Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Αὐτοεκτίμηση ἤ ταπείνωση; Πορεία ἀπό τήν τραγωδία στήν κάθαρση! Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου

 
 πού ἔγινε στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Παντελεήμονος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδας στίς 14-03-2010.
 


Νά κάνω μιά μικρή εἰσαγωγή -θά τήν ἔλεγα ἱστορική, μέ δυό γραμμές μονάχα- ἡ ὁποία μπορεῖ νά σᾶς βοηθήσει νά κατανοήσετε τό νόημα, νά κάνω μιά ἀναγωγή γνωστή σέ σᾶς· ἔτσι νά πάω λίγο στήν κοινωνική σκέψη τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, ὅπου, ξέρετε, κατά τήν Ἀριστοτέλεια ρήση ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν κοινωνικό. Ἕνας βασικός ὁρισμός, πού τουλάχιστον γιά τά μέτρα τῆς φιλοσοφίας τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας εἶναι κάτι πολύ οὐσιαστικό καί προχωρημένο, ἀφοῦ τό ὄν τό κοινωνικό ἀναιρεῖ τόν ἐγωισμό καί τόν ἀποκλεισμό.
Αὐτό εἶναι καλό βέβαια γιά τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ὅπου λείπει ὁ Χριστιανισμός, ἀλλά μέσα στό χῶρο τοῦ Χριστιανισμοῦ τό ὄν τό κοινωνικό δέν εἶναι ἀρκετό, νά εἶναι κοινωνικό ὄν. Καί θά μπορέσω νά δώσω -παρόλο πού θά μποροῦσα νά πῶ πολλές ὁρολογίες- τό πέρασμα ἀπό τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀπ᾽ αὐτή τήν κοινωνικότητα πού ἀποκλείει μορφές ἐγωισμοῦ, κλεισμένων ἀνθρώπων -σχετικά πάντοτε- θά μποροῦσα νά κάνω τό πέρασμα τό θεολογικό καί οὐσιαστικά τό ἀνθρωπολογικό στό χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης μέσα ἀπό τήν πολύ γνωστή φράση τῶν Πατέρων πού [λένε ὅτι] ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλῶς ὄν κοινωνικό, εἶναι «ζῶον θεούμενον» (Παν. Νέλλας). Καί μόνο αὐτή ἡ ἀντιπαράθεση μπορεῖ νά σᾶς δώσει ἕναν ὁρισμό γιά νά καταλάβετε πώς ἀκόμη καί κοινωνικοί νά εἴμαστε -πού τό κοινωνικό ξεπερνάει ἕναν ἀτομισμό, ἔχεις παρέες, γνωρίζεσαι, μιλᾶς, ἔχεις κουράγιο νά σταθεῖς πλάι στόν ἄλλον- ἄν δέν εἶναι τό θεούμενον, καί ἐκεῖ πέρα τά πράγματα εἶναι μισά. Ἔχουμε λοιπόν στήν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας τῆς κοινωνιολογίας τῶν ἀνθρώπων τό ὄν τό κοινωνικόν, τό Ἀριστοτελικό καί τό Ἀρχαῖο Ἑλληνικό καί τό ξεπέρασμα πού εἶναι ζῶον θεούμενον
. Ἐνῶ τό ὄν εἶναι κάτι πολύ ἀφηρημένο: ἕνα ὄν, ἕνα πλάσμα. Τό ζῶον εἶναι, θά ἔλεγα, καί βλαπτικό γιά τήν ἰσορροπία τοῦ ἐγωισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Νά σέ ποῦν τώρα ζῶον αὐτή τή στιγμή, θά θυμώσεις πάρα πολύ. Καί μάλιστα εἶναι ζῶον, θεούμενον, ὅμως. Ἄρα ἡ πορεία, ὁ συσχετισμός ἔχει σχέση μέ τό Θεό. Οὔτε ἔχει σχέση μέ τήν κοινωνία, γιατί οὔτε ἡ κοινωνία εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀξιοκρατία. Ποιά εἶναι τά μέτρα τῆς κοινωνίας. Ποιοί εἶναι οἱ ὁρισμοί τῆς κοινωνίας. Πῶς ἐγώ θά θεραπεύσω τόν ἑαυτό μου μέ ἕνα μέτρο πού λέγεται κοινωνία καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ κοινωνία. Γιατί γιά νά ἔχεις θεραπεία, πρέπει νά ἔχεις καλά φάρμακα καί καλή ἰατρική.
Ἔτσι λοιπόν τό πέρασμα στήν Ὀρθοδοξία μας μέσα ἀπό τό «ζῶον θεούμενον» εἶναι καταπληκτικό γιά τή θεραπευτική αὐτοῦ τοῦ ἐπικίνδυνου δεδομένου τοῦ ἀνθρώπου πού -τό λέω στήν ἀρχή- νά μή θέλει νά εἶναι κοινωνικός ἤ νά εἶναι μονάχα κοινωνικός κατά τά μέτρα τῆς κοινωνικότητας· οὔτε αὐτό μᾶς ἀρκεῖ στήν Ἐκκλησία. Μπορεῖ νά εἴμαστε μιά κοινωνία καί νά τρωγόμαστε, νά ἀντέχει ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιατί πρέπει νά ζήσουμε, νά δουλέψουμε, νά εἴμαστε στό σπίτι μέσα γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε κάτι ἄλλο, ἀλλά καί νά τρωγόμαστε. Ἄρα τό κοινωνικό δέν ἀρκεῖ, ἀρκεῖ τό θεούμενον.
Θά σταθῶ περισσότερο σήμερα στόν ἐγωισμό καί θά δώσω καί κάποια παραδείγματα. Ἀλλά ἐπειδή ἔβαλα στήν ὁρολογία μου αὐτή τή λέξη τοῦ αὐτοσεβασμοῦ, πρέπει νά κάνω μιά ἀντιπαράθεση γιατί αὐτή ἡ λέξη σήμερα εἶναι πάρα πολύ καίρια καί πάρα πολύ ἐπικίνδυνη, εἰδικά γιά τό χῶρο τῆς σύγχρονης παιδαγωγίας. Ἡ λέξη «αὐτοσεβασμός» [αὐτοεκτίμηση], ὅσο μπορῶ νά θυμηθῶ, μπῆκε σέ ἐπίσημες δομές ἐκπαιδευτικές καί σέ ἐκπαιδευτικά κείμενα μέσα, ἐδῶ καί τέσσερα-πέντε χρόνια καί δέν εἶναι μόνο μία τέτοια ἰσορροπία ἐκπαιδευτική, ἀλλά ἀφορᾶ πάρα πολλούς ἄλλους φορεῖς, σχολές ψυχολογίας, ψυχοθεραπείας κ.λπ. Ἔχουμε μερικές σχολές μάλιστα στή Γλυφάδα οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς motto τους, δηλαδή ὡς ρητό τους, τόν αὐτοσεβασμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν δοῦν μάλιστα σέ ἕνα σχολεῖο ἕνα παιδί τό ὁποῖο εἶναι λίγο μαζεμένο, λίγο φοβισμένο, λένε ὅτι αὐτό δέν ἔχει αὐτοσεβασμό. Τί εἶναι ὁ αὐτοσεβασμός; Ὁ αὐτοσεβασμός ξεχνάει πρῶτα- πρῶτα τήν κοινωνία, ξεχνάει τό ζῶον τό θεούμενον, ξεχνάει τήν κοινωνία καί λέει νά ἀναμετρηθεῖς μέ τόν ἑαυτό σου, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης ἀναμετριέται τουλάχιστον μέ τήν κοινωνία, ὅποια καί νά ᾽ναι. Ὅποια καί νά ᾽ναι. Νά ἀντέξεις αὐτόν πού εἶναι πλάι σου καί ἔστω νά χτυπιέσαι κάτω, δέν εἶναι καλό βέβαια. Ἡ Ἐκκλησία ἀναμετριέται μέ τό Θεό. Στόν αὐτοσεβασμό, πού εἶναι δομή τῆς σύγχρονης παιδαγωγίας μας καί πάρα πολύ ἐπικίνδυνη, ἀναμετριέσαι μόνο μέ τόν ἑαυτό σου. Ὑπάρχει λοιπόν ἕνα πρῶτο κλείσιμο πού, ἀντί νά θεραπεύσει, φέρνει μιά τραγωδία. Ὅσες φορές μελέτησα κείμενα αὐτῶν τῶν σχολῶν τοῦ αὐτοσεβασμοῦ, σᾶς λέω στή Γλυφάδα ἔχουμε ἀρκετές καί μιά μάλιστα σχολή εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνη, καταστροφική γιά τή λειτουργία της, ἀκριβῶς αὐτό τό ἔργο γίνεται. Βλέπουν ἕναν ἄνθρωπο πού εἶναι φοβισμένος, ἔχει κάτι, ἤ δέν ἀντέχει τούς ἄλλους, ἔχει αὐτό τόν ἐγωισμό πού εἶναι καταλυτικός γιά τή ζωή μας, λένε δέν ἔχει αὐτοσεβασμό κ.λπ., κ.λπ. Ἔτσι λοιπόν ἀντί νά πᾶμε σέ μιά πορεία πρός τό ζῶον τό θεούμενον καί νά καλλιεργήσουμε τή θεολογία καί τή θεραπευτική τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἕνα ζῶον -χωρίς τό Θεό του, εἶναι ζῶον- καί νά γίνει θεούμενον, ξεχνᾶμε ἀκόμα καί τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα καί τόν Ἀριστοτέλη καί πᾶμε πίσω, πᾶμε στόν αὐτοσεβασμό. Ἄρα τό μέτρο εἶμαι Ἐγώ.
Τώρα ξεκινώντας γιά νά ἀναλύσω αὐτή τήν ὁμιλία νά θυμίσω μερικά χωρία ἀπό τήν Καινή Διαθήκη πρῶτα-πρῶτα, πού θεωροῦν τόσο ἐπικίνδυνη αὐτή τήν ἔννοια τοῦ αὐτοσεβασμοῦ· δέν τή λένε «αὐτοσεβασμός», ἀλλά τά χωρία τά ὁποῖα διαγράφονται μέσα στή Γραφή εἶναι σαφέστατα ὁρισμένα καί συγκεκριμένα καί ὁρίζουν αὐτό τό στοιχεῖο τοῦ αὐτοσεβασμοῦ. Θυμηθεῖτε ἀπό τό ὄγδοο κεφάλαιο τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου αὐτή τή φοβερή φράση πού δέν τήν καταλαβαίνουμε. Εἶναι τόσο γνωστή φράση, τήν ξέρετε ὅλοι. Λέει: «Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾽ ἄν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν» (Μάρκ. 8:35). Βλέπετε τί λέει; Ὅποιος θέλει νά σώσει τήν ψυχή του θά τή χάσει. Θά πεῖτε τί σημαίνει αὐτό; Ἐγώ θέλω νά σώσω τήν ψυχή μου καί θά τή χάσω; Ἀλλά λέει: «ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου». Τί σημαίνει νά σώσει τήν ψυχή του; Νά μαζευτεῖ στόν ἑαυτό του, νά κάνει αὐτοανάλυση, νά κάνει ψυχανάλυση, νά σκέφτεται ποιός εἶναι, αὐτοσεβασμός, ἕναν κύκλο γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του; «Ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι» καί νά κλειστεῖ μέσα του καί δυστυχῶς πάρα πολλές τέτοιες ὁμάδες ἤ σχολές, λεγόμενες «θεραπευτικές» στό χῶρο τῆς ψυχῆς -δέν μποροῦν νά τή θεραπεύσουν, ἀλλά ἔτσι τό λένε- πάνω σ᾽ αὐτό τό μοντέλο στέκονται. Βλέπετε τό στοιχεῖο τῆς ψυχανάλυσης, εἶναι συνέχεια ἡ ἀνάλυση τοῦ ἑαυτοῦ σου· ποιός εἶσαι ἐσύ. Στήν κλασική φροϋδική ψυχανάλυση, κατά τήν πρακτική τοῦ Φρόυντ χρειαζόταν γιά πέντε χρόνια τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα ἐπί τρεῖς ὧρες ψυχανάλυση, νά μιλᾶς μόνος σου, νά ἀνακαλύπτεις τόν ἑαυτό σου μόνος σου. Ὁ θεραπευτής παραμένει σιωπηλός, ἀκόμα κι ὅταν ἐξελίχθηκε καί πῆρε δεκάδες μορφές. Ἀλλά εἶναι αὐτό: «ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι». Ἐγώ ποιός εἶμαι, τί εἶμαι καί γιατί εἶμαι; Καί ἡ Ἐκκλησία λέει ἁπλά «ζῶον θεούμενον». Ἡ ἀναμέτρηση, ἡ σύγκριση, ἡ πορεία, ἡ στάση μπροστά στό Θεό. Ἐκεῖ θά ἀναμετρηθεῖς. Οὔτε κἄν τό Ἀριστοτελικόν, νά ἀναμετρηθεῖς μέ μιά κοινωνία πού ἔχει κάποιες θεωρίες. Ἐδῶ εἶναι: «ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι». Καί: «ὅς ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν». Πού σημαίνει, πάρτε το πολύ ἁπλά καί κρατῆστε το γιά τά καθημερινά σας προβλήματα -γιατί εἶναι αὐτό ἔτσι; Γιατί εἶναι ἀλλιῶς; Γιατί ἐγώ παθαίνω αὐτό; Γιατί μοῦ συμβαίνει; Αὐτό εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Χριστός· καταλυτικό καί, συγχωρέστε με πού τό λέω, τό ξέρετε ἐσεῖς ἀπό τήν προσωπική σας ζωή, τό κάνετε κάθε μέρα. «Γιατί σέ μένα;», «γιατί αὐτό ἔτσι;», «γιατί μοῦ φέρεται ἔτσι;» Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Χριστός, εἶναι καταλυτικό. Εἶναι τό πρῶτο χωρίο πού καταθέτω γιά τήν ἀναίρεση τοῦ αὐτοσεβασμοῦ γιά νά πάω στή θεραπεία, πού εἶναι ἡ ταπείνωση.
Βέβαια νά θυμηθῶ καί ἄλλα χωρία. Θυμάστε ἐκεῖνο τό χωρίο πού καλοῦνται ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι νά ἔρθουνε στό τραπέζι καί ἄλλο πράγμα σκέπτονται. Τούς καλεῖ ὁ Θεός καί λέει ὁ ἕνας: «ἀγρόν ἠγόρασα, καί ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καί ἰδεῖν αὐτόν·» (Λουκ. 14:18), στροφή γύρω ἀπό τά δικά του. Ὁ ἄλλος λέει: «ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καί πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά·» (Λουκ. 14:19), γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του καί τά πράγματά του καί ὁ ἄλλος: «γυναῖκα ἔγημα» (Λουκ. 14:20). Αὐτά τά χωρία, εἰδικά στήν πατερική θεολογία, παρόλο πού τά ξέρουμε καί τά χρησιμοποιοῦμε, ἔχουν ἕνα κάλλος βαθύτατα θεραπευτικό καί μάλιστα ἔχουν λόγο ἀπέναντι σέ τέτοιες ὑποψίες θεωρίας πού λένε: «νά ἐμεῖς τώρα ἔχουμε τρόπο νά θεραπεύσουμε αὐτόν πού δέν ἔχει αὐτοσεβασμό». Ὅλοι αὐτοί στρέφονται στόν ἑαυτό τους, στά πράγματά τους, στά βόδια τους, στή γυναίκα τους, στά χωράφια τους. Νά λοιπόν ἕνα ἄλλο ὑπόδειγμα στροφῆς. Προσέξτε τήν ἀντιπαράθεση πού κάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅταν ὁμιλεῖ γιά τήν πορνεία λέει: «ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἕν σῶμά ἐστιν;... ὁ δέ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἕν πνεῦμά ἐστι…» (Α᾽ Κορ. 6:16-17). Κάνει ἀντιπαράθεση, προσέξτε, τῆς προσκολλήσεως σέ ἕνα ἄλλο πρόσωπο καί τό λέει πορνικό, σέ σχέση μέ τό Θεό. Κάτω ἀπό αὐτή τή θεολογία ὁποιαδήποτε ἄλλη προσκόλληση καί ὄχι μονάχα σεξουαλική, πού θά τό νομίσετε ἐδῶ πέρα -ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος- προσκόλληση εἶναι μιά πορνικότητα. Στήν Ἐκκλησία ἡ πορνικότητα εἶναι αὐτό πού ξέρουμε στά σωματικά τά μεγέθη, ἀλλά στή θεολογία τῶν Πατέρων ξεπερνιέται. Βλέπετε, «ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἕν σῶμά ἐστιν;... ὁ δέ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ…», ἴδια λέξη. Προσέξτε τή φράση τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τῆς Γενέσεως: «Καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2:24). Ἀλλά εἶναι ἡ προσκόλληση μέσα ἀπ᾽ τό μάτι τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπ᾽ τό κοίταγμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἴδια λέξη εἶναι, πάλι δηλαδή ἡ στροφή γύρω ἀπό τόν ἑαυτό μου. Ποῦ προσκολλοῦμαι, ποιά εἶναι τά προβλήματά μου, πῶς θά καλύψω τά προβλήματά μου.
Θυμηθεῖτε ἐκεῖνο τό χωρίο τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λουκ. 12:16-21) πού σκεπτόταν τόν ἑαυτό του «στραφείς ἐν ἑαυτῷ», βλέπετε δέν μιλάει μέ κανέναν, «στραφείς ἐν ἑαυτῷ», στρέφεται στόν ἑαυτό του καί λέει ἔχω αὐτό καί θά οἰκοδομήσω καί θά γκρεμίσω, θά χτίσω. Μιλάει μέ τόν ἑαυτό του. Κάνει μιά ἰδιότυπη αὐτοανάλυση καί ἔχει ἕνα στοιχεῖο αὐτοεκτιμήσεως: μπορῶ νά κάνω καί αὐτό καί αὐτό καί αὐτό. Βλέπετε, χωρία τά ὁποῖα ἔρχονται νά ἀντιμετωπίσουν σήμερα τέτοιες λεγόμενες νεοφανεῖς θεωρίες μ᾽ ἕναν τρόπο καταλυτικό καί ἀποδεικνύεται ἀκριβῶς τό κάλλος τῶν εὐαγγελικῶν κειμένων. Βλέπετε, ὁ Φαρισαῖος «σταθείς πρός ἑαυτόν» (Λουκ. 18:11), προσέξτε τίς λέξεις. Ὅταν διαβάζετε τό Εὐαγγέλιο νά πάρετε τό γενικό νόημα· ξέρετε τήν ἱστορία -καί ποιός δέν τήν ξέρει;- τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου, ἀλλά θά προσέξετε τίς λέξεις κατά τήν ἑρμηνευτική μεθοδολογία τῶν Πατέρων. Προσέξτε ἡ ἑρμηνευτική μεθοδολογία τῶν Πατέρων εἶναι νά ξέρουμε μέν τό νόημα, ἀλλά γιά νά καταλάβετε τό νόημα πρέπει νά ἀναλύσετε τό ὑλικό πού δομεῖ αὐτό τό νόημα. Βλέπω ἐδῶ πέρα ἕνα κτίσμα, ἀπό τί ὑλικό φτιάχτηκε. Οἱ Πατέρες ξεκινᾶνε ἀπό τό ὑλικό καί προσέξτε καί πάλι στό Φαρισαῖο «σταθείς πρός ἑαυτόν ταῦτα προσηύχετο». Βλέπετε προσηύχετο, ἀλλά ὄχι στό Θεό. Εἶναι μιά στάση αὐτοεκτιμήσεως. Θά μπορούσατε νά δεῖτε τό Φαρισαῖο ὡς τό ἀπόλυτο μοντέλο τῆς αὐτοεκτιμήσεως. Γιατί στέκεται «πρός ἑαυτόν», μάλιστα προσευχόμενος. Ἄς τό πῶ ἔτσι, ἄν εἶναι ἡ φράση δόκιμη, δέν εἶναι δόκιμη, κάνει μιά ψυχαναλυτική προσευχή. Ἀλλά ἀναλύει τόν ἑαυτό του καί κάνει αὐτοεκτίμηση. Ἔχουμε πάρα πολλά τέτοια χωρία, καταθέτω μερικά ἀπό αὐτά, ἔτσι γιά νά ἐπιβεβαιώσω τό λόγο πού σᾶς λέω.
Ἀκόμη βλέπετε καί στή θεραπεία τῶν δέκα λεπρῶν πού ὁ ἕνας γυρνάει πίσω. «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δέ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ;» (Λουκ. 17:17-18). Βλέπετε, δέν εἶναι ἡ αὐτοτελής θεραπευτική. Ναί, θεραπεύτηκαν, ἀλλά δέν θεραπεύτηκαν, γιατί δέν ἀπέδωσαν καί δέν ἔστρεψαν τή θεραπεία τους πρός τό Θεό. Πόσες φορές -τό ξέρουμε- ὁ Χριστός λέει (τοῦ παραλυτικοῦ): περπάτα, «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι» (Λουκ. 5:20). Καί λένε γύρω: «τί σχέση ἔχει ἡ ἁμαρτία μέ τό περπάτα;». Ἄν εἶσαι λοιπόν τόσο δυνατός νά τόν γιατρέψεις, πές του: «περπάτα». Γιατί τοῦ λές πρῶτα: «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», τώρα: «πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Γιατί ἡ στροφή του ἡ θεραπευτική ὀφείλεται στή στροφή του πρός τό Θεό.
Καί φυσικά κορυφαῖο κομμάτι γύρω ἀπό αὐτά τά θέματα εἶναι τό πάρα πολύ γνωστό χωρίο πού παρατίθεται στά εὐαγγελικά κείμενα ὄχι μία φορά μόνο, σᾶς διαβάζω τό κείμενο ἀπό τό Λουκᾶ - ποιά εἶναι ἡ δομή τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τό ξέρετε ὅλοι τό κείμενο, ἀλλά νά τό κρατήσετε σάν -ὄχι ὑποδειγματικό κείμενο- σάν τό κείμενο ὁδηγό γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή; «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου» (Μάρκ. 12:30). Βλέπετε «ἐξ ὅλης». Καί παραθέτει ὅλα τά μεγέθη τῆς ψυχῆς, ψυχή, διάνοια, τά πάντα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο. Καί μετά θά ἔρθει ἡ δεύτερη ἐντολή: «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μάρκ. 12:31). Πού σημαίνει ἄν δέν ὑπάρχει ἡ πρώτη καί ὁποιοδήποτε κοινωνικό κοίταγμα καί Ἀριστοτελικό κοίταγμα εἶναι ἀφηρημένο καί δέν εἶναι θεραπευτικό, γιατί δέν στρέφεις τόν ἑαυτό σου ἐκεῖ πού εἶναι φτιαγμένος νά στρέφεται. Βλέπετε στήν Ἐκκλησία μέσα -πού ἡ Ἐκκλησία Αὐτή θεραπεύει καί μόνο Αὐτή τίς ψυχές- ἡ βασική θεραπευτική τομή εἶναι τόν ἁμαρτωλό, τό μετανοημένο, αὐτόν πού προσπαθεῖ, νά τόν στρέψουμε πρός τόν Θεό. Δέν καθόμαστε νά ἀναλύουμε τά προβλήματά του, πᾶμε παρακάτω. Ἀλλά νά στρέψουμε τό νοῦ μας στό Θεό. Λέει: «τώρα ἁμάρτησα, τί νά κάνω;» - «Νά κάνεις προσευχή». - «Τί σχέση ἔχει;» μοῦ λέει. Ἀκόμη καί ἐπιτίμιο νά βάλω, δέν εἶναι τό ἐπιτίμιο μιά τιμωρία, γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἰσορροπία τῆς ἁμαρτίας πού ἔκανες. Αὐτό ὁ Θεός τό συγχωρεῖ. Τό ἐπιτίμιο εἶναι ἕνα μέτρο θεραπευτικό, τίποτε ἄλλο. Ἀλλά πρέπει νά στραφεῖς στό Θεό.
Προσέξτε πῶς ὁ Θεός λειτουργεῖ αὐτή τή θεραπευτική· ἕνα παράδειγμα μόνο σᾶς λέω. Ὅταν ὁ Θεός λέει στούς Ἑβραίους, περίπου λίγες μέρες μετά τήν ἔξοδο ἀπό τήν Αἴγυπτο, γιά νά πᾶνε στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, «Ἐλᾶτε τώρα νά μπεῖτε στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» καί αὐτοί στέλνουν κάποιους κατασκόπους καί βλέπουν αὐτοί ὅτι ἡ γῆ ἐκεῖ πέρα εἶναι πάρα πολύ δύσκολη, ἔχει ὀχυρώματα, ἔχει τειχίσματα, ἔχει στρατό κ.λπ. καί οἱ ἐκπρόσωποι πού γυρνᾶνε πίσω, λένε στό Μωυσῆ: «μά δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό τό πράγμα, ἐμεῖς πῶς θά μποῦμε σέ αὐτή τή χώρα; Αὐτοί ἔχουν ἄλογα, ἔχουν ὅπλα, ἔχουν τάνκς», θά τό ᾽λεγα ἔτσι. «Κι ἐμεῖς δέν ἔχουμε τίποτε». Μονάχα δύο ἀπό τούς ἐκπροσώπους πού ἔστειλαν ἀντιστέκονται, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ καί ὁ Χάλεβ λένε: «ὄχι, ὄχι, ἀφοῦ τό εἶπε ὁ Θεός θά μποῦμε» καί οἱ Ἑβραῖοι ἀντιτίθενται. Ὁ Θεός, προσέξτε, τί λέει μετά: «δέν θελήσατε νά μπεῖτε τώρα;» -καί προσέξτε χωρίς ὅπλα θά μπαίνανε- «οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. 19,8), τά λέμε αὐτά στά ψαλτήρια, τά ψάλλουμε Μεγάλη Ἑβδομάδα, αὐτά εἶναι δομή τῆς ζωῆς μας. Ἄν δέν τά θυμόμαστε αὐτά, τί θυμόμαστε; Λέει ὁ Θεός: «ὡραῖα, δέν θελήσατε νά μπεῖτε χωρίς ὅπλα τώρα, σαράντα χρόνια θά περιπλανάσθε στήν ἔρημο». Αὐτό δέν εἶναι τιμωρία, εἶναι θεραπευτική. Ὁ Θεός συγχωρεῖ ἐπί τόπου καί μάλιστα ἐπί τόπου ὁ λαός ζητάει ἔλεος ἀπό τό Θεό καί τοῦ λέει: «Θεέ μου συγχώρεσέ με». Δέν ἤξερε ὁ λαός καί ὁ Θεός λέει: «τόν συγχωρῶ». Τόν συγχωρεῖ μέν, ἀλλά σαράντα χρόνια στήν ἔρημο γιά λόγους θεραπευτικούς, προσέξτε, μπορεῖ νά ἔπαθες καρκίνο γιατί ἔτρωγες κάτι βλαβερό, ξέρω ᾽γώ, κάπνιζες, τί ἔκανες, ἔρχεται ὁ χειροῦργος, βγάζει τόν καρκίνο καί ἡ Ἐκκλησία θά σοῦ πεῖ: «ἐντάξει, ἀφοῦ τό ἔκοψες, συγχωρεῖται», ἀλλά γιά νά ἀποκατασταθεῖ ὁ τρωθείς ὀργανισμός, θέλει καιρό, θεραπευτική μεθοδολογία. Σαράντα χρόνια θεραπευτικῆς μεθοδολογίας. Βλέπετε, κείμενα βιβλικά πού στρέφονται στό Θεό ὅλοι. Ἀκόμη σέ μιά στιγμή κάμπτεται καί ὁ Μωυσῆς, περνᾶνε τά σαράντα χρόνια καί εἶναι ἔξω ἀπό τή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Εἶχε πεῖ: «ὅλοι αὐτοί πού ἀπίστησαν δέν θά μποῦν μέσα», παρά μόνο τά παιδιά τους καί αὐτοί οἱ δέκα ἐκπρόσωποι οὔτε αὐτοί θά μποῦν μέσα, παρά μόνο ὁ Χάλεβ καί ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ θά μποῦν. Δέν λέει τίποτε γιά τόν Μωυσῆ. Ὁ Μωυσῆς δέν ἀπίστησε. Ἦταν λίγες μέρες πρίν νά μποῦν μέσα στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας καί δέν εἶχαν νερό καί ὁ λαός πάλι γκρίνιαζε, γκρίνιαζε, γκρίνιαζε καί τόν κούρασαν πάρα πολύ τόν Μωυσῆ. Εἶχε κάνει τόσα θαύματα. Κι ἔχει ὁ Μωυσῆς μιά μικρή στιγμή -ἄς τήν πῶ ἔτσι ἄν ἐπιτρέπεται- μιά μικρή στιγμή ἀδυναμίας καί λέει ὁ Μωυσῆς: «ἔ, ἀπ᾽ αὐτή τήν πέτρα θά βγεῖ νερό;». Διαβάστε τό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν. Καί ὁ Θεός τοῦ λέει: «χτύπα τήν πέτρα καί ἀπ᾽ αὐτή τήν πέτρα θά βγεῖ νερό». Εἶχε κουραστεῖ. Χτυπάει τήν πέτρα πρώτη φορά καί δέν βγαίνει νερό. Τή δεύτερη χτυπάει καί βγαίνει. Τί σημαίνει αὐτό; Γιά ἕνα λεπτό εἶχε μιά μικρή ἀπιστία καί τοῦ λέει ὁ Θεός: «γιά αὐτή τήν ἀπιστία οὔτε ἐσύ θά μπεῖς στή Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας». Αὐτό τί σημαίνει; Ἡ ἀπόλυτη στροφή στό Θεό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο καταξιώνει τή δυνατότητα νά ξεπεράσουμε καί τό κοινωνικό ὄν τοῦ Ἀριστοτέλη, νά μήν πέσουμε στήν παγίδα καί τήν τραγωδία τοῦ αὐτοσεβασμοῦ καί τῆς αὐτοαναλύσεως καί νά στρεφόμαστε στό Θεό - αὐτό πού κάνει συνέχεια ἡ Ἐκκλησία.
Ἁπλῶς νά θυμηθῶ καί ἕνα-δυό ἀκόμη χωρία τέτοια, τά ὁποῖα, τά ξέρετε μέν, ἀλλά τά λέμε ἔτσι ρητορικῷ τῷ λόγῳ καί τά χρησιμοποιοῦμε στά κατηχητικά. Τί εἶναι ἡ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου; «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20). Μιά φράση πού φαίνεται πάρα πολύ ὡραία, πάρα πολύ ρομαντική, πάρα πολύ δυνατή λέξη. Τό καταλάβατε, τό νιώσατε τί εἶναι αὐτό; «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Εἶναι αὐτή ἡ ἀπόλυτη στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό. Μέ ὅλα τά δεδομένα. Ἄν κάπου καμφθεῖτε, ἄν αὔριο ἀπελπιστεῖτε γιά τήν οἰκονομική κρίση τή λεγομένη, γιά κάποια ἀρρώστια, γιά κάποια δυσκολία, γιατί κάποιος σᾶς μίλησε ἄσχημα καί καμφθεῖτε γιά λίγα λεπτά, σταματάει αὐτή ἡ συνέχεια, τό διηνεκές τῆς στροφῆς αὐτῆς. Βλέπετε, ἡ καρδιά σας σταμάτησε ποτέ; Λίγα δευτερόλεπτα νά σταματήσει θά πεθάνετε. Ἡ ἀνάσα σας σταμάτησε ποτέ; Λίγα δευτερόλεπτα νά σταματήσει θά πεθάνετε. Ἔ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος γιά αὐτή τή διηνεκή, ἀδιάλειπτη στροφή πρός τό Θεό σέ ὅλα του, προσέξτε. Μήν πεῖτε δέν γίνεται αὐτό τό πράγμα, μά μόνο ἔτσι γίνεται, εἰδάλλως τά ἄλλα εἶναι μιά ἀρρωστημένη κατάσταση καί ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία -πολλές φορές σέ θίγει ὁ ἄλλος, σοῦ μιλάει καί σοῦ λέει κάτι ἄσχημο, δέν ἀντέχεις- χάνεις αὐτή τήν πορεία· μετά μετανοεῖς, ἀλλά χάθηκε ἡ συνέχεια, ἡ καρδιά θά πάθει ἀρρυθμία, ἡ ἀνάσα ἡ ὁποία γιά λίγα λεπτά δέν λειτούργησε θά δημιουργήσει ἄλλα προβλήματα στά πνευμόνια, ξέρω ᾽γώ στό σύστημα τό ἀναπνευστικό, καί δημιουργοῦνται περαιτέρω προβλήματα πού δέν τά καταλαβαίνουμε. Καί λέμε μετά: «μά γιατί, γιατί; Πολεμοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία». Γιατί δέν ἔχουμε τή συνέχεια, «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» καί τό «συνεχῶς στρέφεσθαι», αὐτό πού λένε ἐδῶ τά κείμενα τά βιβλικά. Καί βλέπετε, ἡ φράση ἡ γνωστή: «ὅστις δ᾽ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10:33). Τί σημαίνει «ἀρνήσομαι»; Δηλαδή ἄν κάποια στιγμή ἔχουμε μιά ἀδυναμία καί ἀρνηθοῦμε τό Χριστό καί μετά μετανιώσουμε; Ἀκριβῶς αὐτό τό «ἀρνοῦμαι» δέν ἔχω τή συνέχεια. Δέν ἔχω τήν πλήρη, ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί πέφτουμε στήν παγίδα καί ξεχνᾶμε ὅτι: «οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα». Αὐτό εἶναι τό γενικό πλαίσιο, ὅπου ἀρχίζει πιά τό δομικό ὑλικό πού θά καταρτίσει τήν ταπείνωση πάνω μας, γιατί τώρα θά ἀναλύσω κείμενα πατερικά καί θά δεῖτε ὅτι ἡ ταπείνωση κρύβει μέσα της αὐτό τό μέγεθος.
Ἡ ταπείνωση δέν εἶναι αὐτό πού πολλές φορές νομίζετε. Εἶναι μιά βαθύτατη ἀρετή, ἀλλά κρύβει μέσα της αὐτό τό κύτταρο τό ὁποῖο σᾶς τόνισα τώρα πάρα πολύ ἁπλά, πολύ στοιχειωδῶς, μέ ἐλάχιστα χωρία βιβλικά γιά νά τό θεμελιώσω, γιά νά μείνει στό νοῦ σας. Εἶχα κι ἄλλα χωρία, δέν τά διαβάζω, γιά νά μπῶ τώρα στίς πατερικές σκέψεις πού εἶναι καταπληκτικές καί μᾶς βάζουν πιά στό πῶς θά γίνει αὐτή ἡ ταπείνωση πράξη μας καί νά μή νομίζουμε ὅτι ἐπειδή κάνουμε κάποιες πράξεις ταπεινές εἴμαστε ταπεινοί. Εἶναι ἡ συνέχεια, εἶναι τό ἀπόλυτο, εἶναι ἐξ ὅλης τῆς καρδίας. Βλέπεις, ἄν σήμερα σέ βρίσουν ἑκατό καί δέν θυμώσεις μέ τούς ἐνενηνταεννιά καί μέ ἕναν πληγεῖς λιγάκι, δέν ἔχεις ταπείνωση, λένε οἱ Πατέρες. «Μά», θά πεῖς, «μιά φορά»! Μά, ποῦ εἶναι τό ἀδιαλείπτως; Ἕνα λεπτό ἄν δέν ἀνασάνουμε, θά πεθάνουμε. Κι οἱ Πατέρες, μάλιστα, μέ ἕναν ὄμορφο τρόπο, λένε τό ἑξῆς: ὅταν σέ ἕνα μοναστήρι ἁπλώνουν τά ροῦχα τους πού τά πλένουνε, θέλουν μία ἔκταση, ἔχουν κάποιες κολῶνες καί σκοινάκια, ἀνά δέκα μέτρα κολώνα καί σκοινάκι. Τό οὐσιαστικό εἶναι νά ὑπάρχει ἡ κολώνα. Ἄν δέν ὑπάρχει ὅμως σκοινάκι πού ἑνώνει, δέν μπορεῖ νά κρεμαστεῖ τό ροῦχο. Ἐγώ τό λέω μέ ἄλλο παράδειγμα. Βλέπετε, οἱ πυλῶνες τῆς ΔΕΗ τό ἠλεκτρικό ρεῦμα τό μεταφέρουν, ἀνά 100 μέτρα ὑπάρχει καί μιά κολώνα καί ὑπάρχουν τά σύρματα. Οἱ πυλῶνες εἶναι κάτι πάρα πολύ οὐσιαστικό, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχει καί συνέχεια, ἔ; Ἄν τώρα κάνω ταπείνωση καί μετά ἀπό ἑκατό μέτρα κάνω ταπείνωση καί στό ἐνδιάμεσο δέν κάνω, δέν λειτουργεῖ τό ρεῦμα. Αὐτό λένε οἱ Πατέρες, μέ τά δικά τους παραδείγματα, πού δέν ἤξεραν τήν τεχνολογία τῆς ΔΕΗ βέβαια. Σᾶς τό λέω γιά νά εἶναι πιό ἐπίκαιρο. Τό τονίζει μάλιστα ἐμφαντικά, πάρα πολύ ὄμορφα ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Στάθηκε πάρα πολύ, ἐπειδή ἀσχολήθηκε πάρα πολύ μέ τή νοερά προσευχή πού ἔχει τό διηνεκές τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί ἤθελε νά τό κάνει πράξη ζωῆς, ὄχι μιά θεωρία νά λέω τό «Κύριε ἐλέησον» ἔτσι. Μπορεῖ καί νά εἶσαι σέ ἀδιάλειπτη προσευχή χωρίς νά λές κἄν τό «Κύριε ἐλέησον». Ἄν εἶσαι στραμμένος στό Θεό, δηλαδή, ἄν εἶσαι ὅλος ἐμπιστοσύνη ἐκεῖ. Νά μήν καμφθεῖς σήμερα τό πρωί ἀπό τή βρισιά, ἀπό τήν κατηγορία, ἀπό τήν κρίση, ἀπό τήν ἀνωμαλία, ἀπό ὅ,τι γίνεται στήν κοινωνία. Δέν εἴμαστε ἀδιάφοροι. Παρεμβαίνουμε θεραπευτικά, χωρίς νά ταραχτοῦμε. Βλέπετε ὁ γιατρός ταράσσεται ἀπό τόν ἀσθενή; Ὄχι. Ἄν δέν ἔχει πλήρη ἰσορροπία, νευρική καί λογική ἰσορροπία, δέν θά μπορεῖ νά κάνει τή δουλειά του σωστά. Κρατῆστε αὐτό τό μέγεθος λοιπόν. Φυσικά μέσα στόν κόσμο τῆς ταραχῆς εἴμαστε. «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10:16), ἀλλά «μή ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τόν Θεόν, καί εἰς ἐμέ πιστεύετε» (Ἰωάν. 14:1). Τά λέω αὐτά γιά τή δική μας ἀδυναμία.
Ἀφοῦ ἀναλύσαμε ὅσο μπορούσαμε, σχετικῶς πως, αὐτή τήν ἔννοια τοῦ αὐτοσεβασμοῦ πού εἶναι καταστροφική, πού εἶναι τραγωδία, ἡ κάθε τραγωδία στά μεγέθη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας ἔχει πάντοτε μία κάθαρση. Καί βέβαια αὐτό πού ἐμεῖς λέμε κάθαρση στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ἕνα βαθύτατο μέγεθος, πάρα πολύ οὐσιαστικό μέγεθος, ἕνα μέγεθος τό ὁποῖο ἀφορᾶ οὐσιαστικά τόν πρῶτο βηματισμό τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς πού εἶναι ἡ κάθαρση. Καί ἡ Ἐκκλησία κινεῖται σέ αὐτό τό χῶρο τῆς καθάρσεως. Θά ἀναφέρω λοιπόν χωρία πατερικά γιά νά ἐπιβεβαιώσω λίγο τήν πρακτική τῆς ταπεινώσεως, ἀλλά ἐπειδή εἶναι σήμερα ἡ μέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας -ἦταν προκλητική ἡ μέρα πραγματικά- καί δέν μποροῦσα νά μήν ξεκινήσω καί νά μή σταθῶ ἐμφαντικά καί μόνο σέ ἕνα σκαλοπάτι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας πού ἀναφέρεται στό λόγο περί ταπεινοφροσύνης. Βλέπετε, ἕνα σκαλοπάτι, τό 25ο μάλιστα -πολύ προχωρημένο σκαλοπάτι- εἶναι τό σκαλοπάτι τῆς ταπεινοφροσύνης. Μερικά κείμενα τά ὁποῖα ἀναλύει, εἶναι μιά καταπληκτική δουλειά, δουλειά μάλιστα ὁδηγός, ὅπου ἔχοντας ὅλη τήν προηγούμενη θεολογία -πού προηγήθηκε πρίν ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας- καί θεολογία πατερική, νηπτική θεολογία πού τήν ξέρει, τή μαζεύει μέ ἕνα μοναδικό τρόπο καί ἀνοίγει δρόμους γιά τήν ταπείνωση. Θά σᾶς διαβάσω τώρα καί μερικές περικοπές ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας γιά νά δεῖτε τώρα, ὅσο μποροῦμε πιό κριτικά, τήν ταπείνωση. Κάνει μιά ὑπόθεση, ξεκινώντας τό λόγο περί ταπεινώσεως, καί φαντάζεται πώς ὑπάρχει ἕνα συνέδριο, καί πρέπει σέ αὐτό τό συνέδριο, ὅπως εἴμαστε ἐδῶ, νά ἀποφασίσουν γιά κάτι καί νά κουβεντιάσουν γιά κάτι. Ἄρχισε λοιπόν τό συνέδριο, εἶναι πάρα πολύ πρακτικός ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας ἔχει μιά ὀπτική ἄποψη, φαντάζεται, ἔχει μιά φαντασία στό νοῦ του, καλή φαντασία καί λέει ἄρχισε λοιπόν τό συνέδριο. «Συγκεντρωθήκαμε καί συζητήσαμε καί ἐρευνήσαμε ἐξεταστικά τή σημασία μιᾶς ἐπιγραφῆς πού βρήκαμε». Βρῆκαν μιά ἐπιγραφή καί λένε: «τί νά λέει αὐτή ἡ ἐπιγραφή, τί νόημα ἔχει αὐτή ἡ ἐπιγραφή, τί εἶναι αὐτό τό πράγμα;». Ἡ ἐπιγραφή πού βρήκανε σέ κάποια χαλάσματα ἀρχαιολογικά εἶχε πάνω τόν τίτλο: Ἡ Ἁγία Ταπείνωση. Ἤξεραν τή λέξη ταπείνωση ἀλλά εἶπαν: «τί νά εἶναι αὐτή ἡ ἐπιγραφή; Καί ποῦ νά ἔχει μπεῖ αὐτή ἡ ἐπιγραφή;». Ὑπάρχει κανένα κατάστημα πού πουλοῦσε ταπείνωση; Καί γιατί τή λέει ἡ «Ἁγία Ταπείνωση»; Ὑπάρχει ταπείνωση πού δέν εἶναι ἁγία; Καί ἔκαναν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι λοιπόν ἕνα συνέδριο, ἄς τό πῶ ἔτσι, μοναστικό. Δέν ξέρω ἀκριβῶς ἡ ἱστορία πῶς ἔγινε, ἐπειδή ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας χρόνια ἦταν ἀσκητής καί εἶχε ἐπαφή μέ ἄλλους ἀσκητές μπορεῖ νά συνέβη κάτι παράλληλο, μπορεῖ νά ἔκαναν τέτοιες κουβέντες. Ἀκόμη οἱ πατέρες σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος, ἀκόμη καί τά γεροντάκια ὅταν κάνουν ἐπίσκεψη ἀπό τό ἕνα κελί στό ἄλλο αὐτά τά θέματα κουβεντιάζουν -μή νομίζετε πώς κουβεντιάζουν ἄλλα πράγματα, πού κουβεντιάζουμε ἐμεῖς χάνοντας τήν ὥρα μας- [ἀναλύουν] καί ἀναλύονται σέ τέτοιες ὄμορφες κουβέντες. Βρῆκαν λοιπόν τήν ἐπιγραφή κι ἔγινε θέμα ἐκεῖ πέρα, ἄς τό πῶ ἔτσι, γιά τήν κοινότητα τή μοναστική τή Σιναΐτικη: τί νά σημαίνει αὐτή ἡ ἐπιγραφή. Θά ᾽λεγαν μερικοί «γιά τήν ταπείνωση, μά γιατί Ἁγία Ταπείνωση;». Πρέπει νά τό ἀναλύσουμε. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν καί ἤθελαν νά βροῦν τό νόημά του κι ἔλεγαν διάφορες σκέψεις. Νά ἀκούσουμε τίς σκέψεις τίς ὁποῖες καταθέτει ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης.
Ἕνας ἔλεγε ὅτι ταπεινοφροσύνη εἶναι τό νά λησμονεῖς ἀμέσως τά κατορθώματά σου. Πολύ ὡραία φράση, αὐτά πού λέμε τώρα εἶναι οὐσιαστικά, ἀλλά δέν εἶναι μοναδικά. Ὅλοι ἔλεγαν κάτι κι ὅπως σέ ἕνα μέγεθος συνοδικό, ὅλοι προσέθεταν κάτι στό κάλλος. Ἀλλά ἐσεῖς τώρα νά κρατᾶτε καί τίς ἐπιμέρους πτυχές, νά, εἶπα τό πρῶτο: νά ξεχνᾶς ἀμέσως τά κατορθώματά σου, ἀμέσως, ὁτιδήποτε θεωρεῖς γιά κατόρθωμα δηλαδή. Γιατί τί εἶναι κατόρθωμα εἶναι τό πρῶτο ἐρώτημα. Κι ἄν ἀκόμα τό θεωρεῖς γιά κατόρθωμα μήν τό πεῖς. Θά μποροῦσα νά μπῶ σέ πρακτικές ἐφαρμογές, νά μπῶ ἄς ποῦμε στήν παιδαγωγία καί νά πεῖς στό παιδί σου πού εἶναι τώρα δεκάξι χρονῶν καί σέ στεναχωρεῖ, σέ λυπεῖ πάρα πολύ μέ αὐτά πού κάνει καί νά πεῖς: «ἐγώ πού κουράστηκα γιά σένα, ἔκλαψα πλάι στό κρεβάτι τῆς ἀρρώστιας σου, ἐγώ πού σέ τάϊσα». Θά πεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «λάθος ἔκανες». Θυμᾶσαι τά κατορθώματά σου, δέν ἔχεις καμιά ταπείνωση. Καί θά σοῦ πεῖ ἕνας ἄλλος ἅγιος, νηπτικός Πατέρας, ὁ ἅγιος Νεῖλος: κοίταξε, ἔκανες αὐτά γιά τό παιδί σου; Ἄρα θές ἀνταλλάγματα, νά σοῦ πεῖ: «μπράβο, εὐχαριστῶ πάρα πολύ». Καί οἱ κόποι αὐτοί πού εἶναι πολύ ὡραῖοι κόποι, ἡ μάνα πονάει γιά τό παιδί της, πᾶνε περίπατο καί χάνονται γιά δυό λόγους: γιατί περιμένει ἀνταλλάγματα καί λέει: «ἐγώ πού τό ᾽κανα αὐτό», γιατί ξέχασε αὐτό πού λέει ἐδῶ πέρα ὁ πρῶτος αὐτῆς τῆς συνδιάσκεψης, θυμᾶται τά κατορθώματά του. Ἕνα παράδειγμα σᾶς ἔφερα τώρα, τό κάνω πολύ πρακτικό. Ἤ ἀκόμα ἕνας δάσκαλος θά μπεῖ στήν τάξη καί θά πεῖ: «μά ὅλο τό χρόνο κουράστηκα, τρελλάθηκα ἐδῶ πέρα μέσα καί τώρα μοῦ πετᾶτε ἀεροπλανάκια στό μάθημα μέσα; Ἔκανα κι αὐτό, κι αὐτό, ἔφερα καί βίντεο καί κομπιοῦτερς, σᾶς πῆγα κι ἐκδρομή». Καί μόνο πού τό λέει στά παιδιά εἶναι μιά χαμένη ἱστορία, θυμᾶται τά κατορθώματά του. Καί ξέρετε τό παιδί πού ἔχει τά δικά του ἁμαρτήματα, τή δική του σαλεμένη -πολλές φορές- ἰσορροπία τοῦ νοῦ του, τόν ἐγωισμό του, ἐπειδή ἔχει ἐγωισμό, ξέρει τόν ἐγωιστή εὔκολα κι αὐτός ὁ δάσκαλος πιά δέν μετράει ἤ αὐτή ἡ μάνα δέν μετράει πιά. Καί μετά λές: «τί νά κάνω;». Τά ἀκοῦμε αὐτά στήν ἐξομολόγηση καί λέμε: «πάει, τώρα νά ἀλλάξεις ἰσορροπία, εἶπες αὐτά τά πράγματα». Θέλει πολλή δουλειά αὐτό. Σαράντα χρόνια στήν ἔρημο ὁ Μωυσῆς, δέν ξέρω πόσα, ἀλλά θέλει πάρα πολύ δουλειά, ἐμεῖς αὐτά τά ξεχνᾶμε. Εἶναι ἡ πρώτη πρόταση· βλέπετε καταπληκτική καί καταλυτική.
Ἄλλος εἶπε τό νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου πιό τελευταῖο καί πιό ἁμαρτωλό ἀπό τούς ἄλλους, αὐτή εἶναι γνωστή φράση, ἀλλά πῶς γίνεται; Γιά σταθεῖτε, ἄλλο νά τό λές καί νά λές: «ἐγώ εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός» -εἶναι πάρα πολύ εὔκολο- κι ἄλλο νά τό ζεῖς, ὄχι νά τό αἰσθάνεσαι, τό αἰσθάνομαι εἶναι μιά κατάσταση ψυχολογική. Ἐδῶ οἱ Πατέρες λένε νά τό ζεῖς, «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός», προσέξτε ἄλλο τό αἰσθάνομαι, γιατί τό αἰσθάνομαι εἶναι μιά φράση: τό φαντάζομαι, τό φτιάχνω κι ἐπάνω μου, πάω νά ἀπωθήσω τά ὑπόλοιπα· ἐνῶ ἡ θεραπευτική εἶναι νά τό ζεῖς. Μά πῶς θά γίνει αὐτό τό πράγμα; Νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου πιό ἁμαρτωλό. Ὄχι σέ σχέση μόνο μέ αὐτούς πού ἔχεις μπροστά σου, σίγουρα κι οἱ ἄλλοι ἁμαρτωλοί εἶναι, ποιός μετράει τήν ἁμαρτία; Σέ σχέση μέ τό ἀναμάρτητο τοῦ Θεοῦ, προσέξτε, γιατί «τῷ Θεῷ» ἁμαρτάνουμε, αὐτό εἶναι τό κλειδί αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας τῶν Πατέρων, ὅτι εἶσαι πιό ἁμαρτωλός ἀπό τούς ἄλλους, ποιό εἶναι τό μέτρο; Τό μέτρο εἶναι ὁ Θεός. Ἐφόσον λοιπόν ἁμαρτάνουμε, λίγο ἤ πολύ, θά πῶ, κοίταξε αὐτό τό πράγμα ἐγώ τό ἔκανα μία φορά, ὁ ἄλλος τό ἔκανε δέκα φορές, αὐτό εἶναι μαθηματικό μέγεθος, ἀλλά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί τό μία καί τό μισό καί τό ἕνα δευτερόλεπτο…., γιά ἕνα δευτερόλεπτο κάμφθηκε ὁ Μωυσῆς καί μέ τό πρῶτο κτύπημα τῆς πέτρας δέν βγῆκε τό νερό, γιά ἕνα δευτερόλεπτο. Λοιπόν τά μαθηματικά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀλλιώτικα. Ἄν μποῦμε σέ αὐτά τά μαθηματικά, ὅτι ἐγώ εἶμαι πιό ἁμαρτωλός ἀπό τούς ἄλλους θά τό λέμε, εἶναι ὅμως ἔτσι; Εἶναι ἐάν ἁμάρτησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, βλέπετε καταλυτική σύγκριση στήν ἱστορία τοῦ ἀσώτου, ὁ ἄσωτος ἀναμετριέται μέ τήν ἀγαθότητα τοῦ πατέρα, «ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου» (Λουκ. 15:21), ὁ ἄλλος ὁ γιός ὅμως ἀναμετριέται μέ τήν ἁμαρτωλότητα τοῦ ἄλλου ἀδελφοῦ. Βλέπετε τό παράδειγμα; Βλέπετε τί θησαυρούς ἔχει μέσα ἡ Ἁγία Γραφή, αὐτή πού ξέρουμε, εἶναι οἱ διηγήσεις πάρα πολύ γνωστές. Μέ ποιόν γίνεται ἡ ἀναμέτρηση; «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου». Αὐτό δέν κάνει καί ὁ Τελώνης; «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18:13), λέει, ἐνῶ ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος: «δέν εἶμαι ἐγώ σάν τόν Τελώνη», ἴδιο πράγμα. Μέ αὐτά πού λέμε τώρα ἐδῶ πέρα, πασίγνωστα, ἁπλῶς κωδικοποιῶ γνωστά πράγματα γιά τή ζωή σας. Ἀλλά δέν θά πεῖτε: «ἐγώ εἶμαι πιό ἁμαρτωλός ἀπό τούς ἄλλους», καί μόνο πού τό εἶπες θά πεῖς: «μά, ἐγώ;» Ὁ ἄλλος ἀπό τή 17 Νοέμβρη σκότωσε τόσους ἀνθρώπους, ἐγώ δέν σκότωσα, ἄρα ὑπάρχουν καί χειρότεροι ἁμαρτωλοί ἀπό ἐμένα. Ἡ ἄλλη κλέβει, ἡ ἄλλη κουτσομπολεύει, ἡ ἄλλη παράτησε τόν ἄνδρα της, θά βρεῖς χίλιους ἁμαρτωλούς καί θά λές: «ἐγώ εἶμαι πιό ἁμαρτωλός ἀπό ὅλους» κι ὅμως θά τό αἰσθάνεσαι, ἀλλά δέν θά εἶναι. Ἡ ἁμαρτία μας θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἁμαρτία, λένε οἱ Πατέρες, τί κάνουμε; Θίξαμε τήν ἰσορροπία τή δημιουργική τοῦ Θεοῦ, πού τά ἔκανε ὅλα τέλεια. Τά κάναμε ἐμεῖς ἀνάποδα. Κρατῆστε αὐτό τό μέγεθος γιά νά μή γίνει ἡ ταπείνωση μιά περιττολογία ἤ ταπεινολογία. Τό λένε οἱ Πατέρες· ἄλλο ταπείνωση κι ἄλλο ταπεινολογία.
Ἄλλος λοιπόν σ᾽ αὐτό τό συνέδριο, ὑπάρχουν κι ἄλλες σκέψεις, βλέπετε καταπληκτικές σκέψεις, ἀνοῖξτε ἄν θέλετε στό σπίτι σας τήν Κλίμακα νά τό χαρεῖτε μόνοι σας αὐτό τό κείμενο, θά διαβάσω μικρά ἀποσπάσματα, θά βρεῖτε τόν λόγο τόν 25ο νά τόν διαβάσετε[* Πατήστε για να διαβάσετε], κι ὄχι μόνο αὐτόν, ὁλόκληρη τήν Κλίμακα νά διαβάσετε. Ἕνας τρίτος εἶπε, τό νά γνωρίσεις καλά μέ τό νοῦ σου τή δική σου ἀδυναμία καί ἀσθένεια. Εἶπε νά γνωρίσεις ἐσύ μέ τό νοῦ σου τή δική σου ἀδυναμία καί ἀσθένεια. Βλέπετε, αὐτός κάνει ἕνα πέρασμα, στρέφεται στόν ἑαυτό του τώρα -προσέξτε- ἀλλά ὄχι κατά τά μέτρα τοῦ αὐτοσεβασμοῦ, εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, κι ὁ μέγας Βασίλειος κι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἔγραψαν ὁμιλίες πού λέγονται «Πρός ἑαυτόν». Καμιά σχέση μέ τή λέξη αὐτοσεβασμός. Στόν αὐτοσεβασμό ἀνακαλύπτεις πόσο σπουδαῖος εἶσαι καί πόσες δυνάμεις ἔχεις, ἐμεῖς ὅ,τι ἔχουμε τό ἔχουμε ἀπό τό Θεό, «τά σά ἐκ τῶν σῶν». Ἀλλά ἐδῶ πέρα στρέφεσαι γιά νά καταλάβεις τήν ἀδυναμία σου. Ἐδῶ ὑπάρχει μιά στροφή στόν ἑαυτό, τά «εἰς ἑαυτόν» τῶν Πατέρων, προσέξτε, ἔχω δεῖ σ᾽ αὐτές τίς σχολές τῆς ψυχοθεραπείας, σ᾽ αὐτά τά μεγέθη -τίς μελετῶ ὅσο μπορῶ γιατί εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνες καί μπλέκουν καί τόν κόσμο μας- ἔχω δεῖ ὅτι μερικοί ἀπό αὐτούς ἔτσι ἀποσπασματικά ἤ ἔτσι μέ ἕναν τρόπο ἐπιφανειακό, χρησιμοποιοῦν καί τέτοια χωρία, λένε: τό λέει κι ὁ τάδε Πατέρας, τό λέει καί τό Εὐαγγέλιο -προσέξτε- χρησιμοποιοῦν αὐτό πού θέλουν ὅπως θέλουν, δέν τό βλέπουν στό γενικό τους κοίταγμα τό θεραπευτικό. Αὐτό ἦταν παρενθετικός λόγος. Ἐδῶ λοιπόν ἔχουμε τό «εἰς ἑαυτόν» ἀλλά νά γνωρίσεις τήν ἀδυναμία σου, πού εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν εἴμαστε τίποτα κι Ἐκεῖνος μᾶς ἀναδεικνύει νά γίνουμε κάτι.
Ὁ τέταρτος εἶπε [ταπείνωση εἶναι] τό νά προλαμβάνεις σέ φιλονικίες νά διαλύεις πρῶτος τήν ὀργή. Ἄν γίνεται ὁποιαδήποτε διαμάχη, νά εἶσαι ὁ πρῶτος πού δέν θά ὀργιστεῖς, ἀλλά νά μήν ὀργιστεῖς στά βάθη τῆς ψυχῆς σου. Ἐδῶ μπαίνουμε στά πολύ βαθιά κλειδιά, ὄχι μόνο μέ τή διαμάχη ἤ τίς φιλονικίες, αὐτά τά πολύ καθημερινά, μπορεῖ νά τέλειωσε ἡ Λειτουργία τώρα καί μετά ἀπό λίγο, κάποια νά εἶπε σέ κάποια ἄλλη κάτι γιά τό ἀντίδωρο, γιά τόν καφέ, κάτι νά ἔγινε, κάτι ἔγινε σίγουρα σήμερα κι ἐδῶ καί στήν παρακάτω ἐνορία, παντοῦ, εἶμαι γι᾽ αὐτό σίγουρος. Καί κάπου ἐθίγης, σοῦ εἶπε κάτι στραβό ἤ ἡ μιά διακονεῖ, πῆγε νά κάνει περισσότερα, ἡ ἄλλη λιγότερα καί κάπου ἐθίγης, λέει νά μήν ἔχεις καθόλου ὀργή, ἔτσι εἶναι τά πράγματα, δέν ξέρω γιατί τό ἔκανε, ὑπάρχουν χίλιοι λόγοι, δέν ξέρω κἄν γιατί τό ἔκανε, δέν ἀναλύω γιατί, εἶναι ἐγωίστρια, μήπως πῆρε κι εὐλογία νά κάνει πιό πολλά ἀπό μένα; Μά δέν ξέρεις, κι ἄν ἔχει πάρει κι εὐλογία μπορεῖ νά εἶναι γιά κάποιο λόγο, νά ἦταν τεμπέλα καί νά τῆς ἔβαλαν πιό πολλή δουλειά γιά νά ξυπνήσει, δέν ξέρω τό γιατί· ἐμεῖς πῶς τό ἀναλύουμε αὐτό τό πράγμα; Καί τό καταστροφικό εἶναι πού ἀντί νά στραφοῦμε στό Θεό νά δοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, γιατί εἴχαμε μιά ὀργή μέσα μας, τό ἀναλύει ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο. Μοῦ λένε μερικές φορές «τά ἔχω μέ αὐτή, νά τῆς πῶ;». «Τί θά πεῖς παιδάκι μου, δέν θά βρεῖτε τίποτε, στό Θεό θά στραφεῖτε πρῶτα, θά μετανιώσετε, θά δείξετε ἀγάπη, θά δείξετε ταπείνωση, καί κάποτε μετά ἀπό καιρό πολύ ὄμορφα θά πιεῖτε μαζί καί καφέ χωρίς νά ὀργίζεστε». Νά μήν πιάσει τίποτε τά μύχια τῆς ψυχῆς μας. Τά λόγια τοῦ συνέδρου εἶναι καταπληκτικά.
Ἕνας πέμπτος εἶπε τό νά γνωρίζεις καλά τή χάρη καί τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ· νά το, ἡ ταπείνωση πέρα ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι νά γνωρίζεις τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ὅτι σέ συγχωρεῖ ἔτσι ὁ Θεός ἔτσι, χρειάζεται νά ἀναλύσεις τόν ἄλλο; Χρειάζεται νά ἀναλύσεις τόν ἑαυτό σου; Ἡ βασική μεθοδολογία τοῦ διαβόλου εἶναι ὅταν κάνουμε ἁμαρτία νά μᾶς φέρει σέ ἀπελπισία καί νά λέει πολύ βαριά ἁμαρτία αὐτό πού κάναμε, «ἐσύ πού σάν καλός χριστιανός αὐτό δέν ἔπρεπε νά τό κάνεις μέ τίποτα». Ἐκεῖ δέν θά τό κουβεντιάσεις, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ἡ βασική μέθοδος εἶναι δέν κουβεντιάζουμε ποτέ μέ τό διάβολο, παρά μόνο μέ τό Θεό, βασική νηπτική μέθοδος, κανένα λογισμό μέ τό διάβολο, καμιά ἀνάλυση. Ναί, ἔγινε καί ὁ Θεός μέ συγχώρεσε, «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», «ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου», «ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου». Μήν μπεῖς στήν κουβέντα μέ τόν πειρασμό, ἀλλά θά θυμηθεῖς τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καί θά σοῦ λέει ὁ διάβολος: «μά πῶς ἔγινε τόσο μεγάλη ἁμαρτία, τέτοια ἁμαρτία, τόσα χρόνια μέσα στήν Ἐκκλησία πῶς τό ἔκανες αὐτό τό πράγμα». Μά καμία κουβέντα, ἀρχίζει μιά διαλυτική κατάσταση πού φέρνει ἀνθρώπους πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, σέ κατάσταση ἀπελπισίας καί -θά τολμήσω νά τό πῶ- νευρολογικῶν προβλημάτων. Κι ἔχουμε χριστιανούς μέ βαθύτατα νευρολογικά προβλήματα ἐνῶ εἶναι μετανιωμένοι, ἐξομολογοῦνται, ἀλλά κουβεντιάζουν μέ τό διάβολο· ἐμεῖς δέν κουβεντιάζουμε μέ τό διάβολο, ἐκεῖνος τό θέλει πάρα πολύ, ἐμεῖς δέν κουβεντιάζουμε, αὐτή εἶναι ἡ πορεία ἡ πνευματική μας. Θά θυμηθεῖς λοιπόν μόνο τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, σέ Ἐκεῖνον θά στραφεῖς.
Κι ἕνας ἄλλος πάλι εἶπε: τό νά αἰσθάνεσαι ψυχική συντριβή καί νά ἀπαρνεῖσαι τό δικό σου θέλημα. Ὁ καθένας προσθέτει ἕνα τρομερό πετραδάκι, πάρτε τό κείμενο νά δεῖτε αὐτές οἱ κουβέντες αὐτῶν τῶν συνέδρων εἶναι ὑψηλότατες, εἶναι τό μωσαϊκό τῆς ταπεινώσεως, τά θεμέλια. Νά ἀπαρνεῖσαι τό δικό σου θέλημα, θά πεῖς τί σημαίνει αὐτό τό πράγμα; Νά ἀπαρνοῦμαι τό θέλημά μου; Μά τί λέτε, καλέ; Νά ἀπαρνηθῶ τό θέλημά μου; Ἐδῶ πέρα ἡ 5η καί ἡ 6η Οἰκουμενική Σύνοδος ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα τοῦ θελήματος γιά τό μονοθελητισμό, θεώρησαν τό νά μήν ἔχεις θέλημα θεωρεῖται αἵρεση κ.λπ. Δέν ἀρνούμαστε τό θέλω πού εἶναι ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀρνούμαστε τό θέλω πού δέν ἔχει μετάνοια καί κρίνει τόν ἄλλο. Τό θέλω εἶναι δομικό ὑλικό τῆς ψυχῆς μας, ὁ Θεός τό ἔκανε ἔτσι, εἶναι εὐλογία τό θέλω, ἀλλά τί εὐλογία; Αὐτό τό θέλω νά τό στρέφεις στό Θεό, θέλω αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Τί λέει ὁ Χριστός στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ; Ὑπόδειγμα δίνει: «παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. 26:39). Λέει μέ λίγα λόγια: «δέν θέλω νά σταυρωθῶ», τό ἀνθρώπινο θέλημα δέν θέλει καί γιατί νά σταυρωθεῖ; Γιατί οἱ ἄλλοι νά ἁμαρτήσουν σταυρώνοντας τό Θεό; Καί μετά λέει: «Πατέρα νά γίνει αὐτό πού θέλεις Ἐσύ». Δέν ἀναιρεῖται τό θέλω, ἡ γνώμη, ἡ σκέψη, ἀναιρεῖται ἡ μή στροφή στό Θεό· νά γίνει αὐτό πού θέλει. Ἔρχεται μιά ἀρρώστια κι ἔχεις δικαίωμα νά πεῖς στό Θεό: «δέν θέλω αὐτή τήν ἀρρώστια Θεέ μου, κάνε κάτι νά σταματήσει», δέν εἶναι ἁμαρτία αὐτό τό πράγμα, δέν θά πεῖς: «τί ὡραῖα πού θά ἀρρωστήσω», δέν θά πεῖς τέτοιο πράγμα, δέν ἔχουμε ἰδιότυπο πνευματικό μαζοχισμό· θά παρακαλέσεις τό Θεό νά γίνεις καλά βεβαίως, καί εὐχέλαιο θά κάνεις καί τό Θεό θά παρακαλέσεις καί στή Λειτουργία θά μπεῖς. Ἄν δέν ξεπερνιέται ἡ ἀρρώστια, θά πεῖς «δόξα τῷ Θεῷ», γιατί πιά ξέρεις πώς τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σίγουρα θά σέ ὁδηγήσει καί μέσα ἀπό αὐτή τήν ἀρρώστια σέ πιό ὑψηλή ἁγιότητα, στήν Ἁγία Ταπείνωση. Βλέπετε, ἀρχίζει νά δομεῖται τό ὑλικό τῆς Ἁγίας Ταπεινώσεως, δέν εἶναι ἁπλῶς ταπείνωση, αὐτά πού προσθέτουν ἐδῶ οἱ σύνεδροι μᾶς πᾶνε στήν Ἁγία Ταπείνωση, ὄχι στήν ταπεινολογία.
Κι ὁ συγγραφέας τοῦ κειμένου πού εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας ἄκουσε τό συνέδριο, τοῦ ἄρεσε πάρα πολύ αὐτή ἡ κουβεντούλα, φανταστεῖτε τώρα νά βρεθεῖτε σέ μιά σύναξη κι ἀντί νά ἀκοῦτε κουτσομπολιά κι ἄλλα ἀντί ἄλλων νά ἀκοῦτε ὡραῖες κουβέντες καί βαθύτατες γι᾽ αὐτά τά μεγάλα θέματα. Κι ἐγώ -λέει- ἀφοῦ τά ἄκουσα ὅλα αὐτά κι ἀφοῦ τά ἐξέτασα μόνος μου μέ πολλή περίσκεψη καί προσοχή, δέν κατόρθωσα μέ ὅσα ἄκουσα νά καταλάβω τήν ἔννοια τῆς ταπεινώσεως. Δέν σημαίνει ὅτι δέν εἶχε μυαλό, καταλαβαίνει πώς ἡ ταπείνωση εἶναι πολύ μεγάλο μυστήριο. Γιατί εἶναι μυστήριο; Προσεγγίζει τό Θεό. Ὁ Θεός πρωτογενῶς εἶναι ταπεινός καί τά τοῦ Θεοῦ τά καταλαβαίνουμε σχετικῶς. Διαβάστε τούς δύο καταπληκτικούς λόγους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «περί ἀκαταλήπτου». Μέσα στό λόγο «περί ἀκαταλήπτου» μερικά κεφάλαια ἀφοροῦν τήν ταπείνωση τοῦ Θεοῦ, λέει δέν μπορῶ νά τό ἀναλύσω, γι᾽ αὐτό βλέπετε λέμε ἡ ἄκρα ταπείνωση γιά τόν Χριστό. Ἀπό ἕνα σημεῖο καί μετά -λέει- δέν μπόρεσα νά τό καταλάβω, γι᾽ αὐτό ὡς ἔσχατος ὅλων, λέει τώρα, ἀφοῦ μάζεψα ὅπως ὁ σκύλος τά ψίχουλα πού ἔπεσαν ἀπό τό τραπέζι, βλέπετε νιώθει ὅτι εἶναι σκύλος, παρακολουθεῖ τήν κουβέντα, ὁ καθένας παραθέτει ἕνα ψίχουλο καί τά μαζεύει, εἶναι ὡραῖα ψίχουλα αὐτά, κατέληξα στόν ἑξῆς ὁρισμό. Καί δίνει ἐδῶ -σχετικό κι αὐτό- ἕναν ὁρισμό, νά μήν πῶ περιορισμό, μιά προσέγγιση. Σέ αὐτές τίς ἔννοιες περιορισμός δέν ὑπάρχει, [δίνει] μιά προσέγγιση, ὁρίζει, κάπου δίνει κάποια ὅρια. Ἡ ταπεινοφροσύνη, προσέξτε, εἶναι ἀνώνυμη καί μυστική χάρη τῆς ψυχῆς. Δέν μπορεῖς νά τήν πιάσεις νά τήν ἀναλύσεις, προσεγγίζεις τό Θεό. Ὅποιος μπαίνει στό χῶρο τῆς ταπεινώσεως μέσα ἀπό αὐτά τά σκαλοπάτια, μπαίνει μέσα στό Θεό -προσέξτε τή λέει ἀνώνυμη- ἡ ὁποία [ταπείνωση] μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ μόνο ἀπό ὅσους τή δοκίμασαν ἐκ πείρας. Εἶναι ἀνέκφραστη· ἄν εἶχα ἐδῶ ἕνα φαγητό πού δέν τό ξέρουμε ἀπό μιά ἐξωτική χώρα ἐγώ μπορεῖ νά τό ἔτρωγα, ὅ,τι καί νά ἔλεγα δέν θά καταλαβαίνατε τίποτα, δέν πήρατε ἐμπειρία. Στό βάθος δηλαδή ἐπειδή ἡ ταπείνωση προσιδιάζει μέ τό Θεό παραμένει μυστήριο, στό τέλος-τέλος δέν μπορεῖ νά ὁριστεῖ. Θά κάνεις αὐτά πού εἶπαμε ἐδῶ πρίν ἀπό λίγο καί θά βιωθεῖ. Πού σημαίνει κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ εἶμαι ταπεινός, εἶναι θέμα βιώσεως, εἶναι μιά γεύση, εἶναι μιά χαροποιός κατάσταση, εἶναι ἀνέκφραστος πλοῦτος, ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, δωρεά τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνο πού λέει τό πατερικό κείμενο: «Μάθετε οὐκ ἀπ᾿ Ἀγγέλου, οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπου, οὐκ ἀπό δέλτου, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἐμοῦ», ἀπό μένα, αὐτό πού εἶμαι ἐγώ, «ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν πολέμων καί κουφισμόν λογισμῶν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». (Ματθ. 11:29). Κάνει μιά παραλλαγή τοῦ Ματθαίου, αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός, ἐλᾶτε κοντά μου καί θά βρεῖτε ἀνάπαυση. Αὐτό δέν περιγράφεται, εἶναι ἕνα μυστήριο πού δέν περιγράφεται, ἀλλά ἔχει μιά πορεία βαθύτατη κατά τά μέτρα τοῦ δομικοῦ ὑλικοῦ πού σᾶς ἀνέλυσα.
Θά πῶ μερικά ἀκόμη ἀπό τόν Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, καί μετά -ὅση ὥρα μείνει- θά πῶ ἀπό τούς ἄλλους Πατέρες, εἶναι τόσο ἀπέραντος αὐτός ὁ πλοῦτος κι ἐπειδή παραμένει μυστήριο τό γεγονός κι ἐγώ δέν θά μπορέσω νά ὁρίσω τήν ταπείνωση οὔτε νά τήν καθορίσω, εἶναι μιά γεύση πού ἄν τήν δοκιμάσετε θά τήν πάρετε μπροστά σας μέ δομικό ὑλικό αὐτό πού εἶπα πρίν ἀπό λίγο· κρατῆστε αὐτό τό δομικό ὑλικό τῶν συνέδρων, μέ ἀκροτελεύτιο ἄρθρο, μέ τίποτα νά μή θυμώσεις, μέ τίποτα νά μήν ὀργιστεῖς, μέ τίποτα νά μήν ἀναλύσεις τόν ἄλλο, τό εἶπα τώρα συμπιληματικά. Ὅταν ἀρχίζει νά ἀνθίζει μέσα μας τό σταφύλι αὐτῆς τῆς ἁγίας ἀμπέλου, τῆς ταπεινώσεως, αἰσθανόμεθα πάραυτα κόπωση καί μίσος πρός κάθε ἀνθρώπινη δόξα καί ἔπαινο. Προσέξτε, αὐτό κρατῆστε το, μίσος γιά δόξα καί κάθε ἀνθρώπινο ἔπαινο, δυστυχῶς τό ἔχουμε ὅλοι αὐτό τό πράγμα, περιμένουμε μέ τό παραμικρό ἕναν ἔπαινο, μιά καταξίωση, ἀκραία μορφή ἀλλά πρακτική μορφή, ἐπανέρχεται τώρα στά πρακτικά, παραμένει μυστήριο ἡ γεύση ἀλλά τώρα μᾶς δίνει κι ἄλλο ὑλικό γιά νά μᾶς ἐνισχύσει, ὁ λόγος γιά τήν ταπείνωση εἶναι ἀπό τούς μεγαλύτερους λόγους στήν Κλίμακα. Βλέπετε, καμία ἀπαίτηση γιά καταξίωση, οὔτε γιά δόξα, γιά ἔπαινο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στά κείμενα του τά παιδαγωγικά ἔχει καταπληκτικές ἀναφορές γιά τό πῶς, χωρίς νά περιφρονήσουμε τά παιδιά μας, δέν θά τά κάνουμε ἐγωιστές ἀπό περιττούς ἐπαίνους. Βλέπετε τό παιδί μας μεγαλώνει, τήν πρώτη κουβέντα πού λέει, λέει: «μαμά» καί λένε: «τό παιδί εἶπε μαμά», σηκώνονται στό πόδι ὅλοι· ἄλλο μιά ὄμορφη στάση, εὐγενική κι ἄλλο μιά καταξίωση, τό μάθαμε καί τό ἀπαιτοῦμε πάντοτε. Ἀκόμη καί τό μοντέλο τῆς παιδείας στά κρυφά του, καταστρεπτικά μεγέθη, στά τραγικά του μεγέθη ἐκεῖ καταξιώνεται στήν καταξίωση τοῦ μαθητῆ. Οἱ πιό τραγικές μορφές εἶναι ὅταν ὁ μαθητής σκοτώνεται νά κρατήσει τή σημαία. Εἶναι πολύ καλό νά κρατήσεις τό ἐθνικό σύμβολο· εἶναι παιδαγωγικό μέτρο; Μήπως θά ἔπρεπε νά τό πάρει ὁ τελευταῖος; Νά τιμηθεῖ κι αὐτός. Ὁ ἄλλος πῆρε εἰκοσάρι, ὁ ἄλλος νά πάρει τή σημαία, λέω ἄλλα μοντέλα τώρα. Εἴμαστε κολλημένοι σέ τέτοια μοντέλα ἐκπαιδευτικά πού εἶναι καταστροφικά, καταλυτικά καί τά λειτουργοῦμε καί μέσα στό σπίτι μας πολλές φορές. Ἡ δόξα κι ὁ ἔπαινος· χρειάζεται μιά πάλη γι᾽ αὐτό τό πράγμα. Καί προσέξτε νά εἶστε εὐγενικοί μέ τούς ἄλλους, νά εἶστε αγαπητικοί μέ τούς ἄλλους, ἀλλά συγγνώμη γι᾽ αὐτό πού θά πῶ -μιά λέξη λαϊκή θά πῶ- μή γίνεστε γλυφτράκια μέ τούς ἄλλους. «Πόσο καλή εἶσαι χρυσή μου…». «Αὐτός ὁ καφές ἦταν ὡραῖος», ἐντάξει θά τό πῶ ἀφοῦ ἦταν ὡραῖος καφές, δέν θά πῶ: «συγχαίρω τίς μαγείρισσες πού ἦταν καταπληκτικές, οἱ καλύτερες τῆς Γλυφάδας» κ.λπ. μπορεῖ αὐτές νά τό πάρουν ἐπάνω τους καί νά φταίω κι ἐγώ μετά. Θά κάνω μιά τιμητική στάση καί τίποτε ἄλλο, ἔχετε δεῖ ποτέ τό Χριστό νά κάνει τέτοια ἱστορία; Ἔχει ἁπλές, ἀγαπητικές συμβολές στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Μελετῆστε τή στάση τοῦ Χριστοῦ ἐμπρός στούς μαθητές του.
Ὅσο δέ ἐν τῷ μεταξύ προχωρεῖ ἡ πνευματική ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου τόσο περισσότερο, ἄν προχωροῦμε στήν ταπείνωση, ὅ,τι καί νά κάνουμε δέν τό μετρᾶμε, δέν θέλουμε καμιά ἀξιολόγηση, ὅ,τι κάνουμε τό κάνουμε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν τό κάνουμε γιά ἀξιολόγηση, κυρίως δέν συλλογιζόμαστε ὅτι κάθε μέρα πού περνᾶ αὐξάνεται τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας, τά κάνουμε ὅλα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Φανταστεῖτε νά λειτουργήσαμε σήμερα τό πρωί καί νά λέγαμε: «τί καλά πού λειτουργήσαμε, μπράβο μας», μά «τά σά ἐκ τῶν σῶν» ἦταν. Νά πεῖς στόν ψάλτη: «μπράβο, τά εἶπες πολύ ὡραῖα», ἄν εἶναι λίγο κουρασμένος, «ὡραῖα, ὄμορφα», [νά πεῖς] τίποτα ἄλλο. Προσέξτε πάρα πολύ τή στάση αὐτή, νά μήν εἶστε χυδαῖοι, νά μήν εἶστε ἐξοντωτικοί, νά εἶστε ἀγαπητικοί, ἀλλά μήν κολάζετε τούς ἄλλους.
Ἀκριβῶς αὐτή ἡ στάση παίρνει κι ἄλλες μορφές. Τώρα [νά δοῦμε] τί ἀποτελέσματα ἔχει πάνω μας ἡ ταπείνωση. Προσέξτε ὅποιος -λέει- τήν παντρεύτηκε εἶναι ἤπιος, προσηνής, εὐκατάνυκτος, εὐσπλαχνικός, γαλήνιος, χαρωπός, εὐκολοκυβέρνητος, ἄλυπος -δέν ἔχει περιττές λύπες, στεναχώριες, τά ψυχολογικά του- εἶναι ἐν ἐγρηγόρσει, ἄγρυπνος -ἔχει τά μάτια ἀνοικτά- ἄοκνος, ἀπαθής. «Ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος... καί ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν...» (Ψαλμ. 135,23-24).
Πᾶμε λίγο παρακάτω σέ κάποιον ἀπό τούς πλέον βαθεῖς Πατέρες ἐκεῖ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ παρουσιάστηκαν ὀφθαλμοφανῶς οἱ δαίμονες, ἕνα μάλιστα πολύ κορυφαῖο μοναχό ἦρθαν οἱ δαίμονες καί τόν μακάριζαν. Βλέπετε οἱ δαίμονες τοῦ εἶπαν: «μπράβο, εἶσαι πολύ ὡραῖος ἀσκητής», ἐξαίρετη μέθοδος τοῦ διαβόλου γιά νά μᾶς παίξει. Πῶς ἀντιμετώπισε ὅμως τό θέμα; Εἶναι πάρα πολύ δύσκολο, ἀπό τή μιά μεριά θά λές εἶναι ὁ διάβολος νά μήν τοῦ δώσω σημασία, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔλεγε σωστά πράγματα, «πού προσεύχεσαι, πού νηστεύεις, κανείς δέν κάνει τέτοια νηστεία σάν κι ἐσένα», δέν ἔλεγαν ψέματα, προσέξτε, κι εἶναι πολύ εὔκολο νά λές βέβαια δέν μιλάω μέ τό διάβολο, ἀλλά αὐτά πού λέει εἶναι ἀλήθεια. Αὐτός ὁ γέροντας ὁ πάνσοφος -ἔτσι τόν λέει ἐδῶ τό κείμενο- τί εἶπε; «Ἐάν σταματήσετε νά μέ ἐπαινεῖτε μέ τούς λογισμούς πού φέρνετε στήν ψυχή μου, τότε ἐξαιτίας τῆς ἀναχωρήσεως σας θά θεωρήσω τόν ἑαυτό μου μέγα». Δηλαδή, ἄν μέ ἐπαινεῖτε καί μέ ἐπαινεῖτε κι ἐγώ δέν τσιμπάω καί φύγετε, βαρεθεῖτε ἀπό μένα, δεῖτε ὅτι ἐγώ δέν πέφτω σέ παγίδα, ὑπάρχει μιά περίπτωση νά πέσω στήν παγίδα ὅταν θά φύγετε, νά πῶ: κοίτα τούς ἔδιωξα τούς δαίμονες, ἐγώ διώχνω τούς δαίμονες, εἶχα ταπείνωση, δέν τσίμπησα μέσα μου· δέν εἶπα τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά. Λέω ὄχι, ὄχι τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά καί νά φύγετε. Λοιπόν λέει: «δέν θέλω νά φύγετε γιατί ἄν φύγετε μπορεῖ νά πέσω σέ αὐτόν τόν κίνδυνο», ἄρα τούς βάζει σέ ἕνα στρίμωγμα, λέει: «τώρα μή φύγετε, ἐάν ὅμως δέν σταματήσετε νά μέ ἐπαινεῖτε» -μιά περίπτωση εἶναι νά φύγουν, πού νά φύγουν εἶναι ἐπικίνδυνο γι᾽ αὐτόν νά θεωρήσει πώς αὐτός ἦταν δαιμονοδιώκτης, ἡ ἄλλη περίπτωση εἶναι νά μείνουν, αὐτό τούς λέει: «ἄν ὅμως δέν σταματήσετε νά μέ ἐπαινεῖτε, τότε ἀπό τούς δικούς σας ἐπαίνους θά συλλογίζομαι πόσο βρώμικος εἶμαι». Καί θυμᾶται τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16:5)
Τούς στρίμωξε, λέει: «ἄν φύγετε ὑπάρχει κίνδυνος, βλέπετε δέν τσιμπάω καί θά φύγετε ἐσεῖς, ἀλλά ἐγώ θά γίνω ἐγωιστής, ἄν μείνετε ὅμως καί μέ πειράζετε, ἐγώ ὅσο μέ πειράζετε θά λέω, γι᾽ αὐτό μένουν αὐτοί γιατί εἶμαι ἀκάθαρτος καί ὑψηλοκάρδιος». Τούς στρίμωξε, ὅ,τι καί νά κάνει ὁ δαίμονας, ἄν φύγει -δέν τό θέλει νά φύγει ἀφοῦ τόν πειράζει- θά σταματήσει νά τόν πειράζει· ἄν δέν φύγει καί τόν πειράζει, θά πεῖ γι᾽ αὐτό πειράζομαι γιατί εἶμαι ἀκάθαρτος καί ὑψηλοκάρδιος. Ἐδῶ εἶναι μιά μικρή ἀνάλυση, δέν τήν κάνω παρακάτω, σέ αὐτή τή σχέση μας μέ τούς πειρασμούς. Γι᾽ αὐτό ἀκόμη κι ἕνας πειρασμός πού σοῦ λέει: «εἶσαι καλός, εἶσαι καλός» καί λές: «φύγε, φύγε», δέν θά τοῦ πεῖς «φύγε», θά λές «Κύριε ἐλέησον» κι ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός, «καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Βλέπετε ἡ φράση πῶς τό λέει; Ὁ Χριστός παρεμβαίνει στό πότε θά σταματήσει ὁ πειρασμός καί πότε δέν θά σταματήσει κατά τό πνευματικό μας ὄφελος, ὄχι ἐμεῖς, «μή εἰσενέγκης, ἀλλά ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Καί λένε μερικοί: «δηλαδή ὁ Θεός τό βάζει;». Δέν τό βάζει ὁ Θεός, ἀλλά ξέρει ὁ Θεός μόνο, πότε εἶναι ὠφέλιμο νά φύγει ἤ νά μή φύγει [ὁ πειρασμός]. Γι᾽ αὐτό βλέπεις, ἐμεῖς μέ τό Θεό κουβεντιάζουμε καί λέμε: «κάνε αὐτό πού θέλεις ἐσύ, εἶσαι γιατρός ἐσύ καί ἐμεῖς δέν ξέρουμε».
Αὐτά εἶναι λεπτεπίλεπτα σημεῖα πνευματικῆς ζωῆς καί σέ μιά πράξη ἐξομολογήσεως-θεραπευτικῆς αὐτά εἶναι πάρα πολύ καίρια γιατί συναντᾶμε ἀνθρώπους πού κουράζονται ἀπό πειρασμούς πολυποίκιλους καί λένε στούς πνευματικούς: «τί νά κάνουμε;». Ἄν σταθοῦμε καί ποῦμε: «φύγε, μεῖνε» κ.λπ. λάθος, τῷ Θεῷ ἀποδίδουμε τά πάντα. Γι᾽ αὐτό ὑπάρχει στίς Παροιμίες αὐτή ἡ φράση -βλέπετε τόσο συγκλονιστική- «εἶμαι ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ» (Παροιμ. 16:5). Ὅλα ὅσα βλέπονται τά φωτίζει ὁ ἥλιος, ἄλλο πράγμα εἶναι νά τό ὑπερηφανεύεται κανείς κι ἄλλο νά μήν ὑπερηφανεύεται κι ἄλλο νά ταπεινώνεται. Προσέξτε κάνει μιά διάκριση τώρα, ἄλλο νά εἶσαι ὑπερήφανος κι ἄλλο νά μήν εἶσαι ὑπερήφανος· καμιά σύγκριση μέ αὐτά πού λέει ἐδῶ, πρέπει νά ἔχεις ταπείνωση. Μπορεῖ νά εἶσαι ὑπερήφανος πού σίγουρα δέν εἶναι θέμα ταπεινώσεως, ἀλλά μπορεῖ καί νά μήν ὑπερηφανεύεσαι, νά μή λές: «ἐγώ τί σπουδαῖος εἶμαι, ἐγώ τί κάνω», δέν σημαίνει ὅτι ἔχεις ταπείνωση, εἶναι ἐξωτερική ἔκφραση τοῦ λόγου, τίποτα ἄλλο. Ἐκεῖνος πού ἔχει γίνει ταπεινός, βαθιά καί ἐσωτερικά, δέν κλέπτεται καί δέν ζημιώνεται ἀπό λόγους χειλέων, δέν τόν πειράζει τίποτε. Ἀλλά μέ αὐτό θά ἀναμετρηθεῖτε. Στό Χριστό τό ἀποδίδει [ὁ ταπεινός], ἄν ποῦν: «μπράβο» θά πεῖ: «Κύριε ἐλέησον». Ἐκεῖ θά στραφεῖς, ἐάν ὁ λογισμός δέν καυχᾶται πλέον γιά φυσικά προτερήματα, αὐτό εἶναι σημάδι ὅτι ἀρχίζει ἡ ὑγεία· ἐάν γιά τίποτα δέν καυχόμαστε, οὔτε αὐτοανάλυση, οὔτε αὐτοσεβασμός. Τά ἀποδίδουμε ὅλα στό Θεό. Εἶναι πολύ προχωρημένη ἄσκηση, ἀλλά εἶναι ἄσκηση καθημερινότητας. Καί τά λέω πάλι ἔτσι λίγο σύντομα, κρατῆστε ὅ,τι μπορεῖτε ἀπό αὐτή τή γλύκα τῶν πραγμάτων πού εἶναι πάρα πολύ οὐσιαστική.
Γι᾽ αὐτό λοιπόν ἡ ταπεινοφροσύνη, ὅσο μπορῶ νά τήν ὁρίσω, εἶναι θεϊκή ἀρετή πού σκεπάζει τούς ὀφθαλμούς μας, γιά νά μή βλέπουμε τά κατορθώματά μας· ἀλλά γιά νά μήν τά δῶ δέν πρέπει νά τά ἀναλύω. Κάνω κατόρθωμα τώρα πού διαβάζω τούς Πατέρες καί σᾶς τά ἀναλύω; Κάποιος θά ἔλεγε ναί, ἐμεῖς δέν διαβάζουμε ἐσύ διάβασες. Κάνω τό αὐτονόητο, ἄς τό πῶ ἔτσι, γιά νά δώσω ἕνα πρακτικό παράδειγμα, αὐτή εἶναι ἡ ζωή μας, δηλαδή θά σταματήσουμε νά ἀνασαίνουμε; Εἶναι κατόρθωμα πού ἀνασαίνω; Εἶναι κατόρθωμα πού περπατάω; Γιά ἕναν ἄρρωστο ἀνάπηρο εἶναι κατόρθωμα πού περπατάει, τίποτα δέν εἶναι κατόρθωμά μας. Τά μεγάλα πράγματα πού κάνουμε εἶναι κατόρθωμά μας; Βλέπετε ὁ αὐτοσεβασμός, γιά νά κάνουμε τά παιδιά μας νά ἔχουν δυνάμεις… τίποτε. Ὅποιος ἀρχίζει καί αἰσθάνεται ὅτι ἔκανε κάποιο κατόρθωμα δέν ἔκανε τίποτε, εἶναι ἡ πορεία τῆς ζωῆς, πού εἶναι πάντοτε ἀνοδική. Βλέπετε μιλᾶμε γιά τήν Ἁγία Ταπείνωση πού πάει πάρα πολύ ψηλά καί εἶναι αὐτή ἡ βαθιά ἐμπιστοσύνη στό Χριστό μας, τίποτα ἄλλο· καί δέν μᾶς πιάνει τίποτε, κι εἴμαστε ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καί δέν κολλᾶμε σέ τίποτε, δέν θέλουμε ἐπαίνους, μισοῦμε τή δόξα, δέν θέλουμε καμιά δόξα, δέν θέλουμε τίποτε. Πόσο καταστρέψαμε τά παιδιά μας πού τά λειτουργοῦμε μέσα ἀπό τό θέμα τῆς δόξας. Δέν πειράζει νά σπουδάσουν, νά μελετήσουν. Ἀλλά νά εἴμαστε κυνηγοί τῶν πτυχίων, τῶν μισθῶν,… χίλια πράγματα, μιά κολασμένη ἱστορία κι αὐτό τό μέγεθος δέν τό καλλιεργήσαμε.
Κι ἔτσι λοιπόν, οἱ περισσότεροι ἀπό ἐμᾶς καμιά φορά ὀνομάζουμε τούς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς, ἀλλά μέσα μας δέν τό δεχόμαστε, μόνο ἀπ᾽ ἔξω μας τό λέμε, ἔ; Τό ἀνέλυσα πρίν ἀπό λίγο. Ὅποιος λέει ὅτι αἰσθάνθηκε αὐτό τό μέγεθος, δέν μπορεῖ νά τό ἐξηγήσει καί μάλιστα θά πεῖ στό Θεό τόν ψαλμό: «Μή ἡμῖν, Κύριε, μή ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἤ τῷ ὀνόματί σου δός δόξαν» (Ψαλμ. 113,9), «παρά σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ» (Ψαλμ. 21,26). Τά ᾽χουμε στή Γραφή μας, εἶναι τό Ψαλτήρι πού ἡ Ἐκκλησία μας τό βάζει νά τό διαβάζουμε κάθε μέρα, εἶναι συγκλονιστικά ἀσκητικά μεγέθη. Λέω τίς δυό φράσεις -συγκλονιστικές- ἀπό τό Ψαλτήρι, πρώιμα κείμενα, «Μή ἡμῖν, Κύριε, μή ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἤ τῷ ὀνόματί σου δός δόξαν», «παρά σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ». Καί ὁ Χριστός πότε λέει ἔρχεται ἡ δόξα; «νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. 13:31) μιά βραδιά πρίν νά σταυρωθεῖ, δόξα Του εἶναι ὁ σταυρός Του, ἕνα φοβερό ὑπόδειγμα πορείας. Κι ἐκεῖ ἀκριβῶς ἡ κάθε δυσκολία, ὁ κάθε πόνος, ἡ κάθε ὕβρις, ἡ κάθε ἀδικία, δέν μέ κάνει νά δαιμονίζομαι, νά βγαίνω στούς δρόμους, νά φωνάζω, νά διαμαρτύρομαι γιατί μοῦ πῆραν τά δικαιώματα. Ἡ κάθε ἀδικία μέ πάει σέ ἕναν ἄλλο χῶρο, τή μετασχηματίζω σέ μιά δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί κοιτάζω τί νά κάνω. Σκεφτόμαστε μονάχα ἀτομικιστικά, μόνο γιά τά φθαρμένα δικαιώματά μας. Αὐτό τόν καιρό λέω πάντα χαριτωμένα, τό λέω μόνο ὡς παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε αὐτό πού λέω, διαμαρτυρόμαστε μόνο ὅταν θιγόμαστε. Ἔλεγα προχθές σέ κάποιους ἀνθρώπους, βλέπετε τώρα ὑπάρχουν κάποια μέτρα γιά τήν οἰκονομική κρίση, θά κοποῦν κάποιοι μισθοί κ.λπ. καί κάποιοι ἄνθρωποι δικαιολογημένα κατά τά μέτρα τῆς ἀδικίας διαμαρτύρονται, ἀλλά σκέφτηκα τό ἑξῆς: εἶπα γιατί διαμαρτύρονται τώρα; Βεβαίως εἶναι ἀδικία πού γίνεται, ἀλλά τόσο καιρό στήν Ἑλλάδα πεθαίνουν ἄνθρωποι πεινασμένοι, ὑπάρχουν ἄστεγοι κ.λπ. Ὅσο περνούσαμε καλά κανείς δέν βγῆκε νά φωνάξει γιά τούς πεινασμένους, τώρα πού ἐμεῖς θιγόμαστε διαμαρτυρόμαστε· κακό δέν εἶναι μέν, ἀλλά γιά τούς πεινασμένους γιατί δέν φωνάξαμε; Ἄρα μέσα κρύβεται ἕνα ἀνθρώπινο θιγμένο γεγονός, ἔτσι θά δοῦμε τήν πνευματική ζωή. Πέρα ἀπό πολιτική, πέρα ἀπό κόμματα, πέρα ἀπό κρίση, θά δοῦμε ἐμεῖς πῶς ἀναμετριόμαστε. Ἄν βγῶ τώρα, τήν ὥρα πού ἀδικιέμαι -κι εἶναι ἀδικία- χτυπιέμαι κάτω καί λέω: «ἄδικο, ἄδικο» εἶναι μισή ἀλήθεια, γιατί τήν ὥρα πού πονοῦσε ὁ ἄλλος δέν φώναξε κανείς. Τήν ὥρα πού ὁ ἄλλος πέθαινε στήν πλατεία τῆς Γλυφάδας ἄστεγος στήν παραλία, ὁ ἄλλος ἔπινε Νεσκαφέ στήν καφετέρια καί τότε δέν φώναξε καί φωνάζει τώρα. Παράδειγμα σᾶς δίνω νά κάνετε ἀναμέτρηση μέ τόν ἑαυτό σας κι αὐτό μᾶς ἀνοίγει τό δρόμο στά «πρός ἑαυτόν» τῶν Πατέρων, νά δοῦμε πρῶτα τή δική μας ματιά, τή δική μας στάση σέ αὐτό τό γενικό πλαίσιο μέσα καί πῶς θά τό ἀντιμετωπίσουμε.
Λυπᾶμαι πού δέν ἀναλύω πλήρως τόν Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, ἁπλῶς νά κλείσω τό δικό του κεφάλαιο καί γιά λίγα λεπτά νά μιλήσω καί γιά τούς ἄλλους Πατέρες πού ἔχω ἐδῶ μαζέψει. Λέει ποιά εἶναι τά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης, δηλαδή ἕνας ὀργανισμός ἔχει νευρικό σύστημα, ἔχει ὁδούς, λέει πῶς συγκροτεῖται καί λέει μερικές φράσεις: ἡ ἀπόκρυψη τῆς σοφίας, ἡ ἀπόκρυψη τῆς εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἡ ἀπομάκρυνση τῆς πολυλογίας, ἄν ἔχεις ἀνάγκη -λέει- νά γίνεις ζητιάνος, νά μή ντραπεῖς νά ζητήσεις· αὐτοί λέει εἶναι οἱ δρόμοι γιά τήν ταπείνωση.
Καί νά πάω λίγο σέ ἄλλους Πατέρες πού θά τούς ἀδικήσω σίγουρα, ἔχω κείμενα καί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλά ἔτσι λίγο κάτι νά σᾶς δώσω σάν μιά γεύση ἀπό αὐτό τό κάλλος τῆς πατερικῆς σοφίας. Νά ἀκούσουμε λιγάκι τό Γρηγόριο τό Θεολόγο: βλέπεις -λέει- ὁ πιστός Μωυσῆς, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἦταν εἰκόνα τῆς ἐνάρετης ζωῆς, προτίμησε λέει ἀπό τή βασιλική δόξα τή σκληρή ζωή καί ἀναμετρήθηκε μέ τόν ἄγγελο πρίν νά κάνει πολλά ἀσκητικά ἐπιτεύγματα. Μιά ἐπιλογή ἔκανε. Διαλέγει ἀπό τά βασιλικά παλάτια ἕναν ἄλλο δρόμο, καί ποῦ καθότανε; Στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ νά βόσκει τά πρόβατα τοῦ Ἰοθόρ, αὐτός ὁ μεγάλος, ὁ καταπληκτικός, ἦταν βασιλόπαις, θά μποροῦσε νά ἀποκτήσει μεγάλο ἀξίωμα καί δέν ἔλεγε: «ἐγώ ἔχω ἀξίωμα» κ.λπ., εἶχε προσδοκία, οὔτε καλά-καλά τό Θεό δέν ἤξερε. Δέν τόν γνώριζε τό Θεό, κάτι ἤξερε ἀπό κάποιους προπάτορες τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά δέν ἤξερε τό Θεό σέ βάθος κι ἐπειδή κάνει ἕνα πέρασμα, λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Τόν γνωρίζει καί γι᾽ αὐτό ἔγινε ἀρχηγός τοῦ λαοῦ. Καί μολονότι ἀνέβηκε σέ τόσο ὕψος ὑψηλό -βλέπετε, δέν ἀρνήθηκε νά πεῖ στό Θεό: «ξέρεις, ἐγώ εἶμαι βραδύγλωσσος»- εἶπε τό ἐλάττωμά του. Νά σέ καλοῦσε ὁ βασιλιάς καί νά σοῦ ἔλεγε: «σέ κάνω ὑπουργό ἐξωτερικῶν», θά ᾽λεγες: «ξέρεις, πῶς θά γίνω; Δέν ξέρω Ἀγγλικά οὔτε Γαλλικά. Οὔτε τίποτα. Σέ παρακαλῶ». - «Ὄχι ἐσύ θά γίνεις». - «Μά δέν ξέρω». Ποιός θά ἔλεγε ὄχι; Ποιός θά ἔλεγε πώς δέν ξέρει; Θά ἔλεγε: «νά βάλω κι ἕνα ψεύτικο πτυχίο, νά δείξω ὅτι ξέρω», λέω τώρα ἔτσι. «Αὐτός εἶμαι» καί τοῦ λέει ὁ Θεός: «δέν πειράζει, θά μιλάει ὁ ἀδελφός σου γιά σένα». Καί λέει: «εἶμαι βραδύγλωσσος» καί μετά ἀπό λίγο λέει: «μά εἶμαι κι ἀδύνατος, δέν ἔχω καί πολλές δυνάμεις». [Καί ὁ Θεός] λέει: «μή φοβᾶσαι, ἐγώ εἶμαι ἐδῶ». Καταπληκτική ἡ ἱστορία τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ἀνοίγει τό δρόμο γιά τήν ταπείνωση, γι᾽ αὐτό ἦταν, κατά τή Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί τά τροπάρια, ὁ πραότατος Μωυσῆς. Ἡ πραότητα, ἡ πραΰτητα, εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἰσορροπίας ταπεινώσεως.
Καί πάλι ἀπό τό Γρηγόριο τό Θεολόγο, κάνει μιά ἀνάλυση ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀπό τίς Παροιμίες. Πρίν ἀπό τήν καταστροφή, λέγουν οἱ Παροιμίες, προηγεῖται ἡ ὑπερηφάνεια καί πρίν ἀπό τή δόξα ἡ ταπείνωση. Ἀκοῦστε τή φράση τῶν Παροιμιῶν, πρίν ἀπό τήν πνευματική καταστροφή, ὁποιαδήποτε καταστροφή, προηγεῖται ἡ ὑπερηφάνεια, εἶναι καί στά θέματα τά ἐθνικά καί τά προσωπικά. Oἱ Παροιμίες ξέρουν τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ὅποτε ἔπαιρνε μιά ἱστορία ὑπερηφάνειας πάνω του κατεστρέφετο, ὅποτε θεωροῦσε πώς εἶναι δυνατός, ἔλιωνε καί μετά τίς Παροιμίες μάλιστα, τήν περίοδο αὐτή ὅταν νιώθουν πώς εἶναι δυνατοί, καταστρέφονται. Δυό φορές πηγαίνουν στήν αἰχμαλωσία γιατί ἔνιωθαν πώς εἶναι πάρα πολύ δυνατοί, ἐνῶ πρίν ἀπό τή δόξα ὑπάρχει ἡ ταπείνωση. Ἡ δόξα πάντα ἔρχεται, ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς διεργασίας πού λέγεται ταπείνωση -αὐτά πού λέγαμε ἕως τώρα- καί ἡ δόξα πιά δέν εἶναι ἕνα ἐκκωφαντικό μέγεθος πού δοξάζεσαι, πού καταξιώνεσαι, εἶναι μιά χάρις μυστική, εἶναι μιά γεύση μυστική. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι, ζοῦν μιά γεύση μυστική, ζοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι «ἐθεάσαντο τήν δόξαν Αὐτοῦ», εἶναι ἕνα εἶδος μυστικό. Ἡ δόξα δηλαδή δέν ἔχει τίποτε τό κοσμικό. Αὐτό ζοῦν οἱ Ἅγιοι!
Εἶναι αὐτό τό μυστικό πού δέν μπορῶ νά ἑρμηνεύσω, ἔλεγε πρίν ἀπό λίγο τό κείμενο πού σᾶς διάβασα· ἡ ταπείνωση, εἶναι μιά γεύση.
Γιά νά μιλήσω πιό καθαρά, λέει τό κείμενο ἐδῶ, «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Ἰακ. 4:6), βλέπετε χωρίο βιβλικό. Καί ὁ ψαλμός 118 λέει: «προτοῦ νά ταπεινωθῶ ἐγώ ἁμάρτησα, γιά τό λόγο αὐτό φύλαξα τό νόμο σου». Πάρα πολλά τέτοια χωρία [ὑπάρχουν] πού ἐνισχύουν αὐτήν τήν ἱστορία. Καί πάλι ὁ Γρηγόριος: «ὁ ταπεινός ἀνέχεται νά νικιέται, ἐνῶ δέν ταπεινώνεται ἐκεῖνος πού εἶναι φουσκωμένος ἀπό ὑπερηφάνεια». Ὅλες αὐτές οἱ κουβέντες θέλουν ἀνάλυση. Καί πάλι κάτι ἀπό τόν Γρηγόριο, ἀπό ἕνα θεολογικό του ποίημα καταπληκτικό πού ἀναφέρεται στήν ταπείνωση, μιά φράση μόνο ἐπέλεξα: «ταπεινός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος φρονεῖ λιγότερα ἀπό ὅ,τι ἀξίζει». Ἄν νομίζει πώς ἀξίζει κάτι, νά βάλει λιγότερο, πῶς θά τό κάνεις τό λιγότερο; Λές ἀφοῦ ξέρω Ἀγγλικά καί Γαλλικά καί Γερμανικά -αὐτό εἶναι πραγματικότητα- νά πῶ ψέματα; Ποῦ εἶναι τό λιγότερο; Δυό λιγότερα ὑπάρχουν: δέν ξέρω Κινέζικα, Σουηδικά, Πορτογαλικά, ξέρω μόνο τρεῖς γλῶσσες κι αὐτά τά τρία πού ξέρω, ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, πῶς τά ξέρω; Γιατί ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε νοῦ γιά νά ξέρω. Οἱ γάτες μαθαίνουν Γαλλικά; Ὄχι. Εὐχαριστῶ πού δέν εἶμαι γάτα.
Ἄν διαβάσετε τούς Πατέρες ἔχουν καί τέτοια χαριτωμένα χωρία, εἶναι ἁπλές σκέψεις καταλυτικές πού λές -συγγνώμη γι᾽ αὐτό- εὐχαριστῶ πού δέν εἶμαι γάτα. Καί θά πεῖς, μά τί λές τώρα; Ἀφοῦ εἶσαι ἄνθρωπος, «ζῶον θεούμενον»· ἀλλά ζῶο μήν τό ξεχνᾶτε. Κι ἄν τό ζῶο πού ἔχει λογική, πού ἔχει ἔμφρονα σκέψη, ξεχάσει τό θεούμενον γίνεται χειρότερος ἀπό γάτα, «ὁμοιώθησαν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις» (Ψαλμ. 48:13). Καί τά Ἀγγλικά του καί τά Γαλλικά του καί τά Γερμανικά του θά εἶναι δαιμονιώδη καί θά καταστρέφουν τόν κόσμο. Βλέπετε πόσοι μεγάλοι σοφοί καταστρέφουν πολλές φορές ἀπό μεγάλες ἀνακαλύψεις τόν κόσμο - ἡ ἀτομική βόμβα εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς τρομερῆς σοφίας. Πῶς χρησιμοποιήθηκε; Σέ αὐτό μπαίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πολύ ὄμορφα σέ ἕνα λόγο κατά τῶν Βαρλααμιστῶν ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει: «ἐπαινῶ ἐκεῖνον πού εἶπε ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας», ὅποιος -λέει- ξέρει ταπείνωση, γνωρίζει τήν ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Χριστός. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Καί ἡ μόνη περίπτωση νά χάσω αὐτή τή σκέψη εἶναι -λέει- νά μπεῖ μέσα μου ἡ πλάνη καί νά μοῦ κουβεντιάσει καί νά μοῦ πεῖ: «πρόσεχε ξέρεις κι αὐτό κι αὐτό». Καί τό τονίζω δέν κουβεντιάζουμε ποτέ μέ τόν πειρασμό.
Κάτι ἀκόμη, ὅταν κάποιος γίνεται ταπεινός -λέει- ἀπό αὐτό τώρα οἱ Ἄγγελοι ἔβαλαν τήν ἰδιότητα νά εἶναι ἀμετάστροφοι. Μετά τήν πτώση τῶν δαιμόνων, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, οἱ Ἄγγελοι ἔγιναν ἀμετάστροφοι, ἁμαρτία δέν κάνουν ποτέ - «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου». Οἱ Ἄγγελοι παρέμειναν γιά πάντα Ἄγγελοι, δέν ὑπάρχουν ἄλλοι Ἄγγελοι πού θά γίνουν διάβολοι, γιατί στάθηκαν καί δέν δέχτηκαν τόν πειρασμό πού τούς ἔβαλε ὁ Ἑωσφόρος. Ἔ, λοιπόν νά ἕνα μεγάλο μυστικό, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πού κάνει φοβερές ἀναλύσεις γιά τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, γιά τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, μπαίνει σέ πολύ βαθιά μεγέθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς σκέψεώς του. Λέει, ἄν θέλετε κατά τό δυνατό νά προσιδιάσετε στήν ἀγγελική ἰδιότητα τοῦ ἀμεταστρόφου -πάντα ἁμαρτωλοί θά εἴμαστε, ἀλλά ἄν πλησιάσετε- αὐτή ἡ φράση καί πάλι: «ποτέ μήν κουβεντιάσετε μέ τό διάβολο, ποτέ, ποτέ». Αὐτό πού σᾶς εἶπα καί πρίν τό ἐπαναλαμβάνει ἀπό ἄλλο παράθυρο σάν τό μυστικό τῆς ταπεινώσεως.
Καί σέ αὐτές τίς ψυχές -λέει- κάνοντας μιά φοβερή ἀνάλυση ὁ Χρυσόστομος, ἀρέσκεται ὁ Χριστός ὅταν λέει: «θά ἔρθω μέ τόν Πατέρα μου καί θά κάνω κοντά σας μία Μονή καί θά μείνω μαζί σας», «μονήν παρ᾽ ὑμῖν ποιήσω» (Ἰωάν. 14,23). Θά μείνει μαζί μας ὁ Χριστός; Βεβαίως. Μέ τόν Πατέρα του, γιατί βρίσκει τό ἔδαφος οἰκεῖο. Καί ὅταν τό ἔδαφος εἶναι οἰκεῖο καί συγγενικό -ἄν πᾶς σ᾽ ἕνα σπίτι πού εἶναι τοῦ παιδιοῦ σου καί ζεῖ ὄμορφα- πᾶς μέ ἄνεση, δέν εἶναι ἔτσι; Κάνουμε, λέει, τήν καρδιά μας οἰκεία μέ τήν ταπείνωση. Καί προσέξτε γιά νά γίνει οἰκεία, λέει, ἐπειδή κάθε μέρα ζοῦμε στήν κοινωνία, ἤ μοναστήρι λέγεται ἤ πόλη λέγεται, ἀσκούμεθα κάθε μέρα στήν ταπείνωση. Ὁ Θεός μᾶς δίνει εὐκαιρία ἤ στή μοναστική πολιτεία ἤ στήν ἐγκόσμια πολιτεία τοῦ γάμου, τῆς κοινωνίας, τῆς πόλεως, τοῦ ἐργαστηρίου, τῆς ἑταιρείας ἔχουμε τρομερές εὐκαιρίες γιά ταπείνωση. Μήν τό βάλετε στά πόδια λέει μέ τήν πρώτη δυσκολία, μήν κλειστεῖτε στόν ἑαυτό σας, μήν ἀπογοητευθεῖτε. Βλέπετε αὐτοί οἱ ψυχασθενεῖς πού δέν μποροῦν, δέν ἀντέχουν, τούς διώχνουν, τούς κατηγοροῦν καί λένε: «ἐμένα», καί τό βάζουν στά πόδια καί λένε: «θά φύγουν» καί φεύγουν. Ἀπό ἕνα πράγμα θά φύγεις, ἀπό τήν ἁμαρτία μονάχα. Μεῖνε ἐκεῖ κι ἀγωνίσου γιατί εἶναι εὐκαιρία πού στή δίνει ὁ Θεός. Κι ἄν δέν ἔχεις τήν εὐκαιρία, σέ βρίσει ἕνας σήμερα στήν ἑταιρεία σου, κι ἐπειδή χάνεις τήν εὐκαιρία -λέει- θά σέ βρίσουν αὔριο ἄλλοι δέκα κι ἄν αὐτό δέν τό ἀξιοποιήσεις θά σέ βρίσουν κι ἄλλοι εἴκοσι, μέχρις ὅτου ἀποκτήσεις ταπείνωση. Μιά φοβερή εὐκαιρία. Τό ἀξιοποιήσαμε αὐτό τό πράγμα; Στό σπίτι σέ μαλώνει ὁ ἄντρας σου, σέ μαλώνουν τά παιδιά σου κ.λπ. «Μά δέν ἔπρεπε νά γίνει ἔτσι», μά δέν λέω τί ἔπρεπε νά κάνουν ἐκεῖνοι. Ἐγώ ἀξιοποιῶ τίς εὐκαιρίες; Ὁ Θεός δέν εἶναι αἴτιος κακῶν, δέν τά στέλνει ὁ Θεός, ἀλλά ὁ Θεός ὅταν βλέπει πώς γίνονται τά ἐπιτρέπει γιά τό καλό μας, προσέξτε, δέν τά στέλνει ὁ Θεός, ἀλλά ὁ Θεός τά ἐπιτρέπει γιά τό καλό μας - αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία.
Καί μέ αὐτό νά ὁλοκληρώσω τήν ἐλλιπή ὁμιλία πού σᾶς ἔκανα μέ αὐτά τά χωρία πού εἶχα μπροστά μου. Ὅ,τι γίνεται μᾶς ὁδηγεῖ σέ μιά ταπείνωση, Εἶναι -θά τολμοῦσα νά πῶ- ἡ κοινωνία μας ἡ μεταπτωτική, ἡ διηνεκής πρόκληση γιά ταπείνωση. Κι ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ πρόκληση, χωρίς ὁ Θεός νά τό στέλνει, ὁ Θεός τό ἀφήνει γιά τό καλό μας… Τό ἀφήνει μέχρις ὅτου καταξιωθοῦμε νά ἀντέχουμε τό μέγεθος. Καί τί θά καταισχύνουμε; Τόν πειρασμό θά καταισχύνουμε. Ἀντί νά τό βάζουμε στά πόδια καί νά διαμαρτυρόμαστε καί νά κάνουμε μηνύσεις καί δικαστήρια καί νά ἀναλυόμεθα -στήν ἐξομολόγηση ἀντί νά λέμε τίς ἁμαρτίες μας νά λέμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων καί πόσο μᾶς ἔθιξαν, τραγική δαιμονιώδης κατάσταση, δέν ὑπάρχει χειρότερη κατάσταση, δαιμονιώδης, νά πᾶς στό μυστήριο καί νά κατηγορεῖς τούς ἄλλους- νά λές εἶναι ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν τό πῆρε, ἔχει λόγο γι᾽ αὐτό. Πάρτε το θεραπευτικά. Σταθεῖτε μπρός στή θεολογία τοῦ Ἰώβ· ἀξιοποιεῖ ὅλο τόν πειρασμό καί τόν κάνει δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Καί εἰδικά γιά τούς Πατέρες αὐτό εἶναι τό πέρασμα, ἡ θεραπευτική. Ὅλες οἱ δυσκολίες παρεκτός ἁμαρτίας νά γίνουν εὐκαιρία γιά τό Θεό κι ὅποιος στρέφεται μόνο στό Θεό, μέ τά χωρία πού σᾶς ἀνέλυσα, ἐκεῖ ἀκριβῶς στέκεται καί γίνεται ταπεινός.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου