Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Στα πρόθυρα μιας «θεολογίας» της ευθανασίας;


Το θέμα των μεταμοσχεύσεων οργάνων είναι σπουδαίο και πρέπει να λειτουργήσει γύρω απ’ αυτό ουσιαστική θεολογική σκέψη και διάλογος, προκειμένου η Eκκλησία σε πανορθόδοξο επίπεδο, και όχι απλώς σε τοπικό, να καταθέσει λόγο ουσιαστικό.
Ο μέχρι σήμερα προβληματισμός είχε ως κεντρικό του άξονα το ζήτημα των κριτηρίων του εγκεφαλικού θανάτου. Είναι ισχυρά τα δεδομένα αυτού του κριτηρίου, όπως ορίστηκε στο Ηarvard; Γιατί υπάρχουν κατά τα νέα δεδομένα δύο θάνατοι, εγκεφαλικός και κλινικός; Γιατί λαμβάνονται τα όργανα του δωρητού πριν τον κλινικό θάνατο και μετά τον εγκεφαλικό; Είναι γνωστό πως τα όργανα, εκτός από εξαιρέσεις, δεν μπορούν να ληφθούν από πτωματικό δότη, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις μετά την παύση της καρδιάς είναι άχρηστα. Είναι βέβαιο πως λαμβάνονται από ζωντανό οργανισμό, του οποίου δεν λειτουργεί ο εγκέφαλος, κατά τα διαβλητά κριτήρια του Ηarvard. Ποιος μπορεί να γνωρίζει την ώρα του χωρισμού της ψυχής από το σώμα; Ποιος μπορεί να ορίσει το μυστήριο του θανάτου; Μπορεί η Εκκλησία να συνηγορήσει στη λήψη των οργάνων πριν από την οριστική διάλυση της συναφείας ψυχής και σώματος; Η Εκκλησία δεν πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της την αντίδραση πολλών επιστημόνων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κατά των κριτηρίων του Ηarvard και κατά της καθιερώσεως διπλού θανάτου, εγκεφαλικού και κλινικού;

Όλα τα προαναφερόμενα αφορούν τα δεδομένα της μέχρι τούδε προβληματικής. Εμείς, προσωπικά, δεν δυνάμεθα να δεχτούμε παρέμβαση λήψεως οργάνων πριν τον οριστικό θάνατο, εφ’ όσον αντιστοιχεί σε αφαίρεση ζωής έστω κι αν ο σκοπός είναι η θεραπεία κάποιου ασθενούς. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Το μυστήριο του θανάτου θα παραμείνει για πάντα μυστήριο. Κανείς δεν πρέπει να το αποσυνθέσει και να το ορίσει κατά τις προσωπικές του ιατρικές η θεολογικές αντιλήψεις.
Κι ενώ η όλη αναζήτηση βρίσκεται στα πλαίσια των προηγουμένων σκέψεων, ήρθε στην κυκλοφορία ένα βιβλίο που άλλαξε όλο το επίπεδο της ευρέσεως λύσεως, που στο τέλος θα προσκρούει στο μυστήριο του θανάτου.
Το βιβλίο είναι γραμμένο από τον αρχιμ. Νικόλαο Χατζηνικολάου και εκδόθηκε από το «Κέντρο Βιοϊατρικής και Ηθικής Δεοντολογίας» και έχει τίτλο «Ελεύθεροι από το γονιδίωμα». Στο κεφάλαιο «Πνευματική ηθική και παθολογία των μεταμοσχεύσεων» (σελ. 315-345) εμφανίζονται θέσεις που ξεπερνούν την μέχρι τούδε προβληματική. Τις καταθέτουμε, αναμένοντας και απάντηση στα ερωτήματα που υποβάλλονται μέσα από αυτό το κείμενο.
Στη σελίδα 318 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Η ζωή είναι δώρο του Θεού, αλλά δεν είναι δώρο που ανήκει μόνο στον δωρητή. Ανήκει και στον αποδέκτη της. Είναι και δική μου. Αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο εξάσκησης του αυτεξουσίου μας. Δεν μας χαρίζεται για να βιώνουμε τη φιλαυτία και την κτητικότητά μας, αλλά μας προσφέρεται για να είναι τόσο δική μας ώστε να μπορούμε ακόμη και να την προσφέρουμε. Γι’ αυτό και την αγαπούμε και την προστατεύουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Με περίσκεψη μεν γιατί είναι του Θεού, αυθόρμητα δε γιατί είναι δική μας. Ο καλύτερος τρόπος επιστροφής της στον Θεό είναι η προσφορά της στον πλησίον. “Ουκ έστιν άλλως σωθήναι ει μη δια του πλησίον”» (Άγιος Μακάριος Αιγύπτιος).

Ερώτημα 1.
Η ζωή μας και φυσικά είναι πεδίο εξασκήσεως του αυτεξουσίου μας. Αν όμως το αυτεξούσιο δεν μας οδηγεί στον Θεό, η προσφορά αυτή δεν είναι οριζόντια και απλώς ανθρωπιστική;

Ερώτημα 2.
Μήπως η φράση για τη ζωή που είναι «και δική μας» δώσει θεολογικό δικαίωμα για να κάνουμε τη ζωή μας ό,τι θέλουμε;

Ερώτημα 3.
Τί νόημα έχει η λειτουργική φράση «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»;

Ερώτημα 4.
Μήπως ο συγγραφέας του κειμένου συγχέει τη λέξη διακονία «εις τούς αγίους» (Β΄ Κορ. 8,4) με τη λέξη παρατίθημι, όπως «εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα» (Λουκ. 23,46) ή και το «παρέθεντο εαυτούς τω Κυρίω» (Πραξ. 14,23) ή και το «πιστώ κτίστη παρατιθέσθωσαν τας ψυχάς αυτών εν αγαθοποιία» (Α΄ Πετρ. 4,19);

Ερώτημα 5.
Πώς χρησιμοποιείται αυθαίρετα το χωρίο του Αγίου Μακαρίου για σκοπούς που δεν ήταν μέσα στις προοπτικές του όταν ζούσε;

Ερώτημα 6.
Η αυθαίρετη και αποσπασματική χρήση του χωρίου του Αγίου Μακαρίου δεν κινδυνεύει να ανοίξει το δρόμο για να θεωρηθεί η ανθρωπιστική προσφορά σωτηριολογική από μόνη της και να θεωρηθεί περιττή η εν τω μυστηρίω ζωή μέσα στην Εκκλησία; Μήπως η ισορροπία του χωρίου του Αποστόλου Πέτρου που προαναφέραμε στο ερώτημα 4 δίνει την ολοκληρωμένη απάντηση, χωρίς επικίνδυνες πολωτικές θέσεις;

Ερώτημα 7.
Αφού το κείμενο ομιλεί για προσφορά και αγάπη, μήπως ταυτόχρονα ομολογεί το γεγονός της λήψεως των οργάνων από ζωντανό άνθρωπο, εφ’ όσον οι νεκροί ή και οι, κατ’ αυτούς, εγκεφαλικά νεκροί, δεν έχουν τη δυνατότητα του αυτεξουσίου για προσφορά και αγάπη;

Ερώτημα 8.
Μήπως με ωραίες λέξεις προσπαθούμε να πείσουμε το λαό του Θεού για να κάνει μία προσφορά που δεν είναι προσφορά, ή αν είναι ζωντανός ο δότης δεν αφήνει το γεγονός του θανάτου του στον Κύριο της ζωής και του θανάτου;
Στη σελίδα 319 ομολογείται ευθαρσώς πως η λήψη των οργάνων θα γίνει από ζωντανό οργανισμό με τη φράση: «Ο σεβασμός και η αναγνώριση της αξίας της ζωής πού εκφράζονται περισσότερο· απέναντι στο δότη που αμετάκλητα αναχωρεί ή στον λήπτη που μπορεί να ζήσει;»

Ερώτημα 9.
Πώς ο συγγραφέας είναι σίγουρος για το αμετάκλητο; Ο Θεός δεν μπορεί να παρέμβει και στα δικά μας αμετάκλητα;

Ερώτημα 10.
Γιατί ο συγγραφέας διερωτάται για το «πού» εκφράζεται περισσότερος σεβασμός ανάμεσα στο δότη και στο λήπτη; Η Εκκλησία κάνει αξιολογήσεις στο μέτρο του σεβασμού προς οποιοδήποτε πρόσωπο;

Ερώτημα 11.
Ο συγγραφέας δέχεται και πάλι το γεγονός του ζωντανού δότη, εφ’ όσον ομιλεί για αμετάκλητη αναχώρηση. Δέχεται άρα την αφαίρεση της ζωής κάποιου; Μπορεί η Εκκλησία να συνεργήσει στην αφαίρεση μιας ζωής; Στην ίδια σελίδα 319 ο συγγραφέας κάνει λόγο περί «ενός απιθάνου θαύματος - διότι περί αυτού πρόκειται».

Ερώτημα 12.
Υπάρχει άρνηση και στη δυνατότητα του θαύματος; Μα όλα τα θαύματα είναι από τη φύση τους «απίθανα» γεγονότα. Πώς ο συγγραφέας προκαθορίζει την ελεύθερη παρέμβαση του Θεού για να κάνει θαύμα; Πώς αποκλείεται ο Θεός μια για πάντα από το θαύμα;
Φοβάμαι πως ο Λάζαρος, ο νεκρός της πόλεως Ναΐν και η κόρη του Ιαείρου δεν θα προλάβαιναν να αναστηθούν αν ζούσαν σήμερα, αφού και με τις ευλογίες των ποιμένων της Εκκλησίας θα τούς είχαν αφαιρεθεί τα όργανα για λόγους «προσφοράς».
Στη σελίδα 320 αναφέρεται η φράση: «Η ιατρική αντιμετωπίζει το δίλημμα και καλείται να τολμήσει την αγάπη μπροστά σε δυο ανθρώπους που πεθαίνουν. Σε δυο ανθρώπους που τελικά ο ένας μπορεί να οικοδομήσει τη ζωή του από τα ερείπια, τα απομεινάρια, της ζωής του άλλου».

Ερώτημα 13.
Τί είδους «αγάπη» είναι αυτή, αφού σκοτώνει κάποιον για να ζήσει ο άλλος; Επιτρέπεται να σκοτώσω εν ονόματι της αγάπης;

Ερώτημα 14.
Μήπως ανοίγει με όλα αυτά, ο δρόμος για μια «θεολογία» της ευθανασίας, ή και μεταγενέστερα της αυτοκτονίας;
Στη σελίδα 323 διαβάζουμε: «Η ‘συνειδητή συναίνεση’ για τη διάθεση του σώματος μετά θάνατον αποτελεί μία κατ’ εξοχήν ιερή πράξη αυταπάρνησης και αγάπης, διότι η παροχή της σημαίνει ότι ο δότης έχει την ευκαιρία:
Α... ...
Β... ...
Ζ. Τέλος, να εκχωρήσει από τις στιγμές της ευδαίμονος νηφαλιότητός του το δικαίωμα, και συνεπώς την εμπιστοσύνη στους γιατρούς και τούς δικούς του, αντί να σταματήσει λίγο αργότερα από μόνη της, να του σταματήσουν αυτοί την καρδιά εκείνη τη στιγμή που αυτοί κρίνουν, βέβαιος πως μόνο το καλό του θέλουν».

Ερώτημα 15.
Το κείμενο δεν βρίσκεται σε καίρια νοηματική αντίφαση, αφού ενώ στην αρχή τονίζει το «μετά θάνατον», μετά ομιλεί για πράξη αγάπης; Υποβάλλεται και πάλι το ερώτημα για το πώς μπορεί κάποιος να αγαπά μετά θάνατον;

Ερώτημα 16.
Ο συγγραφέας δεν αυτοαναιρείται ομιλώντας μετά από λίγο για «ευδαίμονα νηφαλιότητα»; Ο νεκρός έχει νηφαλιότητα;

Ερώτημα 17.
Ποιος ορθόδοξος ορισμός ή σκέψη ή παράδοση δίνει το δικαίωμα σε κάποιον για να παρακαλέσει να του σταματήσουν την καρδιά «αντί να σταματήσει λίγο αργότερα από μόνη της»; Το κείμενο είναι πεντακάθαρο. Προτείνεται στην Εκκλησία να δώσει ευλογία για παρέμβαση σε ζωντανό οργανισμό. Ποιος θα πάρει τέτοια ευθύνη; Ποια «θεολογία» θα συντονιστεί με τα μέτρα των αθεολογήτων αυτών παραλογισμών;
Στη σελίδα 331 τα κείμενα είναι ξεκάθαρα: «Υπάρχει πάλι περίπτωση που σεβασμός στον άνθρωπο σημαίνει ότι όχι απλώς του επιτρέπουμε, αλλά ακόμη και τον διευκολύνουμε να πεθάνει».

Ερώτημα 18.
Πού διδάχθηκε ο συγγραφέας στο χώρο της ορθόδοξης Εκκλησίας τα περί «διευκολύνσεως» για να πεθάνει κάποιος;
Ο συγγραφέας, στη συνέχεια, προσπαθώντας να δώσει χροιά ορθόδοξη στην πρωτοφανή και απαράδεκτη «θεολογία» του, επικαλείται την «ευχή εις ψυχορραγούντα» του Μικρού Ευχολογίου. Επικαλείται, μάλιστα, την πρόταση: «Λύσον τον δούλον Σου της αφορήτου ταύτης οδύνης και της συνεχούσης αυτόν πικράς ασθενείας και ανάπαυσον αυτόν ένθα των δικαίων τα πνεύματα».

Ερώτημα 19.
Ποια σύγκριση υπάρχει μεταξύ της ευχής που παρακαλεί για «λύση της οδύνης» και της διαδικασίας της αφαιρέσεως οργάνων που, εφ’ όσον ο οργανισμός είναι ζωντανός κατά τις προηγηθείσες σκέψεις του συγγραφέα, θα επιφέρουν αφόρητο πόνο στο σώμα και θα κάνουν πιο οδυνηρό το γεγονός του θανάτου;

Ερώτημα 20.
Με τη βίαιη παρέμβαση για τη λήψη των οργάνων από τον ζωντανό δότη, δεν αναιρείται η προσευχή για «ειρηνικά τα τέλη της ζωής ημών»; Πώς η Εκκλησία προσεύχεται για ειρηνικά τέλη και ταυτόχρονα προτείνει βίαια τέλη;
Η αντιφατικότητα του κειμένου φαίνεται στις «καλές» στιγμές του. Στη σελίδα 330 αναφέρεται: «Στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά. Καθε κίνηση που συνηγορεί στη φθορά του, προσβάλλει και την ψυχή και είναι εφάμαρτη. Γι’ αυτό και η διαδικασία της φθοράς πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξηναγκασμένη». Και στη σελίδα 329 διαβάζουμε: «Επ’ ουδενί λόγω πρέπει να επιταχύνεται ο θάνατος. Δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε, ούτε τη συζυγία της ψυχής με το σώμα της να διασπάσουμε, ούτε από το χρόνο της ψυχοσωματικής συμφυίας κάποια στιγμή να αφαιρέσουμε».

Ερώτημα 21.
Ο συγγραφέας πρέπει να ξεκαθαρίσει τί θέση έχουν αυτές οι γραμμές περί μη «επιταχύνσεως του θανάτου» και περί «φυσικής και ποτέ εξηναγκασμένης διαδικασίας φθοράς», αφού πριν από λίγο ομιλούσε για «διευκόλυνση» στο θάνατο; Ο συγγραφέας έχει θέσεις συγκεκριμένες που φαίνονται με τα τελευταία αυτά κείμενα να αυτοαναιρούνται. Μήπως γίνεται προσπάθεια αποπροσανατολισμού και με κάποιες σωστές θεολογικές σκέψεις;

Ερώτημα 22.
Με τη φράση «δεν δικαιούμεθα ούτε από το σώμα κάτι να πάρουμε» ο συγγραφέας αρνείται και τη μεταμόσχευση των διπλών οργάνων από ζωντανό δότη σε ζωντανό λήπτη; Αρνείται τη μεταμόσχευση μυελού οστών; Αρνείται τέλος και τη μετάγγιση του αίματος;
Στη σελίδα 325 αναφέρονται τα κάτωθι: «Η μεταμόσχευση δεν έχει τόση αξία για τον λήπτη -σ’ αυτόν δίνει βιολογική ζωή - όσον για τον δότη - αυτός ενώ δίνει όργανα, παίρνει χυμούς πνευματικής ζωής».

Ερώτημα 23.
Αφού η μεταμόσχευση δεν έχει τόση αξία για τον λήπτη, γιατί τόση επιχειρηματολογία περί αγάπης και προσφοράς; Μήπως θέλουμε να κερδίσει πνευματικά ο δότης;

Ερώτημα 24.
Τι σημαίνει η φράση: «παίρνει ο δότης χυμούς πνευματικής ζωής»; Εδώ διδάσκεται μία νέα ασκητική της Εκκλησίας; Πνευματική ζωή αποκτούμε δια της ασκήσεως μέσα στο χώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή, από τώρα και μετά ο άνθρωπος θα έχει πνευματική ζωή όταν δίνει ζωντανός τα όργανά του; Θα γίνεται πνευματικός άνθρωπος την ώρα που πεθαίνει;
Στη σελίδα 335 διαβάζουμε: «Ο ίδιος ο Κύριος, στις υποθήκες του στους αγίους Αποστόλους κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, που μείζονα έκφραση της αγάπης παρουσιάζει την προσφορά και αυτής της ζωής μας για τον άλλο: “Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού” (Ιω. 15,13). Αλλά και ο Απόστολος Ιωάννης στην πρώτη του επιστολή λέγει κάτι ακόμη πιο ισχυρό· “Εν τούτω εγνώκαμεν την αγάπην ότι εκείνος υπέρ ημών την ψυχήν έθηκε. Και ημείς οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι” (Α΄ Ιω. 3,16)».

Ερώτημα 25.
Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε τα χωρία για να εξυπηρετούν τις θεολογικές απαιτήσεις μας;
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το «και την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων» (Ιω. 10,15) γράφει: «Συνεχώς αυτό λέγει δια να δηλώση ότι δεν είναι πλάνος» (ΕΠΕ 14,121).
Στο κείμενο του κατά Ιωάννην (10,17-18): «ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου ίνα πάλιν λάβω αυτήν, ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού. Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν», ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Ας προσέχωμεν δε με όλην την προσοχήν μας εις το λεγόμενον· “Εξουσίαν έχω να θυσιάσω την ζωήν μου”, λέγει. Και ποίος δεν έχει εξουσίαν να θυσιάση την ζωήν του; Διότι ο καθένας που θέλει ημπορεί να θανατώση τον εαυτόν του. Αλλ’ όχι έτσι, λέγει, αλλά πώς; Έχω τέτοιαν εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου, ώστε κανείς να μην ημπορέση εάν δεν το θέλω εγώ, να το κάνη αυτό, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να γίνη εις τον άνθρωπον· διότι ημείς δεν έχομεν εξουσίαν να θυσιάσωμεν την ζωήν μας κατ’ άλλον τρόπον, αλλά θανατώνοντες μόνον τον εαυτόν μας. Εάν δε ηθέλομεν πέσει εις ανθρώπους που μας επιβουλεύονται και που ημπορούν να μας φονεύσουν, δεν έχομεν τότε εξουσίαν να θυσιάσωμεν ή όχι την ζωήν μας, αλλά χωρίς να το θέλωμεν εκείνοι μας την αφαιρούν. Εις την περίπτωσιν του Κυρίου όμως δεν έχει το πράγμα έτσι, αλλά, αν και τον επεβουλεύοντο άλλοι, ο ίδιος ήτο κύριος να μη θυσιάση την ζωήν του. Αφού είπε λοιπόν, ότι “κανείς δεν ημπορεί να την αφαιρέση από εμένα”, τότε προσέθεσεν· “Έχω εξουσίαν να θυσιάσω την ζωήν μου”, δηλαδή “Μόνον εγώ είμαι κύριος να θυσιάσω αυτήν, πράγμα που σεις δεν ημπορείτε να το κάνετε· καθ’ όσον και πολλοί άλλοι είναι κύριοι να αφαιρέσουν την ζωήν σας από εσάς”.
Αλλ’ αυτό δεν το είπεν από την αρχήν (ούτε βέβαια επρόκειτο να πιστευθή ο λόγος), αλλά, όταν έλαβε την μαρτυρίαν από τα ίδια τα πράγματα, και τον επεβουλεύθησαν πολλές φορές και δεν ημπόρεσαν να τον συλλάβουν (καθ’ όσον έφυγεν από τα χέρια των μυρίας φοράς), τότε πλέον λέγει· “Κανείς δεν ημπορεί να αφαιρέση την ζωήν μου”. Εάν δε αυτό είναι αληθές, συνάγεται ότι και εκείνο είναι, το, όταν θελήση να την λάβη, θα ημπορέση και πάλιν· διότι εάν ο θάνατός του ήτο ανώτερος από τον θάνατον των ανθρώπων, μη αμφιβάλλης λοιπόν και δι’ εκείνο· καθ’ όσον, το ότι αυτός μόνος είναι κύριος να θυσιάση την ζωήν του, δείχνει ότι είναι κύριος από την ίδιαν εξουσίαν το να λάβη αυτήν. Βλέπεις πώς από το πρώτον απέδειξε και το δεύτερον, και από τον θάνατον έδειξεν και την ανάστασιν αναμφισβήτητον;» (ΕΠΕ 14, 125-127).
Στο «τιθέναι τας ψυχάς υπέρ των αδελφών», ο Άγιος Ιωάννης απαντά λέγοντας· «Αυτά σας τα είπα δια να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, δηλαδή, δεν τα λέγω αυτά δια να σας κατηγορήσω, ότι θυσιάζω δηλαδή την ζωήν μου, ότι πρώτα επεδίωξα την γνωριμίαν μου με εσάς, αλλά δια να σας οδηγήσω εις την φιλίαν. Έπειτα, επειδή ο διωγμός εκ μέρους των πολλών και αι κατηγορίαι ήσαν κάτι το φοβερόν και ανυπόφορον και ικανόν να ταπεινώση και την υψηλόφρονα ψυχήν, δια τούτο, αφού τους προείπε πάρα πολλά, τότε πλέον ανέφερεν ο Χριστός αυτό· αφού δηλαδή προητοίμασε την ψυχήν των, τότε έρχεται εις αυτά και δείχνει με αφθονίαν ότι αυτά λέγονται δι’ αυτούς…». (ΕΠΕ 14, 481)
Με θεολογικούς ακροβατισμούς ή ακροβολισμούς δεν μπορούμε να πείσουμε το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η ευθύνη είναι μεγάλη και κανείς δεν μπορεί να προκαλεί με αντιφατικές θέσεις, την αποδοχή ενός γεγονότος που, αν δεν αντιμετωπιστεί με θεολογική σύνεση, μπορεί να οδηγήσει σε δύσκολες στιγμές τη στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στο σεβασμό του κάθε προσώπου και στο μυστήριο του θανάτου.

† π.Κ.Σ.
(Πηγή: Από το Περιοδικό «Παρακαταθήκη, τεύχος 22, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2002, σελ. 17-21.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου