶναι τό κλειδί, δέν πῆγε νά κυνηγήσει τούς Ἀποστόλους νά τούς βρεῖ, μετά τούς βρῆκε. Τρία χρόνια κάθισε στήν Ἀραβία ἀσκούμενος. Αὐτός πού πῆρε τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, δέν εἶπε ἐγώ πῆρα τόν φωτισμό καί τελειώσαμε, κάθισε τρία χρόνια στήν Ἀραβία ἀσκούμενος! Ἔμεινε ἐκεῖ στήν ἔρημο καί μετά πῆγε καί συνάντησε τόν Πέτρο καί τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδελφόθεο καί ἔμεινε λίγο μαζί τους.
Ἄρα ὑπάρχει τό μυστήριο, τό ὁποῖο κατανοεῖται μέσα ἀπό μιά βαθιά ἄσκηση! Μιά βαθιά προσευχή καί ταπείνωση! Τρία χρόνια στήν Ἀραβία; Τί περίμενε ἐκεῖ ὁ Παῦλος; Ἀφοῦ ἔπρεπε νά διαδώσει τό Εὐαγγέλιο, θά ἔλεγε ὁ Χριστός γρήγορα! Γιά τήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει γρήγορα. Ὑπάρχει ἡ ἄσκηση, ὑπάρχει ὁ πόνος, ὑπάρχει τό δάκρυ, ὑπάρχει ἡ βαθιά κάθαρση. Καί αὐτό τό περνάει ὁ Παῦλος. Καί τότε ἀποκτοῦμε τό βασικό ἐργαλεῖο, γιά νά μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου καί τή δική μας ἱστορία, αὐτό εἶναι τό ἐνδιαφέρον.
Τραγωδία, πόνος, κρίση, αἵματα, φόνοι, καθημερινά αὐτά λειτουργοῦν καί πίσω ἀπό ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἱστορία ἡ δική μας, πού εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Θεοῦ! Γιά νά τήν καταλάβουμε ὅμως θά πρέπει νά καθαρίσουμε τό νοῦ μας. Καί εἶναι ἡ προσωπική Ἀραβία στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ἡ ἴδια ἡ ἱστορία, στήν προσωπική μας Ἀραβία! Ὅλα τά ἀξιολογοῦμε διαχρονικά καί ἐν ἀσκήσει. Καί ὅσο φωτίζεται ὁ νοῦς διαχρονικά καί ἐν ἀσκήσει, δέν βιαζόμαστε δηλαδή νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἱστορία, διαχρονικά καί ἐν ἀσκήσει, τότε ἡ ἱστορία τοῦ Θεοῦ γίνεται ἱστορία μας καί γίνεται κατανοητή ἡ ἱστορία μας.
Τό κείμενο αὐτό, πραγματικά, εἶναι πάρα πολύ σπουδαῖο, γιατί μᾶς βάζει νά συνειδητοποιήσουμε, ἀκόμη καί νά ἑρμηνεύσουμε ὅσο μποροῦμε, τήν προσωπική μας ἱστορία, τόν πόνο μας, τήν τραγωδία μας, τό κάθε γιατί, τό ὁποῖο προκύπτει κάθε μέρα στή ζωή μας. Κρατῆστε το, ἀλλά ἀμέσως νά ἀπαντήσετε δέν μπορεῖτε. Ξέρετε ὅτι πίσω κρύβεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως νά ἀπαντήσετε δέν μπορεῖτε, θά περιμένετε τό χρόνο ἀλλά ταυτόχρονα θά βρεθεῖτε μέσα στή δική σας προσωπική Ἀραβία καί τότε ὅλα τά πράγματα θά ξεκαθαρίσουν καί θά παραμένετε πάντα μέσα στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά ξεκαθαρίζετε τή ζωή σας παραμένοντας μέσα στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ!
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, ἐπάνω στό χωρίο τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου, κεφάλαιο 2ο, στίχοι 13 ἔως 23, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακῆς 29-12-2013.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/12/blog-